Ρίχνεις στο καυτό νερό λίγο λαδάκι…
«Τι νόμιζες, πως είμαστε από παράδοση καλοί, ε...;» γελούσε ο γέροντας Ιωανίκιος στο Άγιο Όρος, καθώς μου έδειχνε μια μικρή μετόπη που έχουν όλα τα μοναστήρια στη κεντρική τους πύλη και πάνω της καθόταν μία τεράστια χύτρα όπου έχυναν λάδι με βραστό νερό, να κάψουνε τους πειρατές που από κάτω προσπαθούσαν να παραβιάσουνε τη πύλη.
Μόλις αρχίζει να βράζει, τότε ρίχνει το κριθαράκι και λίγη ντομάτα σάλτσα.
«Το θείο σου τον κυνηγήσανε οι χίτες μέσα στο κριθοχώραφο του Βασιλάκου και τούριξαν 5 κουμάσια από τα τριάντα μέτρα. Τον βρήκε η πρώτη στο λαιμό και τιναζότανε το αίμα σιντριβάνι… Βάψανε όλα τα κριθάρια ένα γύρω. Η μάνα του ήταν στην άκρη στο χωράφι και χτυπιόταν βλέποντας πως σκοτώνανε το στερνοπούλι της απόγευμα που έγερνε ο ήλιος και ήταν σαν βάφανε με κόκκινο χρυσάφι από το αίμα του παιδιού τα αψηλά κριθάρια… Και τώρα λένε, άμα βρέξει ξαφνικά, πως παίρνει χρώμα κόκκινο στο κέντρο του τού Βασιλάκου το χωράφι από το αίμα που πετούσε ο μπάρμπας σου που ήταν τότε στα δεκαεννιά.»
Ρίχνουμε μέσα λίγο σκόρδο, λίγο αλάτι και πιπέρι.
«Γίνονταν τότε σημεία και τέρατα, παιδάκι μου… Στο αλώνι του Μανωλάκου έσυραν τον Γιωργάκη της Φανής, κόψανε το λαιμό του άκρη, μέρα μεσημέρι και ρίχνανε αλάτι και πιπέρι στο ξεπεταρούδι 15 χρόνων να τους πει που τράβηξε η ομάδα του Σταυρόμπεη. “Θα το πεις, τσογλάνι, θα το πεις”, ούρλιαζαν μες τα αυτάκια του τριγύρω οι Μάυδες απ’ του Μελιγαλά…», μου έλεγε.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Ηλία Κουτσούκου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.