1989-2018: τριάντα χρόνια, δέκα συλλογές διηγημάτων (δεν υπολογίζω το Λεωφορείο. 19 στάσεις του 2018 που αποτελεί μάλλον ένα σπονδυλωτό αυτοβιογραφικό αφήγημα) και 204 διηγήματα. Πόσο ίδια και πόσο διαφορετικά; Πόσο σταθερά σκαμπαρδώνεια και πόσο κλιμακωτά αναμορφούμενα μέσα στον χρόνο; Ποιοι άξονες εντέλει τα διατρέχουν, ώστε κάθε συλλογή να φωνάζει την ποιότητά της;
Είναι διαπιστωμένο ότι ο τόπος που κυριαρχεί στα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη, τα θέματα που έρχονται και ξανάρχονται και οι χαρακτήρες που αποτελούν το κέντρο τους συστήνουν ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό και θεματικό σύμπαν. Η μεταπολεμική και σύγχρονη Θεσσαλονίκη (κι ευρύτερα η Βόρεια Ελλάδα) είναι ο χρονότοπος όπου βιώματα και παρατηρήσεις, δρόμοι και μαγαζιά, γωνίες και στέκια συναποτελούν το σκηνικό μέσα στο οποίο σαν σε παλίμψηστο συγκερνώνται το Βυζάντιο και η νεότερη Ελλάδα, η Ανατολή και η Δύση, η μακεδονική επικράτεια και τα Βαλκάνια.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εμφανίζονται συχνά τα θρησκευτικά μοτίβα, όχι τόσο ως ένδειξη ευλάβειας και κατάνυξης όσο ως πολιτισμικοί δείκτες, που απηχούν το Άγιο Όρος, καταδεικνύουν τη θρησκευτικότητα της πόλης και φέρνουν στο προσκήνιο χαρακτήρες που εκπορεύονται ή βλέπουν ως αναφορά την Εκκλησία. Στο «Πάτερ Λουκάς ο ελάχιστος» (1989) η ταπεινότητα εμφανίζεται ως ύψιστη αρετή, ενώ η μοναστική ζωή, και γενικότερα η θρησκευτική, δεν είναι ξερός τύπος αλλά γεμάτη με τις απλές χαρές, που δεν αντιφάσκουν με τη βαθιά πίστη («“Adidas” με αερόσολα», 1996).
Τα πρόσωπα του θεσσαλονικιού συγγραφέα είναι όντως αυτά που μένουν ανεξίτηλα, τόσο καθημερινά όσο και ιδιαίτερα, τόσο μικροαστικά και μεσοαστικά όσο και λοξά, τόσο γειωμένα όσο και φευγάτα. Τα περισσότερα διηγήματα περιστρέφονται γύρω από ένα τέτοιο ήρωα ή αντιήρωα, που με τη γρήγορη παρουσία του ορίζει τον χώρο, τον κανόνα και την παρέκκλιση, το φυσιολογικό από το αλλόκοτο. Ο φαναρτζής παππούς προσαρμόζει δυναμό στο του καρότσι του εγγονιού («Το δυναμό», 1990), ο πολύ συγκινητικός πρωταγωνιστής στο «Από μια κλωστή» (1992), που θα ήθελε να πετούσε χαρταετό αν είχε γιο, που δεν έχει, ή κυρία Ντεσεβώ στο ομώνυμο διήγημα (2011) που φιλοξενεί στο αμάξι της εδώ και 27 χρόνια έναν φίκο!
Δίπλα στους ανθρώπους ο Σκαμπαρδώνης στήνει μια ολόκληρη σειρά ζωικών παρουσιών, καθώς ζώα της στεριάς ή της θάλασσας συμπρωταγωνιστούν σε μια φυσική συμβίωση με τα μέλη της κοινωνίας. Και μαζί με τα ζώα και τον υπόλοιπο θίασο της φύσης, η θάλασσα αναδεικνύεται σε πραγματική αγάπη, ως σκηνικό, ως κίνδυνο και ως πρόκληση, ως περιπέτεια και ως μαγεία. Από τον σκύλο της αερολέσχης που έφυγε αλλά βρήκε τον τρόπο να ξαναγυρίσει («Ο Σποκ της Αερολέσχης», 2011) έως τον πελεκάνο που κεντούσε την πλευρά του για να ταΐσει με αίμα τα μικρά του («Ώσπερ πελεκάν», 2014) κι από τη γάτα που έκανε παράτολμα πηδήματα στον δρόμο κάθε φορά που περνούσε αυτοκίνητο για να συλλάβει έντομα στον αέρα, ώσπου σκοτώνεται («Η Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει», 1992) μέχρι τις «Μεθυσμένες πέστροφες» (2017) που ήπιαν κρασί.
Σε αντίστιξη με τη φύση και την άπλετη επικράτειά της οι ήρωες του Σκαμπαρδώνη αρέσκονται στις μηχανές, τα αεροπλάνα ή τα αυτοκίνητα, τα ποδήλατα και άλλα επιτεύγματα της τεχνολογίας, την οποία εκθειάζουν σαν άλλοι φουτουριστές του 21ου αιώνα. Από τις κόντρες μεταξύ που έκαναν τα Μιραφιόρι και τα Μάντα στην Εθνική της Θεσσαλονίκης («Οι Μαντάδες», 1992) μέχρι τον ήρωα στο «Αιέν Υψικρατείν» (2009), ο οποίος λόγω του φόβου του για τα αεροπλάνα αποφασίζει να πάει με το αυτοκίνητο στην Αθήνα, αλλά μια έλικα στην αντιπροσωπεία τον πείθει τελικά να πετάξει.
Θα έλεγα τέλος ότι, ενώ τα κείμενά του αφορμώνται από αυτοβιογραφικά στοιχεία, δεν γίνονται συχνά αυτοαναφορικά, δεν αναλύουν δηλαδή την ίδια τη διαδικασία της γραφής. Όμως δεν λείπουν εντελώς τέτοιες αναφορές, αφού κάνουν σποραδικά την παρουσία τους διηγήματα που μιλάνε για την επαναστατική φύση της ποίησης ή τη γοητευτική πυκνότητα της διηγηματογραφίας. Και γενικότερα η έννοια της τέχνης, είτε μιλάμε για τη λογοτεχνία, είτε για τη μουσική, είτε ακόμα και για την καμπανοποιία («Ο τελευταίος καμπανοποιός», 2009) προσφέρει ξεχωριστά διδάγματα, όταν συνδέεται ή αντιτίθεται στην πεζότητα της ζωής.
Όλα αυτά τα θέματα και τα επιμέρους μοτίβα που ανέφερα παραπάνω συμπαρατίθενται σε ζευγάρια σε διαφορετικά διηγήματα. Το υγρό στοιχείο και τα μυστήριά του αποκαλύπτει τη μαγεία των υδρόβιων ζώων («Ο γουλιανός κοντά στην ακτή», 2009), η αγάπη για τα ζώα συμπορεύεται με την ερωτική έλξη («Η Μελτέμ και τα αλυσοπρίονα», 1998), ο έρωτας συναντά τη θρησκεία («Χερούλι ομπρέλας», 1992), ο μοναχισμός συναντά την κλασική μουσική («We will meet again», 2011) ή το ρεμπέτικο («Θανάτω θάνατον πατήσας», 2017), ο έρωτας απ’ την άλλη διεμβολίζει την Ιστορία («Η προτομή του Στάλιν», 2009), η Ιστορία έρχεται στο παρόν ως ανάμνηση και διασταυρώνεται με τα ζώα («Νυχτερίδα στο σακάκι», 2014), οι καμπύλες ενός αυτοκινήτου παραλληλίζονται με αυτές της κοπέλας («Έργο τέχνης», 2011), η τεχνολογία ζωντανεύει τη μεγαλειώδη πανίδα («Ολόγραμμα τράγου», 2017) κ.ά.
Όλα αυτά τα θέματα και τα επιμέρους μοτίβα τους, τα οποία επιπολάζουν στα περισσότερα από τα διηγήματα του Γ. Σκαμπαρδώνη, δεν συστήνουν απλώς έναν ιστό αράχνης που καλύπτει τη θεσσαλονικιώτικη ζωή, αλλά οργανώνουν ένα πλέγμα συνδέσεων, παραλληλισμών, αντιθέσεων και αντιστίξεων. Πολλά από τα κείμενα των δέκα συλλογών συγκροτούνται βάσει μιας διπολικής διασταύρωσης αξόνων, επιπέδων και θεμάτων που καταρχάς δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, αλλά στο σκαμπαρδώνειο χωνευτήρι λιώνουν σαν σε λογοτεχνικό καμίνι και φτιάχνουν ένα κράμα υψηλής αισθητικής και έντονης συγκρουσιακής συγκίνησης.
Μια πρώτη αντίθεση που διαπερνά πολλά διηγήματα είναι αυτή δύο φαινομενικά άσχετων και ουσιαστικά ασύμβατων δεδομένων, τα οποία ωστόσο συντήκονται σε ένα διά του κοντράστ ανοίκειο αμάλγαμα, ανοίκειο και γι’ αυτό λογοτεχνικά τελεσφόρο. Δύο στερεότυπα ίσως, που στο μυαλό του αναγνώστη δεν κολλάνε, μπορούν κάτω από την μπαγκέτα του συγγραφέα να προσαρμοστούν το ένα στο άλλο και να αλληλοαναιρεθούν. Ο φορτηγατζής που αντί να ακούει σκυλάδικα ή έστω Καζαντζίδη πορώνεται με την κλασική μουσική («Ο Τάκης ακούει Mendelssohn», 2009) ή ένας μαραμένος σαρανταπεντάρης ξανανιώνει σαν παίζει ποδόσφαιρο με τα παιδιά («Οι πέτρες-δοκάρια», 1989) ή, για να κλείσω τα ενδεικτικά παραδείγματα, μια λατέρνα κλείνεται στο ασανσέρ και γεμίζει την πολυκατοικία με μελωδίες («Λατέρνα στο ασανσέρ», 2014). Το υψηλό συναντά το χαμηλό, το σοβαρό το αστείο, το μουντό παρόν το νοσταλγικό παρελθόν και ούτω καθεξής.
Παράλληλα, η ζώνη του ρεαλισμού της καθημερινότητας διασταυρώνεται με το φανταστικό που υπονομεύει αυτήν την απτή πραγματικότητα. Οι περιγραφές του Γ. Σκαμπαρδώνη είναι τόσο αναλυτικές –όσο επιτρέπει βέβαια η μικρή φόρμα-, τόσο επίμονες στη λεπτομέρεια, ώστε να σκιαγραφηθεί πλήρως ο κόσμος του ήρωα. Με δύο τρόπους αναπαριστά εύγλωττα μπροστά στα μάτια του αναγνώστη ολόκληρη τη σκηνή που έχει στον νου: από τη μία επιμένει στις τεχνικές λεπτομέρειες, με όρους και ακριβείς λεπτομέρειες, με ειδικά ονόματα και χαρακτηριστικά, ειδικά όταν περιγράφει μηχανήματα (αυτοκίνητα, όπλα κλπ.), κι από την άλλη με έντονες κινητικές εικόνες αναπαριστά σχεδόν ποιητικά τις σκηνογραφίες του. Π.χ. στο «Ένα κοπαδάκι αθερίνες» (2017) ο αφηγητής δύτης σκιαγραφεί το κοπάδι με τις αθερίνες που κολυμπά μπροστά του άλλοτε ως μπαλέτο ή ως μικρή συμμορία κι άλλοτε ως «εκπαιδευμένος λόχος επιδείξεων» ή σαν σμήνος μικροσκοπικών καταδιωκτικών.
Και μέσα σ’ αυτήν την επίμονη αναπαράσταση εμφανίζεται αίφνης το ακραίο, το τυχαίο, το παράλογο, το ασύλληπτο, για να ναρκοθετήσει το πραγματικό και να δείξει ότι η ζωή δεν είναι μόνο η επιφάνεια που βλέπουμε, ή μάλλον ότι η ζωή είναι μεν πεζή αλλά μαζί υπέρλογη και απροσδόκητη. «Στη σκάλα του Μόλχο» (2014) λ.χ. ο αφηγητής έρχεται σε ονειρώδεις συναντήσεις με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.
Οι συσχετισμοί δύο πραγματικοτήτων δεν είναι πάντα αντιστικτικές, αλλά συχνά είναι παράλληλες και αναλογικές. Η μία πραγματικότητα συνυπάρχει με την άλλη σε μια αγαστή αν και απρόσμενη συναλληλία ή η μία παραπέμπει στην άλλη σε μια αόρατη αλλά αναγνωρίσιμη αντιστοίχιση. Στο διήγημα λ.χ. «Η εικόνα που μ’ έδερνε» (1989) ο αφηγητής παίζει μόνος του τάβλι, όπως ο μπαρμπα-Σωτήρης έκανε μόνος του λειτουργία σε ένα έρημο εκκλησάκι.
Η τέχνη του Γ. Σκαμπαρδώνη με λίγα λόγια μπορεί να συμπυκνωθεί στο δόγμα «λίγες σελίδες για δύο τεμνόμενα θέματα». Η αναγνωστική ματιά συνηθίζει το ένα και ξαφνικά, αλλά όχι άτοπα, περνάει στο άλλο, αναζητώντας τα κοινά σημεία, τα διαφορετικά πλαίσια, τις τομές και τις αντιστίξεις.
Διασταυρώσεις και αντιστίξεις: το μαγικό χωνευτήρι της διηγηματογραφίας του Γιώργου Σκαμπαρδώνη
Όλες οι ψηφίδες που αποτελούν τα διηγήματά του σε ένα πολυετές στην κατασκευή του ψηφιδωτό είναι διπλής στρώσεως, ώστε η εικόνα να έχει δεύτερα και τρίτα επίπεδα, τα οποία διασταυρώνονται, παραλληλίζονται ή αντιτίθενται …μαγικά.
Θα επιμείνω λίγο παραπάνω σε τρία διηγήματα, στα οποία αναδεικνύονται όλα όσα προηγουμένως ανέδειξα με τον καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, τρόπο: τα «Μύδια στο ανθοδοχείο» (1989), «Ο εισαγγελέας εν ομίχλη» (1992) και «Να τους διαβάσω ποιήματα» (2009).
Τα «Μύδια στο ανθοδοχείο» είναι το έβδομο διήγημα της πρώτης συλλογής του Σκαμπαρδώνη με τίτλο Μάτι φώσφορο, κουμάντο γερό (1989). Ο αφηγητής γυρίζει στο σπίτι του, αλλά, όταν επιχειρεί να παρκάρει, συναντά μια παρέα ψαράδες που τρώνε αχνιστά μύδια και πίνουν ούζο, κολλάει μ’ αυτούς και μεθυσμένος επιστρέφει στο άδειο σπίτι του, αφού έχει χωρίσει «οριστικά». Το διήγημα στηρίζεται σε διαδοχικές αντιθέσεις, άλλες από τις οποίες χάνουν σταδιακά την οξύτητά τους και μετατρέπονται σε ταιριαστές συζεύξεις κι άλλες τονίζουν εμφαντικά τους δύο πόλους.
Ο επαπειλούμενος καυγάς που φαινόταν να έρχεται όταν επιχείρησε να παρκάρει και δεν τον άφησαν μετεξελίσσεται σε μια εγκάρδια ουζοκατάνυξη, οι εχθρικοί ψαράδες γίνονται «οι μοναδικοί φίλοι που έχει», η βαριά ψυχική του κατάσταση, που δεν αποκαλύπτεται εξ αρχής, μεατρέπεται σε τρικούβερτο γλέντι, έστω κι αν στο τέλος μένει στον αναγνώστη η πίκρα της άδειας του ζωής (ένα δραματικό απρόοπτο αποκαλύπτει τον χωρισμό του αφηγητή και ανατινάσσει όλη την γλετζέδικη διάσταση του διηγήματος). Στο όλο χτίσιμο του διηγήματος καθοριστικό ρόλο παίζει η διπλή σημασία της λέξης «μύδια», που αφενός σημαίνει το γνωστό μαλάκιο που αποτελεί πολύ εύγεστη τροφή κι αφετέρου δηλώνει τα γυναικεία γεννητικά όργανα. Επομένως, η ευχή των ψαράδων «όλο μύδια να ’ναι σπαρμένος ο δρόμος σου» είναι τραγική ειρωνεία, γιατί ο αφηγητής μέσα του βιώνει τον οδυνηρό χωρισμό από τη γυναίκα του.
«Ο εισαγγελέας εν ομίχλη», που ανήκει στη συλλογή Η στενωπός των υφασμάτων (1992), αισθητοποιεί την αντίθεση ανάμεσα στο σοβαρό και επίσημο με το μύχιο και ανομολόγητο. Κι όντως μια σειρά από διηγήματα του Γ. Σκαμπαρδώνη (βλ. και το «Ο ποδηλάτης στρίβει ευθεία», 1996) πραγματεύονται την επιφάνεια που για πολλούς λόγους πρέπει να διέπεται από σοβαροφάνεια, επισημότητα και καθωσπρέπει αξιοπρέπεια, ενώ ο άνθρωπος χρειάζεται να σπάσει όλο αυτό το καλούπι με μικρές «σκανταλιές», που έχουν συναίσθημα και παλμό.
Στο συγκεκριμένο κείμενο ένας καλοντυμένος σεβάσμιος εισαγγελέας (ο τίτλος δηλωτικός του κύρους που απολαμβάνει μέσα στην κοινωνία) βαδίζει στην έντονη ομίχλη της Θεσσαλονίκης, ώσπου δελεάζεται από το μαλλί της γριάς που πουλά ένας μικροπωλητής. Παρόλο που δεν θέλει να χαλάσει την εικόνα «της αδέκαστης και άκαμπτης αυστηρότητας», αγοράζει μια τουλούπα μαλλί της γριάς και καταφεύγει σε μια σκοτεινή μεριά να το φάει! Στην ουσία «φοβάται τους γνωστούς, αναλογίζεται πόσο γελοίο θέαμα θα ’ναι ένας κουστουμαρισμένος, ατσαλάκωτος εισαγγελέας εφετών» να φέρεται σαν «ερωτευμένος και ντροπαλός έφηβος». Ο συγγραφέας κεντά στην περιγραφή της ομίχλης, με πολλές μικρές μεταφορές και παρομοιώσεις, για να δώσει ένα σκηνικό κατάλληλο για αποκρύψεις και καμουφλάζ. Είναι το μεταίχμιο ανάμεσα στην αποκαλυπτικότητα του φωτός, που φανερώνει τα πάντα, και στις εσώτερες επιθυμίες ακόμα κι ενός υψηλά ιστάμενου δικαστικού λειτουργού. Σ’ αυτό το κλίμα (με τη διπλή σημασία της λέξης), ο εισαγγελέας σαν παιδί που ήταν παλιά απολαμβάνει το γλύκισμα, καταλύοντας τους κανόνες που τον περιορίζουν.
Τέλος, το «Να τους διαβάσω ποιήματα» από το βιβλίο Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος (2009) φέρνει σε αντίστιξη τρεις ασύμβατους σε πρώτη ματιά άξονες: την ανθρώπινη αγριάδα, την ανθρώπινη επανάπαυση και την ποίηση. Ο μεγαλόσωμος Στέλιος παίρνει στο φορτηγό του τον ποιητή Γιάννη Υφαντή, για να τον μεταφέρει στον προορισμό του μέσα στο καταχείμωνο. Κι όταν περνάνε από ένα έρημο χιονισμένο χωριό, ο ποιητής εκφράζει την ανάγκη του να διαβάσει ποιήματα στους θαμώνες ενός καφενείου, επιθυμία που όντως πραγματοποιείται με την απειλή όπλου από τον θηριώδη κι εκφοβιστικό Στέλιο.
Η στερεοτυπική εικόνα του νταλικέρη, ο οποίος είναι εύσωμος, μυώδης, αξύριστος, «πανύψηλος, άγριος, άντρας-θηρίο, με μούτρα πιτ-μπουλ», κτηνώδης, «σκυλόμουτρο», σκοτεινός, αντιδιαστέλλεται από τον ισχνό ποιητή, που είναι κοντούλης, «σαν μικρό παιδί», αλλά και με τους ηλικιωμένους του καφενείου, που παρουσιάζονται μίζεροι να παίζουν χαρτιά ή τάβλι, παλιομόδιτες, αξύριστοι και ξερακιανοί. Η διπλή αντίθεση κάνει ακόμα πιο παράξενη τη θέση της ίδιας της ποίησης στη ζωή των σημερινών ανθρώπων, οι οποίοι είτε είναι χοντρόπετσοι για να την καταλάβουν, ή βολεμένοι στη μετριότητα για να την αποδεχτούν. Μόνη λύση, αψεία όσο και κωμική, είναι η διά του όπλου επιβολή της ανάγνωσης στίχων, που κρίνεται απαραίτητη για να πειθαρχήσουν οι αδιάφοροι.
Ο διηγηματογράφος παίζει έντεχνα με την αντίθεση ανάμεσα στο αναμενόμενο και στο απρόοπτο, το ορατό και το αόρατο, το επιφανειακό και το βαθύτερο. Έτσι, όλες οι ψηφίδες που αποτελούν τα διηγήματά του σε ένα πολυετές στην κατασκευή του ψηφιδωτό είναι διπλής στρώσεως, ώστε η εικόνα να έχει δεύτερα και τρίτα επίπεδα, τα οποία διασταυρώνονται, παραλληλίζονται ή αντιτίθενται …μαγικά. Μ’ αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται ο ανθρωπισμός του Γ. Σκαμπαρδώνη, η νοσταλγία ενός γνήσιου παρελθόντος, η αγάπη για τα ζώα («Το χρυσοσκάνδαλο “Saint Etienne”», 2017), η γενναιοδωρία της απεραντοσύνης της φύσης, η πίστη στον άνθρωπο και στις δυνάμεις του, τα συναισθήματα και η φωνή τους, η μαγεία της μουσικής, και γενικότερα το ανθρώπινο που υπάρχει κάτω από το πεζό καθημερινό.