Αλλού ο Ελύτης ανέφερε πως μιλούσε πολλές φορές με τον Ματίς για το ελληνικό φως, για τον ήλιο που καταλύεται ολόκληρος μέσα στην εκτυφλωτική του ισχύ. Στο μικρό διαμέρισμα της οδού Σκουφά ήταν μισοσκότεινα. Κοιτούσα τον Ελύτη να μιλάει και είχα την εντύπωση ότι ήταν τυφλός. Τυφλός από το να έχει δει πολύ, να έχει αγαπήσει πολύ το φως.
Επιστρέφοντας στο Παρίσι, και ακούγοντας αυτό το κείμενο κάτω από τον βροχερό ουρανό του Παρισιού, ξανασκεφτόμουν το κείμενο του Ματίς, παίρνοντας για πρώτη φορά το αεροπλάνο για να πάει στο Λονδίνο και ανακαλύπτοντας την απόλυτη καθαρότητα του χιονιού. Καθοριστική εμπειρία για τον Ματίς: το φως είναι σχετικό. Σχετίζεται με το να αναδεικνύει τα αντικείμενα, τη ζωγραφική επίσης. Κάτω από το χιόνι υπάρχει πάντοτε το φως. Δεν είναι παρά καλυμμένο. Μήνυμα ελπίδας.
Σε ένα από τα καλύτερά του κείμενα, ο Τεριάντ μίλησε επίσης για τη θεμελιακή εμπειρία του μεσογειακού φωτός: «Το φως του καλοκαιριού αφανίζει την ηπειρωτική Ελλάδα, απορροφά τα νησιά, εξαφανίζει τη θάλασσα, αφανίζει τον ουρανό. Δεν υπάρχουν βουνά, δεν υπάρχουν δέντρα, δεν υπάρχουν πόλεις, δεν υπάρχει νερό, δεν υπάρχει γη. Ο άνθρωπος, τυλιγμένος στο φως, κυριεύεται από αυτό, τρώγεται, εκτείνεται άμετρα, προστατευμένος από την θυσία του. Το μεσημέρι, το καλοκαίρι, η Ελλάδα δεν υπάρχει πια. Σβήνεται από κάθε γεωγραφικό χάρτη. Ο κόσμος βρίσκει εντέλει στο σημείο ισότητας της ευτυχίας του μια επιθυμητή κατάληξη. Αυτό το παθιασμένο φως, παράφορο και ανυποχώρητο, κάνει την Ελλάδα να χάνεται κατά τις καθαρές ώρες των όμορφων ημερών του καλοκαιριού, αλλά έντιμα την επαναφέρει όλα τα δειλινά με τα τεχνάσματα του λυκόφωτος και την αβρή πραγματικότητα της σελήνης».[8]
Αυτή είναι η αίσθηση που ο Ελύτης ξανάβρισκε στον Ματίς και τον Πικάσο.
«Ονειρεύομαι μια επανάσταση από το μέρος του κακού και των πολέμων σαν αυτή που έκανε από το μέρος του σκιόφωτος και των αποχρώσεων ο Ματίς» έγραφε στο ποίημα “Villa Natacha”».[9]
Είναι αλήθεια ότι τα πλαστικά και αισθητικά θέματα δεν βρίσκονται εκτός ηθικής. Στα Ανοιχτά Χαρτιά ο Ελύτης πηγαίνει, επί του θέματος, στο βάθος στης σκέψης του: «Στα χρόνια του Μπούχενβαλδ και του Άουσβιτς, ο Ματίς ζωγράφιζε τα πιο χυμώδη και τα πιο ωμά, τα πιο γοητευτικά λουλούδια ή φρούτα που έγιναν ποτέ, λες και το θαύμα της ζωής, αυτό καθαυτό, βρήκε τον τρόπο να συσπειρωθεί μέσα τους για πάντα. Γι’ αυτό αυτά τα έργα μιλούν ακόμη και σήμερα καλύτερα από την πιο μακάβρια πτωματογραφία της εποχής… Μια ολόκληρη φιλολογία έκανε το λάθος στα χρόνια μας να παραβγεί με τα γεγονότα και να πλειοδοτήσει στη φρίκη, εκεί όπου θα έπρεπε να την αντισταθμίσει».[10]
Οδυσσέας Ελύτης: «Την ημέρα των εγκαινίων του παρεκκλησίου, αφού ο Ματίς έμεινε σπίτι του, πήγαμε και οι τρεις, ο Καρτιέ Μπρεσόν, ο Τεριάντ και εγώ, ως εκπρόσωποι. Πήγαμε μετά να του μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας. Στην επιστροφή μάς περίμενε λίγο αγχωμένος, σαν νέος που δίνει εξετάσεις. Και εγώ, έκανα ίσως μια μικρή γκάφα γιατί είπα: Είναι πολύ ωραίο, αλλά δεν είναι εντελώς χριστιανικό. Είναι μια εκκλησία που θα μπορούσε να είναι στο Μαρόκο, ένας ισλαμικός χώρος λατρείας. Ο Ματίς δεν ήταν ευχαριστημένος. Μου είπε: Είναι εντελώς χριστιανικό – καθολικό! Εκείνη τη μέρα, ο Ματίς μού αφιέρωσε ένα σχέδιο. Και ο Καρτιέ Μπρεσόν πήρε ογδόντα φωτογραφίες με τον Ματίς να σχεδιάζει την αφιέρωση. Σε όλες τις φωτογραφίες υπάρχει ένα χέρι που κρατά τη σελίδα και βλέπει κανείς: Α. – Ε. – L. {-Y. – T. –I. – S.}… Εγώ πλησίαζα λίγο να βγω μια φωτογραφία με τον Ματίς. Αλλά ο Καρτιέ μού έκανε νόημα να απομακρυνθώ. Στο τέλος, τον ρώτησα γιατί. Και μου εξήγησε πως έπρεπε να στείλει τα μη εμφανισμένα φιλμ στη Νέα Υόρκη για το Harper’s Bazaar. Δεν ήθελε έναν άγνωστο κοντά στον Ματίς!»
Πέρα από το ζήτημα του φωτός υπάρχει ένας άλλος δεσμός ανάμεσα στον Τεριάντ και τον Ελύτη: εκείνος που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει, παραφράζοντας έναν σπουδαίο άνθρωπο, μια συγκεκριμένη ιδέα για την Ελλάδα. Τακτικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Τεριάντ επιστρέφει στην Ελλάδα, στην Αθήνα και τη Μυτιλήνη. Ήταν προσκολλημένος στο σπίτι του και στον ελαιώνα της Βαρειάς. Εκεί συγκεντρώνει ολόκληρο το εκδοτικό του έργο. Ο Ελύτης μένει για μεγάλα διαστήματα στη Γαλλία και το Παρίσι, αλλά ως εξόριστος, που περιμένει να καταφέρει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Οι δυο τους μοιράζονται την αγάπη για την Ελλάδα, αρκετά απόμακρη από τον εθνικισμό. Έβλεπαν, πέρα από τη σύγχρονη Ελλάδα, την αιώνια Ελλάδα στην οποία άνηκαν ολοκληρωτικά. Η επιλογή της Γαλλίας και των γαλλικών σχετιζόταν με αυτή τη νοσταλγία.
Ο Ελύτης μιλούσε γαλλικά πριν μιλήσει ελληνικά. Ανάμεσα στα δεκαοχτώ και τα είκοσι πέντε του χρόνια γράφει ποίηση στα γαλλικά. Ο Τεριάντ έγραφε κι αυτός στα γαλλικά. Η δυσφορία τους απέναντι στην αγγλοσαξονική κυριαρχία έτσι εξηγείται. Και ο Τεριάντ θα μπορούσε να κάνει δικές του φράσεις του Ελύτη όπως «Η Ελλάδα είναι μια χειροπιαστή αίσθηση» ή «το να είσαι Έλληνας σημαίνει να νιώθεις και να αντιδράς με καθορισμένο τρόπο, τίποτα παραπάνω.» Και ακόμη: «η Ελλάδα, δεν την ψηλάφισα ποτέ, και όμως είναι μια αποθήκη μοναδικών εμπειριών, τέλεια τακτοποιημένων στα όνειρά μου».
Τον Ελύτη, χωρίς αμφιβολία, δεν θα τον ξένιζε καθόλου αυτό το κείμενο του Τεριάντ που χρονολογείται στο 1935: «Μια Ελλάδα βουκολική, δασοδίαιτη και αμυδρή, κατοικημένη από αρχιτεκτονικά ερείπια, από ξανθές ακρογιαλιές, από λαμπρές και ανοιχτές πόλεις, φάνηκε ξαφνικά στα μάτια του ταξιδευτή. Ο φανταστικός τόπος, η απατηλά ιδεαλιστική Ελλάδα, μέρος των ονείρων των σχολικών χρόνων, χάνεται στο βάθος της μνήμης της. Μια Ελλάδα παρούσα, αισθητή, και είτε θέλει κανείς να το πιστέψει είτε όχι, μια Ελλάδα πάντοτε η ίδια σαρκικά, αποκάλυπτε την παθητική της πραγματικότητα στη θέση της ίδιας της αφαιρετικής δομής της, φτιαγμένης από ένδοξα ονόματα και χαρτόνι».[11]
Ο Τεριάντ και ο Ελύτης μιλούσαν ελληνικά όταν ήταν μόνοι. Λίγα μόνο χρόνια τούς χώριζαν. Όμως μια πολύ βαθιά φιλία τούς ένωνε, ακόμη και αν, από σεμνότητα, δεν μιλούσαν καθόλου ο ένας στον άλλον. Ο Τεριάντ ήταν ο φίλος μεγάλων ζωγράφων εγκατεστημένων στη Γαλλία. Του παρουσίαζε τον ένα μετά τον άλλον όλους τους ζωγράφους που ήταν κοντά του. Όπως για τον Σαγκάλ, για τον οποίο ο Ελύτης λέει πως ήταν εκείνος που γνώριζε καλύτερα την ποίηση. Μαζί θα μιλήσουν για τους Ρώσους ποιητές. Ο Ελύτης μάς είπε ότι το έκανε «εκ βαθέων». Όπως επίσης για τον Φερνάν Λεζέ, για τον Αλμπέρτο Τζακομέττι που θα γνωρίσει αμέσως μόλις φτάσει στο Παρίσι, το 1948, και του οποίου τη σπουδαιότητα θεωρεί ότι δεν είχε καταλάβει αμέσως, για τον Ανρί Λωράνς που αγαπούσε την Ελλάδα και τους Έλληνες.
Όμως ποια σχέση μπορεί να βρει κανείς ανάμεσα σε αυτούς τους καλλιτέχνες; Σε σχέση με αυτό, ο Ελύτης είναι ξεκάθαρος. Η ζωγραφική που αγαπά ξεκινά τη μινωική εποχή στην Κρήτη, στις Μυκήνες και τη Σαντορίνη. Αυτή η μνημειακή ζωγραφική συγγένευε με την αιγυπτιακή ζωγραφική, που θαυμάζει εξίσου. Μετά, η ζωγραφική της αρχαϊκής Ελλάδας και στην Αίγυπτο τα πορτρέτα φαγιούμ, η ετρουσκική τέχνη των ναών. Πιο αργά, οι καλλιτέχνες πριν την Αναγέννηση: ο Πιέρο ντελα Φραντσέσκα, ο Πάολο Ουτσέλο, ο Φρα Ατζέλικο.
Οδυσσέας Ελύτης: «Δεν λέω ότι στην Αναγέννηση δεν υπήρχαν σπουδαία πρότυπα. Μετά είναι η βυζαντινή ζωγραφική. Και, από εκεί, απευθείας, η μοντέρνα τέχνη ξεκινώντας από τους ιμπρεσιονιστές. Και οι ιμπρεσιονιστές με ενδιαφέρουν όταν ξεκινούν, όπως ο Σερά ή ο Σεζάν. Εκείνο που είναι κοινό σε όλους αυτούς τους ζωγράφους, είναι ότι δεν έχουν περιγραφική αίσθηση, δεν ενδιαφέρονται για τις διαστάσεις. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να είναι πιο μεγάλος από το σπίτι. Το χρώμα είναι πιο καθαρό και πιο έντονο. Δεν βάζουν ποτέ ένα ουδέτερο φόντο. Ή καλύτερα, οι μορφές ξεχωρίζουν από ένα φωτεινό φόντο. Οι μορφές δεν μπλέκονται η μια με την άλλη. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι κοινά σε όλα τα έργα που απαριθμώ. Και είναι αυτή η πλευρά που μου αρέσει και με κάνει να πιστεύω πως αυτές είναι οι πιο υψηλές στιγμές της ζωγραφικής. Σήμερα, φοβάμαι πως δεν υπάρχει τίποτα το καινούριο. Υπάρχει μια γενική κρίση, και πολύ πιο βαθιά στην ποίηση. Ποτέ στην Ευρώπη το επίπεδο δεν ήταν τόσο χαμηλό. Παραμελήσαμε τη λογική και τη φύση. Αλλά λείπει η αίσθηση των πραγμάτων, το γούστο. Η γεύση. Αυτό είναι που άρεσε στον Τεριάντ. Ένιωθε τη ζωγραφική σαν να την έτρωγε. Όλα τα ποιήματα που βλέπω είναι πνευματικά αντικείμενα. Δεν βλέπουμε τίποτα. Η ποίηση θα εξαφανιστεί. Η ποίηση ως τρόπος του να αισθάνεσαι τον κόσμο δεν μπορεί να εξαφανιστεί, όμως θα βρει ίσως άλλα μέσα; Με άλλα λόγια, σε όλες τις τέχνες υπάρχει ποίηση. Η οικονομική εξέλιξη αλλάζει τον τρόπο σύλληψης του κόσμου. Κάνει το μυστήριο της ζωής να υποχωρήσει. Οι νέοι άνθρωποι γοητεύονται από τους υπολογιστές και όχι από τα βιβλία ποίησης. Δεν συμβαίνει αυτό ακόμα εντελώς στην Ελλάδα, αλλά θα έρθει κι εδώ στο μέτρο που βγαίνουμε από την υπανάπτυξη. Η μόνη παρηγοριά μου είναι εκείνοι οι νέοι Έλληνες που μου γράφουν και καταπιάνονται με μια ποίηση πραγμάτων πολύ δύσκολων που δεν μεταδίδουν την κριτική».
Μετά τον θάνατο του Τεριάντ, ο Ελύτης έγραψε ένα σύντομο κείμενο για τον φίλο του, κείμενο που διάβασε ένα απόγευμα στην Πινακοθήκη και που σχεδιάζει να εκδώσει τον επόμενο χρόνο σε μια συλλογή με κείμενα αισθητικής. Σε αυτό το κείμενο, ο Ελύτης περιγράφει τον Τεριάντ ως έναν σοφό που περνούσε ώρες καθισμένος πάνω στο ένα διπλωμένο πόδι του και μετά στο άλλο, και «έμενε ώρες για να αλλάξει τη θέση κάποιας εικόνας σε μία σελίδα». Αυτό ήταν έργο μεγάλης υπομονής και μόνο κάποιος σαν τον Τεριάντ μπορούσε να το κάνει πράξη. Διέθετε ένα πολύ ακριβές γούστο και αυτό το γούστο είναι επίσης ένα μυστήριο – το λέω για εμένα τον ίδιο και τον Τεριάντ.