Το διαμέρισμα ήταν ζεστό, τα έπιπλα γυαλισμένα όσο το παρκέ, πίνακες στους τοίχους, το πιάνο διακρινόταν στο διπλανό δωμάτιο. Ο συνθέτης καθόταν στην πολυθρόνα του, φορούσε κοστούμι και γραβάτα, η γυναίκα του είχε ετοιμάσει τσάι. Περίεργο μου φάνηκε ότι δίπλα στην τσαγιέρα, δίπλα στίς ολόλευκες κούπες του τσαγιού ήταν ένα ασημένιο κάνιστρο γεμάτο με μικρές σοκολάτες Νεστλέ. «Τις έφερα από την Ελβετία», είπε ο συνθέτης, «δοκιμάστε τις, έδωσα μια συναυλία στη Γενεύη». Σαν να ένιωθε άσχημα: τέτοιο προϊόν δεν υπήρχε στην αγορά, στους δρόμους οι κάτοικοι της Βαρσοβίας αγόραζαν μισό πορτοκάλι, μια στενή φέτα καρπούζι. «Ναι, δοκιμάστε τις», συμπλήρωσε η γυναίκα του, καλοντυμένη, όρθια πάνω από την τσαγιέρα, χαμογελαστή κάπως. Νομίζω πως μιλήσαμε για την Μουσική γενικώς, για το έργο του συνθέτη γενικότερα, κάπως φιλικά και κάπως αμήχανα μήπως η κουβέντα ξέφευγε προς κρίσεις και επιχειρηματολογίες, είχα λάβει την άδεια να ηχογραφήσω. Ανταλλάξαμε λοιπόν χειρονομίες και ευγένειες στα γαλλικά, θαυμασμούς για τους γίγαντες της μουσικής, επιτυχίες της σύγχρονης μουσικής τέχνης, προτιμήσεις για το ένα ή το άλλο είδος σύνθεσης, αφήσαμε το τσάι να κρυώσει, η γυναίκα του συνθέτη είχε καθίσει κάπως παράμερα με τα χέρια στα γόνατα, πρέπει να ένιωθε πως όλα έβαιναν καλώς.
Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο Εουροπέισκι. Η ξεναγός μας, επιλεγμένη από το Υπουργείο Πολιτισμού, μας παρακάλεσε να μην αποκαλύψουμε ότι θα ερχόταν να μας παραλάβει με το Fiat Polski της αργότερα από την επισήμως προκαθορισμένη πρωινή ώρα για να συνεχίσουμε το πρόγραμμα της επίσκεψης στο πλαίσιο των πολιτιστικών ανταλλαγών Πολωνίας- Ελλάδας. Θα σηκωνόταν αχάραγο να σταθεί στην ουρά για να αγοράσει μερικές σαρδέλες για την γάτα της. Μιλούσε χαμηλόφωνα, δάκρυζε.