Μύλοι Αλλατίνη. Έτσι λένε το μέρος που τριγυρνώ. Δεν είναι σπίτι. Κανείς δεν μένει εδώ. Μόνο εγώ καμιά φορά τρυπώνω για να δροσιστώ τις ζεστές μέρες. Βρομάει. Αλλά δεν με πειράζει. Περνώ από τα χαμηλά παράθυρα, δεν έχουν τζάμια. Μέσα έχει κάτι μεγάλες μηχανές. Δεν κάνουν κάτι. Δεν δουλεύουν. Το μέρος έπαψε να είναι αυτό που ήταν. Τώρα είναι δικό μου.
Κάθομαι και σκέφτομαι εδώ. Ονειρεύομαι. Ονειρεύομαι τις μηχανές να παίρνουν μπρος και να βγάζουν όχι θόρυβο, αλλά μουσική. Να βγάζουν την ωραία μουσική που παίζει η πλανόδια κοπέλα με το γκονγκ, έτσι το λέει, την άκουσα, γκονγκ το λέει. Έχω σταθεί και εγώ ανάμεσα στους ανθρώπους να την ακούσω. Και έπειτα εκεί έχω δει και την ψηλή με το μικρό σκυλάκι.
Του ρίχνει την μπάλα μακριά, εκείνο τρέχει και την πιάνει στον αέρα.
Και εγώ σκυλάκι είμαι, αλλά κανείς δεν μου ρίχνει μία μπάλα να τρέξω να την πιάσω. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί δεν έχω λουρί. Ίσως γιατί μυρίζω άσχημα. Μυρίζω και μύλους και Αλλατίνη. Μία νύχτα πάλι ονειρεύτηκα πως οι Μύλοι μυρίζανε ωραία. Πως είχαν μπει τζάμια στα παράθυρα. Πως μία ψηλή με έφερε εδώ βόλτα. Πως είχα λουρί. Πως είχα μπαλάκι. Ήμουν πλυμένος και φουντωτός και ένα τρυφερό χέρι με χάιδευε απαλά. Ξύπνησα από τρομερό σαματά, πετάχτηκα. Είδα κόσμο μαζεμένο, εργάτες με κράνη.
Είδα τις μπουλντόζες.