Ξημερώματα.
Στο πέρας της Λεωφόρου των Εξοχών
ανάμεσα σε προξενεία και επαύλεις
φάντασμα αλευρωμένο
σε καμινάδα μπαινοβγαίνει που καπνίζει
ακούει για άρτων πολλαπλασιασμούς
και μειδιά.
«Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν
καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων
δώδεκα κοφίνους πλήρεις…»
Όμως εκείνο επιμένει
πως άλλο θαύμα καθημερινό διακινεί
να ψυχωθεί ό,τι τινάζεται
από το σώμα του ύπνου
ακμαίο να παραδοθεί στην ανθρωποθυσία.
Σκιά είναι κι ας φαντάζεται
σκιά είναι κι ας λέει…
Χρόνια μετά, στη συμβολή
Κάλλας, Ανθέων, Λασκαράτου
κουφάρι παλατιού
δαγκώνει το νερό δυο πυρκαγιών
κρότους σταρένιου σκοταδιού ελευθερώνει
αλέθει τη σκόνη των παλιών βηματισμών
δεν ησυχάζει…
Κι αν κηρυχτώ σε αφάνεια
η πείνα δεν θα κηρυχθεί.
Με γκράφιτι, σπασμένα τζάμια και αναπνοές
δεν τεμαχίζονται οι αντηχήσεις.