Όλο το βιβλίο στοιχειώνουν δυο θάνατοι, «ανάμεσα στην απουσία και το κενό»: του παππού Νίκου Μαγκλίνη που δολοφονήθηκε πισώπλατα από την ΟΠΛΑ, τον Γενάρη του 1944 κοντά στο σπίτι του, στο Αγρίνιο, στα σαράντα πέντε του και τον έφεραν πάνω στην ξύλινη πόρτα, και του αδελφού της γιαγιάς Γιώργου Μπίλλιου που τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί στο Χαϊδάρι, τον Απρίλη του 1944, στα είκοσι επτά του. Σ’ αυτούς προστίθεται μεταγενέστερα, καθώς προχωρά η πλοκή, και ο θάνατος του Κώστα, γιου του Νίκου και πατέρα του αφηγητή. Η σκέψη και η γλώσσα «σου δίνουν το ελεύθερο να μετακινείσαι από τον ένα χρόνο στον άλλο σαν να ήταν τοπία, δωμάτια, αίθουσες, η μία πλάι στην άλλη. Η μία να καθρεφτίζει την άλλη: το βαρύ, ασήκωτο σώμα του νεκρού πατέρα [παππού] πάνω στην οριζοντιωμένη πόρτα στο Αγρίνιο του 1944, το βαρύ ασήκωτο σώμα του άρρωστου με καρκίνο πατέρα σε ένα δωμάτιο του ΓΝΑ του 2004, όπως γινόταν παλιά στα φωτογραφικά φιλμ – διπλοέκθεση» (σσ. 223-224). Αυτό το πτώμα πάνω στην ξεχαρβαλωμένη πόρτα όπως και «η μάσκα του οξυγόνου που θόλωνε ρυθμικά κάθε τόσο» από την ανάσα του άρρωστου πατέρα, αλλά και άλλες επαναλήψεις, με τη συνδετική τους δύναμη, έρχονται και ξανάρχονται στα γρανάζια της μνήμης.
Μέσα από οικογενειακά θαμμένα μυστικά και ψέμματα, από ερωτικά δράματα, φόνους, προδοσίες, αλλόκοτες συμπεριφορές, σκόρπιες εικόνες ή χειροπιαστές φωτογραφίες, και με τη συνδρομή από «τα χαμόγελα που διασώζει ο φακός ή τη βουβαμάρα που διασώζει η μνήμη», ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του Ηλία Μαγκλίνη ψάχνει το υπέδαφος της δικής του ζωής και αναζητά τα νήματα που τον δένουν με τους άλλους γύρω του και ρίχνουν φως στον δρόμο του προς την αυτογνωσία. Να επουλώσει το τραύμα επιδιώκει.
Τι ξέρουμε για τους ανθρώπους που αγαπάμε; Για τους ανθρώπους που μας γέννησαν; Πώς αναγνωρίζουμε τα γονιδιακά και αταβιστικά χαρακτηριστικά που μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη: Ο πατέρας Νίκος, «αυτός που γελάει» είναι ο χαρακτηρισμός του, βγάζει τη λουρίδα να τιμωρήσει τον «επαναστάτη» δεκατετράχρονο γιο του Κώστα∙ πολλά χρόνια μετά, την ίδια κίνηση κάνει και ο γιος για να απειλήσει το δικό του γιο στις παιδικές αταξίες. Γράφει ο εγγονός: «ουδέποτε με έπεισε για τη σκληρότητα που γύρευε να επιδείξει [ο πατέρας μου]. Δεν μπορούσε να την υποστηρίξει και απλώς επαναλάμβανε, ή πήγαινε να επαναλάβει, να μιμηθεί, την κίνηση που είχε κάνει κάποτε, ο δικός του πατέρας. Έστω ως μίμηση ή παρωδία, μια οικογενειακή χειρονομία είχε ταξιδέψει μέσα στο χρόνο, από τον άγνωστο παππού στον πατέρα και από αυτόν σ’ εμένα, από το σκοτεινό Αγρίνιο του 1943 στην ηλιόλουστη Γλυφάδα της δεκαετίας του ’70.» (σ. 92).
Η Ιστορία, από το μεσοπόλεμο, τη Μικρασιατική καταστροφή και το Διχασμό, μέχρι τη γερμανική κατοχή και τον Εμφύλιο, ακόμη και την ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο της Κορέας, υπόκειται σε όλο το μήκος της αφήγησης, περιλαμβάνει και περιβάλλει τις ατομικές μικροϊστορίες, αλλά και ζυμώνεται μέσα απ’ αυτές. Ιδιαίτερα, χωρίς ιδεολογικές ή συναισθηματικές αγκυλώσεις, ο συγγραφέας εστιάζει στο διχαστικό, παράλογο κλίμα του Εμφύλιου.
Ο χαρακτήρας του πατέρα είναι ό,τι προσπαθεί να εξιχνιάσει ο αφηγητής, ο πυρήνας της αναζήτησης, σ’ αυτόν επανέρχεται συχνά. Ένας άνθρωπος σιωπηλός, με «μπουκωμένο αίσθημα», «ο πατέρας μου, με τη σιωπή του, με την αφηρημάδα και τη λύπη του, με τον περίκλειστο εσωτερικό κόσμο που ήταν ο ψυχισμός του», που δεκαπέντε χρονών, όταν φέρανε τον δικό του πατέρα σκοτωμένον στο σπίτι, «πάνω σε μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα» τον έχρισε η μάνα του «άνδρα του σπιτιού», κάτι που ουδέποτε μπόρεσε να γίνει. Αυτός ο πατέρας που δεν ήξερε τι θα πει χάδι για τα παιδιά του. Ο πατέρας που ήταν απών στα ξεσπάσματα της οριακά καταθλιπτικής μάνας «ήσουν ιπτάμενος και τζέντλεμαν μόνον στα σαράντα χιλιάδες πόδια σε κάθετη βύθιση με το αεριωθούμενο πρώτης γενιάς αλλά κάτω στη γη, εδώ κάτω, μαζί της, μαζί μας, μπαμπά, ήσουν ένα τίποτα» διαλέγεται συχνά ο γιός του εις εαυτόν, στο βυθό της σκέψης. Και μετά, είναι ο ίδιος πατέρας, αυτός που επέλεξε να πετάει στους ουρανούς, ο οποίος βρίσκεται κατάκοιτος στο νοσοκομείο, «ευτραφής, μονόχνοτος, αφηρημένος», με ελλειμματική όραση και προβληματική ακοή. Ο ανήμπορος πατέρας που φοβάται «πως ένα χέρι θα έρθει μέσα στο σκοτάδι και θα τον αρπάξει». «Σήμερα όμως σκέφτομαι πως ό,τι του απόμεινε από τις πτήσεις στα κατοπινά, πεζά, γειωμένα χρόνια της ζωής του ως συζύγου και ως πατέρα ήταν αυτή η αφηρημάδα, το χάσιμο, το εσωτερικό ταξίδι εντέλει. Ήταν καλός στο να φεύγει, να αναχωρεί, να χάνεται, να πετάει. Όχι στο να κάνει συνδέσεις και επαφές. Ίσως κατά βάθος γι’ αυτό να έγινε ιπτάμενος» (σ. 245).
Στις σελίδες 239-240, σε ένα από τα πολλά ποιητικά ιντερμέδια του βιβλίου, συγκεφαλαιώνεται όλος ο πόνος του πατέρα, ο πόνος μιας ολόκληρης ζωής. Όλα εκείνα τα σημάδια των καιρών και των γεγονότων που καθόρισαν τη ζωή και το χαρακτήρα του και εκεί φωλιάζει η κατανόηση, η ενσυναίσθηση, η αποδοχή και η λύτρωση.
Ο θρήνος κορυφώνεται στην καταληκτική αποστροφή μέσα στο νεκροθάλαμο του Α΄ Νεκροταφείου και δίπλα στο σκεπασμένο με την ελληνική σημαία φέρετρο. Ο λυγμός βγαίνει πηγαία και λυτρωτικά από το στόμα του αφηγητή, σαν μυητικό μάντρα, ευεργετικό για το πνεύμα: «πατέρα μου, γλυκέ μου πατέρα» και συμπληρώνει ακαριαία η σκέψη: «έκπληκτος κατά βάθος, επειδή ουδέποτε τον αποκάλεσα "πατέρα” ενόσω ζούσε και οπωσδήποτε δεν του μίλησα ποτέ τόσο γλυκά όσο ήταν ζωντανός, όπως εκείνος ποτέ δεν μ’ αγκάλιασε».
Υποφωτισμένη είναι γενικώς η μορφή της μάνας. Ούτε καν στο γενεαλογικό δένδρο της αρχής δεν αναφέρεται. «Η μητέρα με έκανε να αναλύομαι σε λυγμούς με τα φοβερά ξεσπάσματά της και τις εκρήξεις οργής» λέει ο αφηγητής. «Αργότερα κατάλαβα ότι δεν ήταν μίσος, απελπισία ήταν, θλίψη και μοναξιά, εγκατάλειψη». Ο πατέρας απών στα ξεσπάσματα της μάνας.
Πέρα από τις επαναλήψεις, οι συγκρίσεις και οι αντιθέσεις ποικίλουν ευχάριστα τον λόγο. Οι Ουκρανοί χωρικοί που αποχαιρετούν με ενός λεπτού σιγή τα σπίτια που εγκαταλείπουν γύρω από το πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνομπίλ, ανακαλούν στη μνήμη του αφηγητή διηγήσεις του δικού του πατέρα για τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που είχε ο παππούς του διαισθανθεί στο αγγελόκρουσμα του ετοιμοθάνατου θείου ή η μάσκα του μηχανήματος οξυγόνου που παρατείνει τη ζωή του πατέρα υποστηρίζοντας την αναπνοή του με την άλλη εκείνη μάσκα της νεότητάς του στα ελικοφόρα μαχητικά και στα αεριωθούμενα «Και οι δύο μάσκες, τότε και τώρα, του έδιναν οξυγόνο. Η μία, ψηλά στη στρατόσφαιρα∙ η άλλη, χαμηλά, αγκομαχώντας, έρποντας σχεδόν πάνω στη γη. Η μία μάσκα τον ανέβαζε ψηλά, σύμβολο της σωματικής του αλκής∙ η άλλη τον συνέτριβε, όπως η βαρύτητα στο χώμα» (σ. 109).
Στα αξιοπρόσεκτα του βιβλίου συγκαταλέγονται οι πάμπολλες διακειμενικές αναφορές, τα ιστορικά πρόσωπα αλλά και εκείνα του σύγχρονου βίου που παρελαύνουν, όσο και οι συγκλονιστικές σκηνές των βασανιστηρίων, δοκιμιακού χαρακτήρα, στις σσ. 196-201, και αυτές που περιγράφουν τις βιαιότητες του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία. Ενδιαφέρον επίσης, και για τον μη εξοικειωμένον αναγνώστη, παρουσιάζουν οι συνάψεις με την αστρονομία, τον κομήτη του Χάλεϊ, τις μαύρες τρύπες του ουρανού και τα μυστήρια του σύμπαντος που τόσο επιδέξια δένονται με το μυστήριο της ζωής και του θανάτου.
Ένα βιβλίο που ισορροπεί αρμονικά ανάμεσα στο αίσθημα και τη λογική, τη γείωση και την απογείωση∙ από τη γη στ’ άστρα, από το τώρα στο τότε, και προφητικά στο μέλλον, από το ατομικό στο συλλογικό, από την ενοχή στη λύτρωση. Ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα, με κόπο ψυχής και αντοχή πνεύματος γραμμένο.