Το ‘λεγε συχνά στις παρέες του. «Θα ‘θελα να μου χάριζε ο θεός μερικά χρόνια ακόμη, μόνο και μόνο για να μπορέσω να διαβάσω τα βιβλία που δεν πρόλαβα να διαβάσω. Είκοσι τριάντα χρόνια ακόμη, μόνο για διάβασμα». Είναι αλήθεια ότι τα βιβλία στοιβαζόντουσαν πάνω στο γραφείο του έτσι που δεν είχε χώρο να ακουμπήσει ούτε το φλιτζάνι με τον καφέ του. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι φίλοι και γνωστοί του, στη γιορτή του, τα γενέθλιά του, τις Πρωτοχρονιές και τα Χριστούγεννα, σε κάθε ιδιαίτερη στιγμή της καριέρας του, του έκαναν δώρα βιβλία, αλλά κι αυτός, όποτε βρισκόταν σε βιβλιοπωλείο έφευγε με πέντε έξη νέες εκδόσεις, νέες μεταφράσεις κλασικών κειμένων, μπορεί να είχε την Αντιγόνη του Σοφοκλή σε δώδεκα μεταφράσεις και τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι σε τρεις. Και αν ανακάλυπτε κι άλλη καινούργια θα την έπαιρνε. Του άρεσε να βάζει δίπλα-δίπλα τις μεταφράσεις, να δει τις διαφορές, να συγκρίνει. Και η στοίβα των βιβλίων αυξανότανε πάνω στο γραφείο του, είχε ήδη γεμίσει τις βιβλιοθήκες του με διπλές σειρές βιβλίων και τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να βάζει και στο πάτωμα ντάνες τα δώρα και τις αγορές, σε βαθμό που η κυρία Γεωργία, η Βορειοηπειρώτισσα, του έλεγε πως δεν μπορεί πια να βάλει ηλεκτρική σκούπα χωρίς να σκαλώνει πάνω στις ντάνες, μερικές να τις γκρεμίζει και άλλες να τις γδέρνει λίγο στην άκρη, κάτι που δεν του άρεσε καθόλου, γιατί με τα βιβλία είχε μια υστερία, τα ήθελε ατσάκιστα και χωρίς φθορές στο εξώφυλλο και οι καυγάδες έπαιρναν κι έδιναν. Και, αμάν πια, τι θα τα κάνετε τόσα βιβλία, καλέ; Δεν φτάνει όσο διαβάσατε στη ζωή σας, είναι δυνατόν να τα μάθετε όλα;
Και τον άκουσε λοιπόν ο θεός και του χάρισε είκοσι επτά χρόνια ζωής, τόσο υπολόγισε ότι θέλει για να διαβάσει τα αδιάβαστα βιβλία που είχαν μαζευτεί στο γραφείο και στο πάτωμα και στα διπλά και τριπλά ράφια των βιβλιοθηκών του σαλονιού και της κρεβατοκάμαράς του, με τον όρο ότι θα διαβάζει από το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν θα κάνει τίποτα άλλο, όλες του τις ανάγκες θα φρόντιζε να του τις καταργήσει, δεν θα άφηνε τίποτα να τον αποσπά από το διάβασμα, δέκα έξη ώρες την ημέρα διάβασμα και οκτώ ύπνο. Τίποτε άλλο. Ενθουσιάστηκε. Επί τέλους θα πραγματοποιήσει το όνειρό του!
Πόσο κάνουν ένα κι ένα;
Τη νύχτα, εδώ και τρία-τέσσερα χρόνια, συνήθως γύρω στις τέσσερις με πέντε το πρωί, χειμώνα καλοκαίρι, ακούμε να ‘ρχεται από τον ακάλυπτο η φωνή ενός άντρα, ακαθόριστης ηλικίας –μπορεί 70, μπορεί και 50 ή και 85–, βραχνιασμένη, σπαρακτική στην προσπάθειά της να διεκδικήσει το δίκιο που του πνίξανε κάποιοι, κάποιος, δεν είναι σαφές. Μοιάζει σαν δραπέτης ψυχιατρικής κλινικής, ή ένας ισοβίτης κατάδικος που κάποια στιγμή κατάφερε και βγήκε έξω από το κελί του. Μιλάει για κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν καταλαβαίνεις αν πρόκειται για γυναίκα ή άντρα. Δεν λέει ολοκληρωμένα νοήματα, ούτε ολοκληρωμένες φράσεις κραυγάζει, για τις αδικίες που του ‘χουνε κάνει –κάποιοι γνωστοί του; οι γονείς του; κάποια γυναίκα; τα παιδιά του; δεν είναι σαφές ούτε αυτό– ούτε η μία φράση είναι συνέχεια της προηγούμενης, πηδάει από το ένα στο άλλο, σαν να ‘ναι πάρα πολλά αυτά που θέλει να πει, η μόνη του συνέπεια είναι ο θυμός του. Πολύς θυμός. Και ξεφωνίζει άγρια μέσα στη νύχτα.
«Κρεμάστε τη την πουτάνα που δεν μας λέει πού το βρήκε το σπαθί; Μωρή ξεκωλιάρα πόσους έσφαξες, μίλα! Ανοίξτε τα υπόγεια του πύργου να δείτε τι γίνεται. Πτώματα! Πτώματα! Σκοτώστε τους όλους, βρωμιάρηδες θεομπαίχτες, θα επιτεθούν ξανά. Ουστ, κοπρόσκυλα, γαμημένοι πολιτικοί. Ίδιοι όλοι σας ανά τους αιώνας των αιώνων. Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, οργή θεού και τ’ άμετρο κρασί μ’ εξολοθρεύσαν. Χριστιανοί, σου λέει. Η Κασσάνδρα, η Κασσάνδρα, μόνο αυτή! Αχ, Αγαμέμνονα, τι σου ‘μελλε! Τον έσφαξε η σκύλα μαζί με τον γκόμενο. Οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον. Να φάτε πεινασμένοι και να πιείτε το αίμα των λαών, καθάρματα Βαυαροί. Ο Χριστός, ο Χριστός, κάθισε και τον φάγανε και μετά τους έσπρωξε στις σφαγές. Φονιάδες των λαών, σταυροφόροι, ρεπουμπλικάνοι, Τόρρηδες, μπολσεβίκοι, φασιστόμουτρα κομμουνιστές. Γαμιέστε όλοι. Τους μπέρδεψες και φύγαν οι Πέρσες άρον άρον απ’ τη Σαλαμίνα και ποιος είναι τίμιος να μας πει πόσα κάνουν ένα κι ένα; Εεεε;»
Κι αρχίζει να πετάει βιβλία στα μπαλκόνια μας, άλλα τα ξεσκίζει και πιάνει και μασάει τα φύλλα τους και μετά τα φτύνει, μια μέρα πήγε να βάλει φωτιά σε κάποια που κρατούσε αλλά κάποιος τον συγκράτησε, γιατί ακούστηκε μια φωνή «Θα μας κάψεις, το καταλαβαίνεις;», «Να σας κάψω», απάντησε, «να ᾽ρθετε να μου πείτε πόσο κάνουν ένα κι ένα, ρε πούστηδες! Με κοροϊδέψατε όλοι σας! Πουτάνες όλοι σας!». Κι εδώ πατάει μια υστερική φωνή, πιο δυνατή από πριν, ξυπνάει κι αυτούς που δεν είχαν ξυπνήσει μέχρι τώρα. Μια φωνή που φτάνει μέχρι τον ουρανό.
«Λέγε, μωρή, πόσα κάνουν ένα κι ένα; Ξυπνήστε όλοι μην κοιμάστε, ρεεεε. Πάρτε και διαβάστε, ρε, να μου πείτε πόσο κάνουν ένα κι ένα! Πόσα κάνουν ένα κι ένα;»
Προφανώς κάποιος από το περιβάλλον του τον μαζεύει μέσα, γιατί ακούγεται η φωνή του να σβήνει, κάποια πατζούρια κλείνουν με θόρυβο, μαζευόμαστε κι όσοι βγήκαμε στα μπαλκόνια μας. Άλλη μια νύχτα με εφιάλτες. Αύριο πάλι. Πηγαίνοντας προς το κρεβάτι έριξα ασυναίσθητα μια ματιά στη βιβλιοθήκη.
Ανατρίχιασα;