Κάθε που ο Σωτήρης καταπιανόταν να γράψει ποίημα, το αποτέλεσμα ήταν έμμετρο. Ο καθηγητής της λογοτεχνίας έλεγε πως απαιτείται μεγάλη δεξιοτεχνία για να ξεπεράσει κανείς τον παραδοσιακό στίχο. To κορίτσι που καθόταν στο ίδιο θρανίο –στην πρωινή βάρδια του Αβερώφειου Εσπερινού Εξαταξίου Γυμνασίου– δεν φαινόταν να συμμερίζεται αυτήν την άποψη. Το κορίτσι έγραφε σε πεζό. Για κάποιους αραπάδες που είχε δει στο παζάρι να μαλώνουν. Τους αποκαλούσε αραπάδες γιατί όλοι αραπάδες τους έλεγαν τους μαύρους στην Αλεξάνδρεια. Και μετά έγραφε για τα φτωχόσπιτα των αραπάδων. Έφτιαχνε όμορφα σκίτσα δίπλα στα ποιήματά της, που τα άφηνε στο ξύλινο ραφάκι κάτω από το θρανίο για να τα ξαναβρεί, πρώτα ο Σωτήρης από το εσπερινό Αρρένων, και μετά η ίδια, το επόμενο πρωί.
Όταν ο ήλιος περνούσε μέσ’ από τα σύννεφα και η τάξη του σχολείου χρωματιζόταν μες στο καταχείμωνο, τα μαλλιά του κοριτσιού θα ‘πρεπε να βάφονται κόκκινα και να στεφανώνουν το πρόσωπό του, σκεφτόταν ο Σωτήρης. «Καθαρώ… καθαρώ…καθαρώτατον ήλιον επρομηνούσε...», θυμόταν τον στίχο, και μετά καθόταν να γράψει ένα ποίημα για το σύννεφο και την καταχνιά που χάνονται. Αυτό το έκανε την ώρα των Μαθηματικών, ώστε η καθηγήτρια θύμωνε και τον έβγαζε από την τάξη με ωριαία αποβολή. Εκείνος συνέχιζε το ποίημα στα σκαλοπάτια του σχολείου, χωρίς να πάει στο γραφείο του κυρίου Διευθυντού, όπως επιβαλλόταν.
Μετά, χτυπούσε το κουδούνι κι ο Σωτήρης έτρεχε πίσω στην τάξη, μα ο ήλιος έχει δύσει. Φανταζόταν πως η ποδιά της πρωινής κατόχου του θρανίου θα ήταν κολλημένη στο σώμα της, κάθε που ο άνεμος φυσούσε. Είχε, τώρα, τόση φασαρία που δεν μπορούσε να γράψει. Ο καθηγητής της λογοτεχνίας τον έβρισκε στον διάδρομο και τον οδηγούσε στον Διευθυντή, για να τον κατσαδιάσει και να τον γράψει στο Ποινολόγιο.
Επέστρεφε βράδυ στο σπίτι του αποφεύγοντας τις σταγόνες νερού που έπεφταν από τα λούκια. Ξάπλωνε με τα ρούχα ανάσκελα στο κρεβάτι. Η θάλασσα ήταν αγριεμένη, μπορούσε να τη δει απ’ το παράθυρό του. Η μητέρα έλειπε στο νοσοκομείο.
•
Το άλλο απόγευμα, πριν έρθει η ώρα του σχολείου, ο Σωτήρης είχε τελειώσει κι άλλους στίχους. Τους μετρούσε, να δει αν ήσαν παραδοσιακοί. Ταρά ταρά ταρά ταρά... ίαμβος. Και ταραρά, ταραρά, ταραρά, τροχαίος. «Στων Ψαρών...». Χαμογελούσε με ικανοποίηση. Κι αυτό ακόμη το πρώτο σκαλί της ποιήσεως, έλεγε μέσα του, πολύ είναι. Toν Καβάφη τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο ποιητή των αιώνων, είχε μάλιστα αγοράσει κι ένα-δυο φειγ-βολάν του ποιητή που βρήκε μισοτιμής στο παλαιοπωλείο του Βαφειάδη. Η μητέρα δεν ανεχόταν να τον βλέπει με τα Ποιήματα του Καβάφη στα χέρια:
– Πάλι αυτόν τον κίναιδο διαβάζεις;
Του άρπαζε το βιβλίο από τα χέρια, για να το πετάξει στα σκουπίδια. Η μητέρα δεν ήξερε καν τι είναι «κίναιδος», αλλά έτσι της έχει κολλήσει. Ο Σωτήρης έκανε πως δεν καταλαβαίνει, λίγο αργότερα ξαναμάζευε τον Καβάφη απ’ τα σκουπίδια και τον έκρυβε στην τσάντα του. Ήθελε να πετύχει τον απελευθερωμένο στίχο στα δικά του στιχουργήματα. Έχω χρόνο, σκεφτόταν, καθώς διασχίζει τη λεωφόρο Μουφτάρ. Θα προλάβω, δεκαεφτά χρονών είμαι.
Ήθελε να προλάβει να «σπάσει» τον παραδοσιακό στίχο, να φτιάξει το πρώτο μοντέρνο του ποίημα. Ξαναμελετούσε τον τροχαίο, πως ήδη ο Σολωμός τον «είχε σπάσει», τρόπον τινά: «Καθαρώ-τατον ή-λιον επρομηνού-σε της αυγής- το δροσά-το ύστερο αστέ-ρι...». Κλωτσούσαν κάποιες συλλαβές, μα αυτό ήταν όλο κι όλο το θέμα: να κατόρθωνε μόνος του το «σπάσιμο».
Κοίταζε τα σπυράκια του σε μια βιτρίνα. Εκείνη, να έχει άραγε σπυράκια; Να είναι ξανθιά ή μελαχρινή; Σήκωνε το μπατζάκι του παντελονιού και κοιτούσε τις τρίχες, σκαλωμένες στη μάλλινη κάλτσα του. Ο εαυτός του μεταμορφωνόταν σε άντρα κι αυτό του άρεσε. Αλλά ο χρόνος δεν τον έφτανε, κι είχε και μια τάση να αναβάλλει. Μισαρχινισμένα, μισοτελειωμένα, μισοειπωμένα.
•
Είναι ώρα να ξαναπιάσει το μυθιστόρημα. Η εικοσιπεντάχρονη ηρωίδα του μυθιστορήματος λέγεται Σάντρα –από το Αλεξάνδρα Βικιώτου–, έχει μιαν ευγενική αφηρημάδα και κάνει ενέσεις πενικιλίνης σε αρρώστους, ακριβώς όπως η μητέρα του. Στο σπίτι της γράφει ποιήματα, όπως ο ίδιος. Καθώς η Σάντρα προσπαθεί να φορμάρει τους στίχους της, την πλησιάζει ο εικοσιοκτάχρονος ήρωας του μυθιστορήματος, ο Μάνος, και της προτείνει ένα περίπατο στην Κορνίς. Εκείνη τού διαβάζει τους στίχους της: «Γαληνεμένη, απαλή, απλώνει γύρω, αδύναμη μα δυνατή...». Το πρωινό κορίτσι έχει αφήσει αυτούς τους στίχους κάτω απ’ το ξύλινο θρανίο. Ο Σωτήρης δεν βλέπει την ώρα ν’αλλάξουν βάρδια τα σχολεία, να περάσει το καταραμένο βράδυ και να βρει το άγνωστο κορίτσι τη σημείωσή του στο πλάι:
– Θέλετε, δεσποινίς, να προσθέσετε τη λέξη »μύρο»;
Όταν ο Μάνος του μυθιστορήματος προτείνει στη δεσποινίδα Σάντρα να προσθέσει τη λέξη «μύρο», εκείνη αντιδρά:
– Όχι, λέει ευγενικά, θα ήθελα κάτι πιο σύγχρονο.
Η Σάντρα, πίσω από τα σκοτεινά της μάτια, κρύβει κάποιο μεγάλο μυστικό, που αργά ή γρήγορα θα πρέπει να το εκμυστηρευθεί στον ήρωα που την αγαπά. Στο κεφάλαιο που γράφει τώρα ο Σωτήρης, η Σάντρα μιλά στον Μάνο γι’αυτό που της συνέβη στο Κάιρο πέντε χρόνια πριν, όταν δούλευε ως γραμματέας στου βαθύπλουτου εργοστασιάρχη Ρανίδη, που είχε βαμβακοφυτείες στο βόρειο Σουδάν.
Στην τάξη ο Σωτήρης συνεχίζει να γράφει το κεφάλαιο, αλλά στην ώρα των Καλλιτεχνικών, οπότε έχει όλη την ευκαιρία να σκέφτεται τη μαθήτρια του θρανίου του, που ζωγράφισε τον Αρχαίο Φάρο σφυρίζοντας. Θα πρέπει να σφυρίζει, μάλλον. Και να έχει μελιά μάτια. Αφού ζωγράφισε τον Φάρο θα λύθηκε στα γέλια, θα τον έδειξε στην από πίσω της και θα τον άφησε κάτω απ’ το θρανίο, για να τον βρει ο Σωτήρης το απόγευμα. Και μετά θα πρέπει να σκίτσαρε εκείνο το πρόσωπο του Αιγύπτιου, με τα προτεταμένα χείλη, τα μεγάλα ρουθούνια, το πλατύ μέτωπο, το σκούρο δέρμα και το περίτεχνο σαρίκι. Αυτό λογικά θα το πρόσεξε ο καθηγητής της, θα το επαίνεσε, θα την κοίταξαν τα κοριτσόπουλα όλα με θαυμασμό. Το κορίτσι του, όταν μεγάλωνε, θα γινόταν ζωγράφος, το δίχως άλλο. Το πρόσωπο του Σωτήρη συννεφιάζει. Ο ήλιος έχει κρυφτεί τώρα και τα μαλλιά της δεν τα στεφανώνει η κόκκινη λάμψη. Δυο κάτασπρα πόδια κάτω απ’ την ποδιά. Κομψοτέχνημα.
Η σκέψη της αρκεί για να περάσει ο Σωτήρης όλο το απόγευμα και το βράδυ αναστενάζοντας ανάσκελα στο κρεβάτι. Ευτυχώς που η μητέρα έχει να κάνει ενέσεις και σήμερα. Μένει νηστικός, τα φασόλια παραμένουν ανέγγιχτα στην κατσαρόλα. Η μητέρα του γυρνά αργά και τον βρίσκει αποκοιμισμένο με τα ρούχα, του τραβά τα παπούτσια, τον σκεπάζει, κι εκείνη την ώρα γλιστρούν τα Ποιήματα του Καβάφη από τα χέρια του. Η μητέρα τα παίρνει και τα πετάει στο καλάθι των σκουπιδιών, για τρίτη φορά. Κάνει το σημείο του σταυρού στο μέτωπό του και μετά αποτραβιέται στο πίσω μέρος του διαμερίσματος. Βγάζει τα δικά της παπούτσια και τρίβει τους κάλους στα πόδια της. Ανάβει τη σόμπα. Ακουμπά τον αγκώνα στο τραπέζι της κουζίνας, ξεσκεπάζει τα φασόλια, τρώει δυο κουταλιές και τα ξανασκεπάζει. Μετά, κοιτά πέρα, το κενό.
•
Στο επόμενο κεφάλαιο, ο προϊστάμενος της Σάντρας τής λέει, όλο υπονοούμενα, ότι οι δεσποινίδες της ηλικίας της θα ‘πρεπε να διασκεδάζουν πότε πότε. Της ζητά επίμονα να τη συνοδεύσει σε κάποιο νυκτερινό κέντρο, και να μην σκέφτεται τα χρήματα, της λέει, τα έξοδα δικά μου. Η Σάντρα τα διηγείται τώρα αυτά στον Μάνο κι εκείνος δακρύζει, γιατί μαντεύει πώς θα εξελιχθεί το δράμα, γιατί το απελευθερώνει σταδιακά από μέσα του. Το γράφει και ταυτόχρονα το ζει, γιατί μέσα του το έχει γράψει ήδη. Σκέφτεται στίχους και γράφει πεζό. Πάνω από την παραλία της Αλεξάνδρειας έχει λάμψει «της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι», αυτό που ούτε σύννεφο, ούτε καταχνιά δεν επρομηνούσε, παρά ήλιο καυτό. Ο Σωτήρης γράφει, γράφει πυρετωδώς. Ο διαβολόγερος επιχειρηματίας Ρανίδης τυλίγει τη Σάντρα στα ύπουλα δίχτυα της λαγνείας του. Χώνει τις χερούκλες του στον κόρφο της. Εκείνη αμύνεται μπήγοντας τα νύχια της στο πρόσωπό του και τρέχοντας γλιτώνει. Ο Σωτήρης ιδρώνει. Η Σάντρα τρέχει στη μέση της λεωφόρου και πέφτει πάνω στο φως των προβολέων ενός αμαξιού. Είναι ένα αντρόγυνο Άγγλων που ακούν με ενδιαφέρον την ιστορία της και προσφέρονται να τη συνοδεύσουν στο Αστυνομικό Τμήμα.
Μάλιστα ο σύζυγος –Άντυ τον λένε– γνωρίζει ένα αξιωματικό της αστυνομίας, ώστε πηγαίνουν απευθείας σ’αυτόν να εξηγήσουν τα όσα της είχαν συμβεί. Η Σάντρα δέχεται να υποβάλει μήνυση, ευχαριστεί τους Εγγλέζους και τους καλεί για ένα φλιτζάνι τσάι στο σπίτι της. Όμως την επομένη ο Ρανίδης υποβάλλει με τη σειρά του μήνυση για απόπειρα κλοπής εις βάρος της δεσποινίδος Σάντρας. Από ανάκριση σ΄ανάκριση, η υπόθεση φτάνει στα δικαστήρια, οι εφημερίδες του Καḯρου άλλο που δεν θέλουν. Ξεσπά σκάνδαλο. Όλη η κοινωνία των αιγυπτιωτών Ελλήνων μαθαίνει την υπόθεση, τη συζητούν στις χοροεσπερίδες τους, τη σχολιάζουν στα μπουντουάρ τους, την αναφέρουν στα ημερολόγιά τους. Η άνεργη και στιγματισμένη κοπέλα δέχεται επίσκεψη από τον Ρανίδη κι ούτε λίγο ούτε πολύ ο πρόστυχος προϊστάμενος της ζητά να ξεχάσει το γεγονός και της προτείνει αύξηση μισθού. Η Σάντρα αρνείται, πηγαίνει στον Μάνο με δάκρυα στα μάτια, «Εγώ όμως αρνήθηκα», του λέει, και βγάζει το μαντίλι της.
Ο Μάνος είναι απόλυτα ερωτευμένος. Η θάλασσα τους βρέχει τα πόδια, και είναι αρχές καλοκαιριού στην Αλεξάνδρεια.
•
«Ανάμεσο μιας γυναίκας κι ενός άντρα υπάρχει πάντα έλξη», γράφει ο Σωτήρης. Κάτι που λείπει στον ένα, το έχει ο άλλος. Το θετικό μονοιάζει με το αρνητικό, καθώς λέγει και η Επιστήμη, και φτιάνουν ένα κομψοτέχνημα. Όλα στρέφονται γύρω από τη θεωρία αυτήν. Η φιλία, ο έρωτας. Γιατί, μήπως η φιλία δεν είναι έρωτας; Τι άλλο μπορεί να κάνει δυο όντα να ταιριάζουν τόσο, ώστε να αιστανθούν την αμοιβαία ανάγκη κατανόησης; Ποια άλλη δύναμη μπορεί να συγχωνέψει δυο ψυχές, δυο πνεύματα, δυο κορμιά;
Μονάχα που η Σάντρα του μυθιστορήματος παντρεύεται τον Μάνο χωρίς να λάβει υπόψιν της το πάθος του για τον τζόγο. Ο Μάνος, από ποιητής που ήταν, εξελίσσεται σε αυτοκαταστροφικό χαρτοπαίκτη, χάνει ολόκληρη περιουσία στην τσόχα κι αναγκάζεται να ξενιτευτεί στο Βανκούβερ, αφήνοντάς την μόνη. Από εκεί της γράφει μετανιωμένα γράμματα και της ζητά να τον συγχωρέσει.
Ο Σωτήρης ιδρώνει και ξεϊδρώνει πάνω απ’ το τετραδιάκι του μυθιστορήματος. Μια βδομάδα τώρα η άγνωστη μαθήτρια του πρωινού σχολείου θηλέων είναι κάπως πιο απόμακρη, οι απαντήσεις και τα στιχουργήματά της αραιώνουν, τα σκιτσάκια της είναι όλο και πιο σπάνια στο μπλοκ ιχνογραφίας, αντί γι’αυτό παρατάει κάτω από το θρανίο το φυτολόγιό της με τον σιδερωμένο «φασίολον». Ο Σωτήρης το ξεφυλλίζει: «φύλλον μηλέας», «φύλλον αχλαδέας», «φύλλον βερυκοκέας». Τα μάγουλά της θα είναι κατακόκκινα. Ο Σωτήρης αναστατώνεται. «Στρύχνος ο Κονδυλόρριζος, Σoλανόν το Κονδυλώδες». Πλησιάζουν οι εξετάσεις, μεθαύριο δίνουν Αραβικά και την επομένη Αρχαία Ελληνικά. Τώρα ούτε ανακεφαλαιώσεις κάνει, ούτε που ανοίγει βιβλίο, παρά μονάχα το τετράδιο του μυθιστορήματος. Οι καθηγητές του έχουν προειδοποιήσει τη μητέρα, που έρχεται μια μέρα φουριόζα απ’ το νοσοκομείο και μαθαίνει τα καθέκαστα. Καλπάζουσα φαντασία, της λένε. Να το προσέξετε αυτό. Αδυναμία συγκέντρωσης. Και περίεργη, δυσερμήνευτη συμπεριφορά.
Ο Σωτήρης νιώθει που το μυθιστόρημα δεν εξελίσσεται. Ενώ οι σκηνές είναι ζωντανές, ενώ ο άνεμος φυσά στα κατσαρά μακριά μαλλιά της Σάντρας και τα δάκρυά της μπλέκονται με τις μπούκλες της, ενώ η Θεία Δίκη πέφτει ως ρομφαία στον άθλιο βίο του επιχειρηματία, το φριχτό, αιμοδιψές πάθος της χαρτοπαιξίας εγκαταλείπει τον αποθεραπευμένο Μάνο. Ακολουθεί ο επαναπατρισμός του κι η εγκυμοσύνη της Σάντρας, τελοσπάντων ενώ όλα βαίνουν αισίως προς αποκατάστασιν της Δικαιοσύνης, παρόλ’ αυτά, κ ά τ ι δεν του ταιριάζει, κάτι δεν του πάει. Να είναι ο ρυθμός το πρόβλημα; Πότε πότε του έρχεται στο μυαλό ο μισοπαρατημένος ρυθμός του ποιήματος που πάει να γραφεί σε «σπασμένο» τροχαϊκό: «της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι», και μετά σβήνει, αίφνης, απ’ το μυαλό του, και τη θέση του έρχεται να καταλάβει η μορφή εκείνου του Αιγύπτιου με το σαρίκι που ζωγράφισε το κορίτσι με το οποίο μοιράζεται το θρανίο του.
Δεν θα τη γνωρίσει ποτέ; Τα σπυράκια στο πρόσωπό του θα είναι πρόβλημα; Το αφηρημένο ύφος του; Θα είναι πρόβλημα το ότι οι κοπέλες σε αυτήν την ηλικία προσέχουν κατά κανόνα μεγαλύτερους άντρες; Μα μήπως οι τρίχες στις γάμπες του; Πού να τις δει, όμως; Και πώς να πέσει αυτός ο τεράστιος τοίχος ανάμεσά τους; Απ’ την πρωινή ως την απογευματινή βάρδια του Αβερώφειου η απόσταση είναι μηδαμινή. Εδώ, μιλάμε, έχουν καταρριφθεί ταξικές διαφορές αγεφύρωτες και συγκρούσεις χαρακτήρων ανείπωτες και απροσμέτρητα χρονικά κενά αναμονής και αφοσιωμένου έρωτος...
Η μορφή της Σάντρας εμφανίζεται εμπρός του και απαγγέλλει. Δυο πυρωμένα κάρβουνα, τα μάτια της τον κοιτούν στοργικά κι εκείνος σκέφτεται: Τι άλλο να είναι αυτή η έμμονη σκέψη παρά ένας αγνός και ακέραιος έρωτας; Η μητέρα έχει γυρίσει απ’ τη δουλειά νωρίς σήμερα. Θέλει να επιβάλει την τάξη στο σπίτι της, γι΄αυτό τον φωνάζει από την κουζίνα, να της κρατήσει συντροφιά με τα μαθήματά του. Αφήνει το τετράδιο με το μυθιστόρημα και κάνει πως αρχίζει την άσκηση της Τριγωνομετρίας. Έτσι κι αλλιώς η μητέρα δεν καταλαβαίνει, είναι αγράμματη, μόνο ενέσεις ξέρει να κάνει. Αλλά δεν τον πειράζει αυτό, ίσα-ίσα, τον βολεύει. Κάνει πως διαβάζει ημίτονα και συνημίτονα, την ώρα που η μητέρα πλένει τα πιάτα. Με γυρισμένη την πλάτη τον ρωτά:
– Θέλεις να κλείσω το τρανζίστορ;
– Όχι, δεν μ’ενοχλεί, απαντάει το παιδί και ξάφνου τινάζεται, πάει προς το χωλ.
– Τι έπαθες πάλι, απορεί η μητέρα.
– Τίποτα, τίποτα, γυρίζω σε λίγο, φωνάζει ο Σωτήρης, βουτάει το πανωφόρι και κλείνει με θόρυβο την πόρτα πίσω του. Κουτρουβαλώντας κατεβαίνει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί.
•
Φτάνει στημ οδό Σεϊχ Πασά. Ο Σωτήρης στρίβει προς την παραλιακή. Έχει ένα φεγγάρι που το προσπερνούν κάτι κατάμαυρα ταξιδιάρικα σύννεφα. Λαχανιάζει και σταματά μισό λεπτό. Περνούν αυτοκίνητα και μετά διασχίζει την παραλιακή. Κατεβαίνει χοροπηδώντας στην άμμο, περνά μπροστά από τις κλειστές καμπάνες που λειτουργούν ως αποδυτήρια, μπροστά από τις μαζεμένες, δεμένες ριγέ ομπρέλες. Η άμμος μπαίνει στα παπούτσια του, φτάνει άκρη άκρη, εκεί όπου σκάει το κύμα. Ακούγεται μια αραβική μουσική από το βάθος. Σκύβει και αγγίζει ένα γυαλιστερό άσπρο βότσαλο. Κομψοτέχνημα. Παίρνει μια βαθειά ανάσα.