Ο Σικελός Τειρεσίας
Όταν φεύγουν οι Μεγάλοι, μας αφήνουν ορφανούς. Έτσι νιώθουμε οι Ιταλοί από τις 17 Ιουλίου 2019, όταν έφυγε από τη ζωή ο Αντρέα Καμιλέρι, ο Μέγας Αφηγητής που ήξερε να γοητεύει με το λόγο και την ειρωνεία του, με την ατάραχη και βραχνή (από το πολύ τσιγάρο) φωνή του. Η αφηγηματική του φλέβα κατέληξε, αρχικά ως πειραματική δοκιμασία και divertissement, στη συγγραφή αστυνομικών βιβλίων με πρωταγωνιστή το διάσημο επιθεωρητή Σάλβο Μονταλμπάνο, που γνώρισε ξεχωριστή επιτυχία και τον έκανε πασίγνωστο. Ύστερα ο Μονταλμπάνο μπήκε στα σπίτια των Ιταλών χάρη στην τηλεοπτική σειρά, που για πολλούς ήταν το σημαντικότερο ραντεβού της Δευτέρας (12 εκατομμύρια τηλεθεατών μόνο το 2018).
Εκτός από τον πατέρα του Μονταλμπάνο, ο Καμιλέρι ήταν ακάματος τεχνίτης του λόγου: έγραψε πάμπολλα βιβλία και δοκίμια (στα πλαίσια της ιστορίας, της βιογραφίας, της φιλοσοφίας και της ιστορίας τέχνης), δούλεψε για πολλά χρόνια στην τηλεόραση και κυρίως στο θέατρο, που παρέμεινε η μεγάλη του αγάπη: ήταν σκηνοθέτης (από το 1949 σκηνοθέτησε περισσότερα από 100 έργα), σενιαριογράφος και καθηγητής θεατρολογίας.
Στα 93 του χρόνια αποφάσισε να κατεβεί στο Αρχαίο Θέατρο Συρακουσών για το one man show Συνομιλία με τον Τειρεσία (11.6.2018), μια βραδιά sold out (πολύ υψηλό share και στην τηλεοπτική μετάδοση, στις 5.3.2019 στη Rai Uno).
Με δάνειο από το γνωστό incipit του Μόμπυ Ντικ, ο μονόλογος αρχίζει ως εξής: «Λέγε με Τειρεσία», και το κοινό ανατρίχιασε από τη συγκίνηση. Είναι γνωστό ότι ο Καμιλέρι τα τελευταία χρόνια τυφλώθηκε – συνθήκη που δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει με το γράψιμο, χάρη σε πιστούς συνεργάτες/βοηθούς του. Σε πολλές συνεντεύξεις ο συγγραφέας μίλησε για το χάρισμα της τυφλότητας: «Από τότε που είμαι τυφλός, βλέπω πιο καθαρά, νιώθω ελεύθερος», επειδή οι άλλες αισθήσεις ξύπνησαν, πιο ανεπτυγμένες, και τα όνειρα χρωματίστηκαν φανταχτερά.
Σ’όλο τον μονόλογο προβάλλεται μια αμφίβολη κι αινιγματική ταύτιση, επειδή ο Καμιλέρι, καθώς οδηγεί τους θεατές σε μια δαιδαλώδη και γοητευτική περιδιάβαση στους άπειρους Τειρεσίες της λογοτεχνίας, μιλάει σε πρώτο πρόσωπο: παίζει τον Τειρεσία (ο οποίος διεκδικεί την αυτοπροσώπως παρουσία του σήμερα, για τη σωστή αφήγηση περί της λογοτεχνικής του ζωής) και ταυτόχρονα τον εαυτό του, όπως διαφαίνεται στο εξής χωρίο:
«Από τότε που ο Δίας ή όποιος άλλος αντ’αυτού αποφάσισε να μου αφαιρέσει πάλι την όραση, αυτή τη φορά στα ενενήντα μου, ένιωσα την ανάγκη να καταλάβω τί είναι η αθανασία και μονάχα εδώ μπορώ να τη διαισθανθώ. Μονάχα επάνω σε αυτές τις αρχαίες αθάνατες πέτρες». (Andrea Camilleri, Conversazione su Tiresia, Sellerio, Παλέρμο 2019, σ. 55)
Πίσω από το μυθολογικό προσωπείο μιλάει ο τυφλός Καμιλέρι, που σε αρχαίο θέατρο της αγαπημένης του Σικελίας εκτίθεται στα μάτια των θεατών, χωρίς να τους βλέπει: έχασε την όραση αλλά ανέπτυξε ένα οξύτερο βλέμμα και το προσφέρει σ’ εμάς, τους μη-βλέποντες. Στο κείμενο/εξομολόγηση/διαθήκη του, ο Καμιλέρι χρησιμοποιεί τον αρχαίο μύθο ως πρόφαση για να παρουσιάσει τον εαυτό του απογυμνωμένο: τον τυφλό σώμα του Μεγάλου Αφηγητή μάς προειδοποιεί ότι η ανθρωπότητα χρειάζεται μια ανατροπή του βλέμματος. Οι τυφλοί είμαστε εμείς.
Σε παρόμοιο συμπέρασμα είχε καταλήξει ο Πορτογάλος Ζοζέ Σαραμάγκου στο εξαιρετικό του μυθιστόρημα Περί τυφλότητος (1995), όπου επινοεί μια εφιαλτική δυστοπία. Μια αιφνίδια κι ανορθολογική επιδημία τυφλότητας μαστίζει μια κοινωνία, με αποτέλεσμα οι αξίες, η ηθική, ο νόμος και ο πολιτισμός να καταρρέουν. Μεταξύ στους τυφλωμένους, κυριαρχούν μόνο το ένστικτο επιβίωσης και το πρωτόγονο δίκαιο του ισχυρού. Το νόημα της φιλοσοφικής παραβολής του Πορτογάλου συγγραφέα βρίσκεται στην τελευταία σελίδα: «Νομίζω ότι δεν τυφλωθήκαμε, νομίζω ότι είμαστε τυφλοί. Τυφλοί που βλέπουν. Τυφλοί που δεν βλέπουν κι ας βλέπουν».
Επομένως, αν ο κίνδυνος της τυφλότητας, έστω και συμβολικής, είναι τόσο επίκαιρος, αξίζει να αναρωτηθούμε περί της ποιότητας του βλέμματος που διαθέτει ο θεατής στο θέατρο. Η ετυμολογία της ίδιας λέξης θέατρο αναφέρει στο παιχνίδι του θεάσθαι (επίπεδο του θεατή) και του θεαθῆναι (επίπεδο του ηθοποιού, που εκτίθεται στα βλέμματα των άλλων). Στο θέατρο ασκούμε ένα πολιτισμένο
βλέμμα: στην αρχαία Αθήνα η κοινωνία-πόλις που γέμιζε τις κερκίδες καθρεφτιζόταν, συν-έπασχε και εκπαιδευόταν. Σήμερα βέβαια το βλέμμα, από την πλατεία προς τη σκηνή κι αντίστροφα, κινείται υπό διαφορετικές προσδοκίες και πολιτιστικές συντεταγμένες. Ωστόσο η παρουσία ενός τυφλού στο θέατρο προκαλεί ένα πολύ ενδιαφέρον βραχυκύκλωμα.