Πως τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί Και τόσα γεγονότα απλά βιβλία Χωρίς την επινόηση νέας διάταξης στοιχείων Χωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία Σκίζοντας βίαια στα δυο το σάπιο μήλο Να επιστρέψουν τ’ άγια στους σκύλους, τα βρέφη στις μήτρες Κι όρθια η πράξη σαν αλεξικέραυνο. (Μανόλης Αναγνωστάκης, «Όταν αποχαιρέτησα…»).
Για την εμπειρίκια αίσθηση της γραφής
O Ανδρέας Εμπειρίκος, ο συγγραφέας του Μεγάλου Ανατολικού, ο ποιητής της Οκτάνας, έτεινε στη νοηματοδότηση ενός λόγου που εμπρόθετα επανεπινοούσε τα «σημεία των καιρών», την ίδια την ιστορία ως σημαίνουσα «raison d' etre» («λόγος ύπαρξης») ενός εκάστου, συναρθρώνοντας την αποκαλυπτική ερωτική μαρτυρία ως ίδιον στοιχείο της ανθρωπινότητας και προϋπόθεση χειραφέτησης με την περιεχομενική και εγκλητική μεσσιανικότητα η οποία και, συνδιαλεγόμενη με τους όρους του Λακανικού «ομιλούντος ασυνείδητου»,[1] αναφέρει και προσδιορίζει πόθους κόσμου, την τελετουργία ή τις τελετουργίες φωνών και σωμάτων που δεν επιθυμούν παρά την ανύψωση, την γείωση σε ένα γίγνεσθαι όπου η ευφορία συναντάται με την ιστορία.
Η Εμπειρίκια λογοθετικότητα[2] δύναται να διαπεράσει τις εκφάνσεις μίας «πεζής» θεώρησης της ιστορικότητας,[3] συντίθεται από τις διαρκείς αναγνωρίσεις σωμάτων που εκθέτουν τις σωρευτικές πτώσεις στα περιβάλλοντα μίας «ηδονής» η οποία και διαρκεί ως επιγενόμενη δυνατότητα μετάβασης σε έναν άλλο κόσμο.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, βίωσε το «Μέγα Τραύμα[4] της Ιστορίας»,[5] που, όπως τονίζει ο Σάββας Μιχαήλ στην εμβριθή μελέτη του για τον Μεγάλο Ανατολικό, δίχως «να καταδεχθεί καταπραϋντικά»,[6] μετουσιώνοντας το «τραύμα» της σύλληψής του στα Κρώρα από τις δυνάμεις της ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα), στα 1945, σε παρουσία εντός μιας ιστορίας η οποία και «προδίδει τα μυστικά» της: την σύγκρουση και το αίμα, την παρότρυνση και την επιθυμία του «θριάμβου», στο σημείο όπου η σύλληψη του, από την ελυτική αναλυτική, εννοιολογείται ως «ασύγγνωστη τιμωρία».
Ο συγγραφέας «τιμωρήθηκε για τα αμαρτήματα που σήκωνε μόνο και μόνο εξαιτίας του οικογενειακού του επωνύμου»,[7] εγγράφοντας την ευρύτητα και το βάρος της «μυθευτικής» πατριαρχίας και του πατρικού επωνύμου ως ιστορική, κοινωνική «ρίζα» και «πηγή του κακού», «ενσαρκώνοντας» την ζώσα αντίφαση-αντινομία μεταξύ της Αντίστασης και των πρακτικών της και των ειδικών της συμπυκνώσεων, μεταξύ του «έχειν» και του «ενεργείν» ολικά, του ονόματος και του «ψιθύρου» του: «είσαι αντανάκλαση και συνέχεια», υποκείμενο «προγραφής», όνομα υπό το όνομα και για αυτόν τον λόγο όνομα, υπό το πρίσμα ενός εμπρόθετου «αντι-ελιτισμού» και «αντι-αστισμού».
Μέσω αυτού, επιδιώκει να διαπραχθεί η ιδιαίτερη «πατροκτονία», η φόνευση της επωνυμίας, της ιστορίας που ωσάν «φαλλός»[8] διαπερνά την ιστορία, του αίματος που μετασχηματίζεται σε απορία: «τι είσαι εάν όχι το στίγμα του πατέρα σου;».
Βιώνοντας και προσλαμβάνοντας, ο συγγραφέας επικοινωνεί με τις ζώσες και τρέχουσες αντιφάσεις που προσδιορίζουν εννοιολογικά και αξιο-θεμελιωτικά το έργο του, αναδεικνύει πρόσωπα και υποκείμενα που προσιδιάζουν σε μία πληθυντική «δυναμολογία» που δεν σχετικοποιεί αλλά «εγκαθιδρύει» την εγκάρσια τομή, αναφέροντας τα σημαινόμενα του ευρύτερου έργου του ως Σφίγγες
που διερωτούν για την οριακότητα της απόρριψης, ως διάσπαρτες ως πανταχόθεν «ερείπια» που αφήνουν το αίμα και το όραμα (την καρουζική «οπτασία») να διαρρεύσουν, αποδίδοντας στο σώμα χαρακτηριστικά ενός υπερβατολογικού εγχειρήματος, και, προχωρώντας σε μία ανακατασκευή της ιστορίας υπό το πλαίσιο της αίσθησης του «συμμετρικά δοσμένου».
Εντός των συνδηλώσεων του έργου του, διακρατούνται στοιχεία μίας ερωτικής άνθησης, της εμπλόκισης της ετερογενούς ιστορίας ακριβώς την στιγμή ανάδυσης της «διάλειψης: η ιστορία ως εικόνα», η εμπλόκιση ως ερωτισμός του «ανοίκειου» και ως η «ανάγκη των νέων Παραδείσων»,[9] εκεί όπου τα υποκείμενα συναντούν ίχνη: την γλώσσα που εκπληρώνεται ή δύναται να εκπληρωθεί στην «έλλειψη» του «άλλου», στις συνηχήσεις ενός άγριου και φονευτικού «Νόμου», με τον Νίτσε να συναντά τον Τολστόι,[10] τον Φρόυντ να συναντά τον Μαρξ.[11]
Στα εμπειρίκια συμφραζόμενα το «εσύ» παραμένει ανοιχτό, με τον ποιητή να αναγράφει πως «οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη».[12] Στην οικουμένη που δύναται να εγγράψει «ασυγκράτητες» πνοές, τις μεσσιανικές «Οκτάνες» του καθημερινού ίμερου, την σωματικοποίηση του οράματος εκεί όπου δεν ενυπάρχει όραμα, την επέλευση της θυσίας, την εμπρόθετη «αγγελολογία» (ανθρώπινα κινούμενη) ως «άρατε πύλας», διότι «Οκτάνα θα πει ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο, κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα».[13]
Στη λογοθετικό πράττειν[14] του Ανδρέα Εμπειρίκου, συνυφαίνονται, κατά τον Σάββα Μιχαήλ, «η σωτήρια ερωτική Έξοδος από τη φαραωνική γη της δουλείας, η άρνηση της κοινωνικής της επιτήρησης και της τιμωρίας, της πειθαρχίας και του ελέγχου».[15]
Η ιδιαίτερη «σωτηριολογία» του βρίσκεται στη σύζευξη του «εδώ» με το «πέραν», στην πληθυντικότητα που παράγει και αναπαράγει πληθυντικότητες, στην ένωση των αντιθέτων, στην άρθρωση του «παρείσακτου», στην παρουσία του τραύματος που χάσκει, και που, καθιστάμενο σημαίνον και παράλληλα σημαινόμενο, «οραματίζεται» επί της ιστορίας για την ιστορία, δομώντας έναν «Μεσσία» που ενέχει πολλά ονόματα, δίκην συναρμογών και εκρήξεων. Έως ότου το έσχατο καταστεί πρώτο.
Η εμπειρίκια, ιστορική αίσθηση της Δικαιοσύνης
συνίσταται από εντάσεις, διαρκώς παύει και καταφθάνει εντός των συγκλονισμών της ιστορίας, αποκαλύπτοντας τις δικές της θελκτικές μορφές και αναφορές που αξιώνουν μία απελευθέρωση μοναδική και συνάμα απερίσταλτη. Και που βρίσκεται αυτή η Δικαιοσύνη; Στο ενδεχόμενο του έρωτα; Στη δυνατότητα διάρρηξης του Νόμου; Στη σύλληψη του καθολικού;
Το μείζον ζήτημα για τον Εμπειρίκο, καθίσταται η αναφορά του παρόντος και ως εμπρόθετη «ποιητικότητα», τελώντας εν σχέσει με τους όρους μίας ιστορίας ή ενός «πράττειν» το οποίο και επιτρέπει προεκβολές, φέροντας τον Μέγα Ανατολικό[16] ενώπιον των κατευθύνσεων του: ποιος δύναται να είναι ο πρώτος και ποιος ο τελευταίος σταθμός; Ποιος ο κανόνας που συνέχει «αιμάσσουσες» εξουσίες;
Υπό αυτή την έννοια, ο συγγραφέας και ποιητής φανερώνει, επιστρατεύει υποκείμενα που διεκδικούν και ζουν πέραν της «γραμματικής» ηθικολογίας, δομεί την «Οκτάνα» που χωρεί περισσότερο από την μέθεξη του ονείρου, λειτουργώντας όπως οι κλόουν στην ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου που φέρει τον τίτλο Το Τερατώδες Αριστούργημα: «Όσο για τους κλόουν αυτό είταν μια άλλη ιστορία μετά το νούμερο τους κάθονταν στο πίσω μέρος της τεράστιας τέντας βγάζαν την προπετή ή καμπουρωτή τους μύτη από πλαστελίνη κι έδειχναν στο γαλάζιο γλόμπο τ' όμορφο πραγματικό προφίλ τους με τη λύπη της Αριάδνης».[17]
- Για μία αναφορά στη λακανική έννοια του «ομιλούντος ασυνείδητου», βλ. Τάσος Πατρώνης, «Μαθηματικά & ποιητική του κοινωνικού χωροχρόνου: έξι + μία διαφορετικές γραφές με λειτουργικά κοινά σημεία», περ. Οδός Πανός, τχ. 180, Οκτ.-Δεκ. 2018, σ. 64.
- Η γραφή δύναται να λειτουργήσει τραυματικά, όσο και δυνάμει απελευθερωτικά.
- Ενώπιον μίας πραγμολογικής, διαλεκτικής διάρρηξης και μίας έκθετης «απροσδιοριστίας» εντός ιστορίας και ιστορικού χρόνου, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, επισημαίνει: «Μια ‘μη σπιριτουαλιστική’ διαλεκτική πρέπει να είναι επίσης ‘μη υλιστική’ διαλεκτική, με την έννοια ότι αρνείται να θέσει ένα απόλυτο Είναι, είτε ως πνεύμα, είτε ως ύλη, είτε ως ήδη de iure δεδομένη ολότητα των δυνατών καθορισμών. Πρέπει να εξαλείψει το κλείσιμο και την ολοκλήρωση, να απωθήσει το συμπληρωμένο σύστημα του κόσμου. Πρέπει να παραμερίσει την ορθολογιστική αυταπάτη, να αποδεχθεί σοβαρά την ιδέα ότι υπάρχει άπειρο και απροσδιόριστο, να παραδεχθεί, χωρίς εντούτοις να εγκαταλείψει τις προσπάθειες, ότι κάθε ορθολογικός καθορισμός αφήνει ένα μη καθορισμένο και μη ορθολογικό κατάλοιπο, ότι αυτό το κατάλοιπο είναι εξίσου ουσιώδες με ό,τι αναλύθηκε, ότι αναγκαιότητα και ενδεχομενικότητα συνυφαίνονται συνεχώς, ότι η ‘φύση’, έξω από μας και μέσα μας, είναι πάντοτε κάτι άλλο και κάτι περισσότερο από αυτό που η συνείδηση κατασκευάζει ως φύση και ότι όλα αυτά δεν ισχύουν μόνο για το ‘αντικείμενο’ αλλά και για το ‘υποκείμενο’, και όχι μόνο για το ‘εμπειρικό’ αλλά και για το ‘υπερβασιακό’ υποκείμενο, αφού κάθε υπερβασιακή νομοθεσία της συνείδησης προϋποθέτει το ξερό γεγονός ό,τι στον κόσμο υπάρχει συνείδηση (τάξη και αταξία, συλληπτό κι ανεξάντλητο) – γεγονός που η συνείδηση δεν μπορεί να παραγάγει η ίδια, ούτε πραγματικά ούτε συμβολικά». Βλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μτφρ. Γ. Σπαντιδάκη, Σ. Χαλικιάς, Κ. Σπαντιδάκης, Κέδρος 1978, σσ. 83-84.
- Το «τραύμα» στον Ανδρέα Εμπειρίκο, καθίσταται ανεστραμμένη ιστορία, ήτοι βιώνεται την στιγμή της συγκρότησης της, θέτοντας ενώπιον του τα ‘πυρίκαυστα’ πεδία της διάσχισης η οποία και δεικνύει στρεβλωτικές τομές και πρακτικές.
- Βλ. Σάββας Μιχαήλ, Πλους και κατάπλους του ‘Μεγάλου Ανατολικού’, Άγρα 1996, σ. 22.
- Βλ. Σ. Μιχαήλ, ό.π.
- Βλ. Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Ύψιλον 1980, σ. 66.
- Σε ένα από τα πλέον ερωτικά σκαριφήματα της ελληνικής λογοτεχνίας, στο «Πολλές φορές την νύκτα», οι παλινδρομικές, επιταχυνόμενες και επιβραδυνόμενες ερωτικές κινήσεις, ο θηλυκός αυνανισμός και η πράξη του στοματικού έρωτα στον οποίο προβαίνει μία νεαρή κοπέλα σε έναν ενήλικο άνδρα, επιφέρουν τις διαστάσεις και τους «σπασμούς» της εμπειρίκιας, προσίδιας έννοιας της «δικαιοσύνης», «ενσαρκώνουν» την πλήρωση του χρόνου πέραν της φοβερής «ερημίας του πλήθους» (Μανόλης Αναγνωστάκης), κινούμενες προς την αίσθηση και το «συμβάν» της έκρηξης: της εκσπερμάτωσης ωσάν εκ νέου «γέννησης» του γίγνεσθαι, «κλίμακα του απείρου», για να εστιάσουμε στην μαθηματική θεωρία του George Cantor, φέροντας την ίδια την κίνηση, την έκρηξη, ως εκβολή πλέον του δοτικού. Επρόκειτο για μία άλλη αποκοπή από τον «ομφάλιο λώρο», για τις διασταυρώσεις που τείνοντας προς το εμπειρίκιο «άπειρο», διακρατούν την ανατομία ως μομφή και τα ενστικτωδώς αναγραμμένα ονόματα: θυσία και παράλληλα η αισθητική ανάδυσης και ακρόασης των ελυτικών «ερωτικών θαυμάτων». Βλ. σχετικά, Ανδρέας Εμπειρίκος, «Πολλές φορές την νύκτα», από τη συλλογή Οκτάνα’, Ίκαρος 1980, σσ. 49-61.
- Βλ. Ανδρέας Εμπειρίκος, «Οι Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι», από την Οκτάνα, ό.π., σ. 38.
- Στον Λεβ Νικολάγιεβιτς Τολστόι (που παραμένει άνθρωπος και «Θεός» δίχως «βωμούς» λατρείας), στον συγγραφέα της «λεπτής» δραματοποίησης, η εμπειρίκια γραφή αποδίδει χαρακτηριστικά λογοτεχνικού και καθολικού «σύμπαντος» που, εκφέροντας τους όρους της ζωτικότητας της λογοτεχνίας, στέκει στο βάθρο, με προμηθεϊκά χαρακτηριστικά, της προσφοράς και του «δώρου», προσφέροντας ένα φιλοσοφικό κοσμοσύστημα, όντας «πατήρ» δημιουργίας, φως και λάμψη που τείνει στη διασπορά της γνώσης για αυτό που παραμένει «αθέατο», της γλώσσας που ασκείται ως «αυταξία», ένας «κόσμος» που «εδαφοποιείται» στην περιεχομενικότητα των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του. Ο τολστοϊκός «βιόκοσμος» για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, σπεύδει ενώπιον του Νόμου, ως ίδιος Πλάτων Καρατάγιεφ της «ενσάρκωσης» του ρωσικού πνεύματος προ της καταστροφής και της απώλειας, της παραθέτοντας πρόσημα προνοιακής εστίασης: ποιοι είναι αυτοί που μένουν πίσω; Είναι δε χαρακτηριστιή η έμφαση που αποδίδει σε κάθε ένα πρόθημα που χρησιμοποιεί, που παράγουν δυνατότητες και μεγιστοποιούν το ευρύτερο επι-γενόμενο «πράττειν» ενός συγγραφέα-‘Προμηθέα’ που δεν «χαλιναγωγεί» παρά ασκείται στο «παίγνιο» με το μη-διακριτικό, με το κοινωνιο-ιστορικό, με την ίδια «δαιμονολογία»: «Ο Λέων Τολστόι, κόσμος και ήλιος θερμουργός, πατήρ θεών και ανθρώπων». Βλ. «Οι Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι», ό.π., σελ. 37.
- Βλ. Ανδρέας Εμπειρίκος, «Οι Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι», από την Οκτάνα, ό.π., σ. 37. Το αμάλγαμα των εμπειρίκιων «αγίων» προσδίδουν ειδολογικές εκφάνσεις στο όραμα ή στα οράματα του ποιητή.
- Αναφέρεται από τον Σ. Μιχαήλ, «Ανδρέας Εμπειρίκος, ‘Ένα αίνιγμα που αναβλύζει καθάριο», στο Σάββας Μιχαήλ (επιμ.), «Homo Poeticus», Άγρα 2007, σ. 203.
- Βλ. Ανδρέας Εμπειρίκος, «Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα», από την συλλογή Οκτάνα, ό.π., σ. 79. Η «Οκτάνα» αποτελεί «τόπο» συνύφανσης της ιδέας με το όραμα, προσδιορισμού της ιστορίας στην «φαντασμαγορία» της ακρόασης: «Οκτάνα θα πει αγάπη».
- Στο χώρο της πόλης, στην Αθήνα του διάστικτου θέρους και των υψηλών θερμοκρασιών, το όραμα «αφενός μεν ενσαρκώνεται», λαμβάνει «σάρκα και οστά», αφετέρου δε «εξαϋλώνεται» στα εξ ων συνετέθη, συνεπεία του καύσωνα που δομεί την δική του «ιδιονομοτέλεια», θέτοντας τον ποιητή και διαβάτη Εμπειρίκο ενώπιον της ιστορικής παραδοχής, εκεί όπου «ο φόβος του θανάτου» καθίσταται έναυσμα ζωής, παροιμιώδης «σπείρα» που, σε αυτό το πλαίσιο, συμπυκνώνει το οτιδήποτε ελληνικό («σε έναν λαό αυτοκαταστροφικό που συγκροτείται ενάντια στον εαυτό του», που «αρέσκεται στο θέαμα του», όπως τονίζει ο Γιώργος Βέλτσος), ή ελληνικά τραγικό, μία ζεστή ημέρα του θέρους στην Αθήνα, υπό το πρίσμα της οριακής «μεταφοράς»: ο «φόβος του θανάτου» ως μείζονα προϋπόθεση ζωής, δημιουργικός οίστρος, κίνηση προς το φως, εντός της και των επιρροών του «φόβου του θανάτου» που χάνεται για να επιστρέψει εκ νέου. Ο καύσωνας επιτείνει και διευκολύνει την έκφραση ενός ‘πυρετικού’ στοχασμού, εν μέσω κηδείας, εν μέσω θανατικής εγγραφής: η ζωή ως μετάβαση στη ζωή. Το φως και το όραμα ως ζωή. Ποιος και ποιοι αξιώνουν την ζωή; Ο οίστρος, ο κινησιολογικός οίστρος ως ερωτική τομή και χορευτική αποτύπωση, δεν αποδιώχνει παρά αναγνωρίζει, λειτουργώντας στο μέσον της μεταβολής, εκφράζοντας την παρόρμηση και την περιεχομενικότητα ενός βίου, βίου ελληνικού (το χεγκελιανό «ελεύθερο πνεύμα» της Ελλάδας), και οικουμενικού, που με αντεστραμμένα πρόσημα, επανεφευρίσκει την ζωή: οίστρος και ζωτικότητα, ζωτικότητα και Ελλάδα, η γλώσσα ως διαρκές Canto, το φως ως «δόξα πανανθρώπινη». «Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξει τέτοιο φως! Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνει μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που, πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». Βλ. Ανδρέας Εμπειρίκος, «Εις την οδόν των Φιλελλήνων», από την Οκτάνα, ό.π., σσ. 10-11.
- Σάββας Μιχαήλ, «Ανδρέας Εμπειρίκος, ‘Ένα αίνιγμα που αναβλύζει καθάριο», ό.π., σ. 203. Η ελληνικότητα σημασιοδοτείται ως βαθιά ενσυναίσθηση, επιτρέποντας την επενέργεια του σχεσιακού, του οριακά και μη ορατού, μία ημέρα στην Αθήνα, «εις την οδόν των Φιλελλήνων».
- Ο Μέγας Ανατολικός δύναται να αναγνωσθεί και ως το περίγραμμα ενός «ασύνορου» γίγνεσθαι, ανθρωπογεωγραφία ενός «καθαρτήριου» ερωτισμού, παραμόρφωση του θεωρούμενου «κανονικού», μία επιτέλεση ζωτική που παραπέμπει σε «λειτουργία» δίχως αναθέσεις. Ο έρωτας και ο σεξουαλικός ερωτισμός προσλαμβάνουν την δεσπόζουσα θέση, προσφέροντας τον άρτο της προστακτικής ένωσης, τις ανθρώπινες αξιογενέσεις του «άξια αγνώστου», συμπυκνώνοντας τους όρους της καθολικότητας του: το «έαρ το γλυκύ και ο παντοκράτωρ Έρως». Βλ. σχετικά, Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Μέρος δεύτερον, τόμος Α’, σ. 194.
- Βλ. Γιάννης Ρίτσος, Το Τερατώδες Αριστούργημα/ Απομνημονεύματα ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα, Κέδρος 1998, σσ. 400-401.