δεν ξενυχτάνε πια οι άνθρωποι
στην ηλικία μου
Γ.Β. («Ξενύχτι», Βαθέος γήρατος, 2011)
Noctambulisme με τον Γιάννη Βαρβέρη
Σε τούτο το «πια» στο παραπάνω δίστιχο του Γιάννη Βαρβέρη, συμπυκνώνεται η μεγάλη αλλαγή στα καθημερινά ήθη πολλών ανθρώπων, ιδίως καλλιτεχνών και μάλιστα ποιητών, για τους οποίους η νυκτόβια περιπλάνηση έξω απ᾽ τα τείχη του σπιτιού, μέσα στους δρόμους και στα φώτα της πόλης, έμοιαζε καθώς βαθύτερη ζωή – ένα υπαρκτικό καταφύγιο που κάποτε επικοινωνούσε μυστικά με το έργο, δίνοντας υπόσταση στον συμβολικό του κόσμο... Η εξάπλωση της υγιειονομικής ιδεολογίας, αυτή η παράπλευρη εκδήλωση της πολιτικής ορθοπρέπειας, οι αντικαπνιστικοί της νόμοι που την συνοδεύσανε, με την βοηθητική εναλλαγή που προσέφερε η τερατώδης εξάπλωση του Διαδικτύου, όλα αυτά που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «κοινωνικά μέσα», με το «ξενυχτάδικο» τού facebook ως επιστέγασμα, έβαλαν την ταφόπλακα σε μια από τις πιο εμβληματικές πτυχές της αρχαίας μποεμίας...
Ο Γιάννης Βαρβέρης έπινε, κάπνιζε, χαρτόπαιζε και φυσικά ξενυχτούσε... Μεγαθλητής στον κόσμο της αστικής νυκτοπορίας διασταύρωνε τα βήματά του στον ίδιο τόπο και χρόνο με εκείνα του Καρούζου, του Γκόρπα, του Παπαγιώργη, του Καπερνάρου, του Χιόνη, του Χειλαδάκη, του Καραβασίλη... Ο καθένας, βέβαια, με τη δική του διαδρομή και τις συνάφειες...
Τις Τρίτες, τουλάχιστον, το ξενύχτι του συχνά ξεκινούσε από τις συνάξεις των πλανοδίων στο «Αθηναϊκό καφενείο» και αργότερα στο καφέ «Μετρό» στην πλατεία Αγίων Θεοδώρων... Συνάξεις που κατ’ ανάγκην γινόντουσαν αργά, αφού έπρεπε οι εβδομαδιαίοι θαμώνες του μπαρ να βρίσκονται εκεί μετά τα μαθήματα του εκδότη στο εσπερινό Λύκειο στην πλατεία Βάθης, πάνω από δύο δεκαετίες στο νυχτερινό σχολειό στην παλιά γειτονιά και στις χαρτοπαικτικές λέσχες του Βαρβέρη πλάι του· αλλά ο πραγματικός άνθρωπος της νύχτας ήταν ο Γιάννης!... Αφού η νύχτα-Βαρβέρης συνεχιζόταν για να κορυφωθεί μετά και το δικό μας σκόλασμα και την επιστροφή μας στο σπίτι.
Όταν το 2003, με τη διάδοση της ψηφιακής κάμερας, άρχισα να φτιάχνω, για διασκέδασή μου πρωτίστως (αλλά και για τους συνδρομητές του Πλανόδιου), ταχυδρομικές καρτούλες με φωτογραφίες φίλων ποιητών συνεργατών του περιοδικού, ανάμεσα σε εκείνες του Γιώργου Μαρκόπουλου, του Σωτήρη Παστάκα, του Αποστόλη Ζώτου και άλλων, θέλησα να κάνω και μία του Γιάννη Βαρβέρη. Άφησα να διαλέξει εκείνος τη διαδρομή σε μια νυκτοπορία στους οικείους του χώρους που ξεκίνησε στις 10:50 της 30ής Σεπτεμβρίου από το μπαρ ενός ξενοδοχείου στην πλατεία Αιγύπτου, και μέσω της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στη συμβολή της με την Πατησίων, πέρασε μπροστά από το 6ο Εσπερινό Λύκειο Μάγερ και Σουρμελή, για να κατευθυνθεί στο auRevoir της Κεφαλληνίας και να καταλήξει στο μαγαζί με τις στριπτητζούδες στην Αχαρνών τα χαράματα της 1ης Όκτωβρίου εκείνης της χρονιάς...
Στην καρτούλα που έκανα με τον Γιάννη να ποζάρει στις 11:06 μπροστά από τη νυχτερινή κίνηση της Πατησίων, τύπωσα με τα κίτρινα φωσφοριζέ χρώματα των λαμπτήρων της πλατείας Αιγύπτου πάνω στο σκούρο φόντο του μπουφάν που φορούσε, το δίστιχό του από το ποίημά του «Μικρή συμβολή στη διαιώνιση»(*):
Μόνον αυτοί που ξενυχτούν αγριεύονται
μα δεν τους παίρνεις λέξη το πρωί.
Γιατί το πρωί ο νυκτόβιος Κόμης της πλατείας Βικτωρίας γύριζε χλωμός στην εντάφια καρέκλα του στο Υπουργείο Εξωτερικών. Για να επιστρέψει πάλι την επόμενη νύχτα σ’ εκείνην την μακάβρια τελετουργία αντίστροφης διαιώνισης, που σε μια δραματική ποιητική αιμοκάθαρση μετάγγιζε αίμα ζώντων (και το δικό του αίμα) σε αγαπημένους του νεκρούς και το νεκρό του/ς παρελθόν για να τα έχει όσο δυνόταν ζωντανά στη μνήμη – με τρόπο που κανένας άλλος ποιητής δεν το ᾽κανε στα γράμματά μας!
(*) Μικρή συμβολή στη διαιώνιση
Τα βράδια οι άνθρωποι ξαπλώνουνε να κοιμηθούν.
Μόνον αυτοί που ξενυχτούν αγριεύονται
μα δεν τους παίρνεις λέξη το πρωί.
Τα βράδια κάτι γέρικα μωρά πουδραρισμένα
βαριανασαίνουν πίσω από σκισμένα χείλη χάλκινα
φορούν μαύρα κοστούμια μικροσκοπικά
και περιφέρονται στους νοτισμένους δρόμους.
Είναι φρέσκοι νεκροί που τίναξαν με δύναμη
τα χώματα από πάνω τους
μπαίνουν στην πόλη ψάχνουν τα μαιευτήρια
κρυφά τρυπώνυν στις θερμοκοιτίδες
πνίγουν τα βρέφη χώνονται στα κρεβατάκια τους
και το ξημέρωμα προσμένουνε τη διανομή
στις στοργικές κι ανυποψίαστες ρώγες.
(«Νύχτα και νικοτίνη», Αναπήρων πολέμου, 1982)