Η μεταμοντέρνα παρακαταθήκη του Θάνου Μικρούτσικου

Δεν πρό­κει­ται να γρά­ψω για όσα εί­ναι ήδη λί­γο πο­λύ γνω­στά για τον Θά­νο Μι­κρού­τσι­κο, αλ­λά να κοι­νο­ποι­ή­σω τις δι­κές του σκέ­ψεις για τη σύγ­χρο­νη μου­σι­κή δη­μιουρ­γία, που ανέ­πτυ­ξε ως πα­ρέκ­βα­ση μί­ας συ­νέ­ντευ­ξης που μου εί­χε δώ­σει το 2012 για το έρ­γο του στο Υπουρ­γείο Πο­λι­τι­σμού. Η συ­νέ­ντευ­ξη αφο­ρού­σε την «Ορ­χή­στρα των Χρω­μά­των», που χά­ρις στο προ­σω­πι­κό του εν­δια­φέ­ρον εί­χε δια­σω­θεί περ­νώ­ντας υπό την προ­στα­σία και στή­ρι­ξη του ΥΠ­ΠΟ με­τά το θά­να­το του Μά­νου Χα­τζι­δά­κι, το 1994. Ο Μι­κρού­τσι­κος ήταν άλ­λω­στε επί­γο­νος του Χα­τζι­δά­κι και η φι­λο­σο­φία της ορ­χή­στρας του Μά­νου, εμπε­ριεί­χε αξί­ες που και ο ίδιος εν­στερ­νι­ζό­ταν: διεύ­ρυ­νε το ορ­χη­στρι­κό ρε­περ­τό­ριο αμ­βλύ­νο­ντας τα όρια με­τα­ξύ «σο­βα­ρής» και «ελα­φράς» μου­σι­κής και ανα­ζη­τού­σε νέ­ους τρό­πους επι­κοι­νω­νί­ας με το κοι­νό.

Ο Μι­κρού­τσι­κος έκα­νε τα πρώ­τα του βή­μα­τα στη μου­σι­κή σύν­θε­ση όταν με­σου­ρα­νού­σαν οι ψυ­χρο­πο­λε­μι­κές αντι­λή­ψεις γι' αυ­τήν. Στη Δύ­ση ο μου­σι­κός μο­ντερ­νι­σμός, που εκ­φρά­στη­κε δογ­μα­τι­κά μέ­σω του ιδε­ο­λο­γή­μα­τος της «πρω­το­πο­ρί­ας» ήταν η μό­νη «απο­δε­κτή» μορ­φή δη­μιουρ­γί­ας για νέ­ους μου­σουρ­γούς, και αντι­πα­ρα­τί­θε­το στο δόγ­μα του «σο­σια­λι­στι­κού ρε­α­λι­σμού» του άλ­λου αντα­γω­νι­στι­κού μπλοκ, της Σο­βιε­τι­κής Ένω­σης. Ο Μι­κρού­τσι­κος ανή­κε στη νε­ό­τε­ρη γε­νιά μου­σουρ­γών που άσκη­σε κρι­τι­κή, στην «πρω­το­πο­ρία» ως δόγ­μα, η οποία, κα­τά τη γνώ­μη μου, θα μπο­ρού­σε να ιδω­θεί μία ελ­λη­νι­κή έκ­φαν­ση του πρώ­ι­μου, δυ­τι­κού με­τα­μο­ντερ­νι­σμού ―προ­τού κι αυ­τός να κιν­δυ­νεύ­σει με τη σει­ρά του να κα­τα­στεί «δόγ­μα». Πα­ρα­κά­τω λοι­πόν θα δια­βά­σου­με την εν μέ­ρει με­τα­μο­ντέρ­να πα­ρα­κα­τα­θή­κη του και στο τέ­λος θα ακού­σου­με ένα από­σπα­σμα, όπου πε­ρι­γρά­φει γλα­φυ­ρά πό­σο τραυ­μα­τι­κά βί­ω­σε τον δογ­μα­τι­σμό του σπου­δαί­ου συν­θέ­τη Γιώρ­γου Σι­σι­λιά­νου, κα­τά τη διάρ­κεια της πρώ­της δη­μό­σιας εκτέ­λε­σης του έρ­γου του «Κι­γκλί­δω­μα Ι», στο Γαλ­λι­κό Ιν­στι­τού­το.

ΘΑ­ΝΟΣ ΜΙ­ΚΡΟΥ­ΤΣΙ­ΚΟΣ:
«Θε­ω­ρώ, ότι εδώ και του­λά­χι­στον 30-35 χρό­νια πρέ­πει να επα­να­προσ­διο­ρι­στούν οι όροι. Δεν εί­ναι δυ­να­τόν στα τέ­λη του 20ού αι. και στις αρ­χές του 21ου να χρη­σι­μο­ποιού­με ακό­μα όρους που μας έχουν κλη­ρο­δο­τη­θεί από άλ­λες επο­χές. Θυ­μά­μαι, όταν σπού­δα­ζα σύν­θε­ση με τον Γιάν­νη Γ. (Να­νά­κο) Πα­παϊ­ω­άν­νου, που μι­λού­σαν για τη «σο­βα­ρή» και την «ελα­φρά» μου­σι­κή και εί­χα αγα­να­κτή­σει! Για­τί στη «σο­βα­ρή» μου­σι­κή έβλε­πα πράγ­μα­τα τα οποία ήταν όχι απλώς ανέ­μπνευ­στα έρ­γα ―ανέ­μπνευ­στα έρ­γα μπο­ρεί να υπάρ­χουν σε όλα τα εί­δη μου­σι­κής― άλ­λα τυ­πο­ποι­η­μέ­να. Στο «ελα­φρό» εί­δος μου­σι­κής έβα­ζαν και συν­θέ­τες που εί­χαν πο­λύ με­γά­λη σο­βα­ρό­τη­τα για την Ελ­λά­δα, όπως ο Μί­κης Θε­ο­δω­ρά­κης. Ο δά­σκα­λός μου έλε­γε ότι όταν ο Κουρτ Βάιλ γρά­φει τρα­γού­δια εί­ναι «ελα­φρός» και όταν γρά­φει για την πα­ντο­μί­μα [εν­νο­εί τη Μα­γι­κή Νύ­χτα, έρ­γο του 1922] εί­ναι «σο­βα­ρός», κά­τι που δεν εί­ναι σο­βα­ρό από μό­νο του! Άμα γρά­φεις το Μα­χα­γκό­νυ [όπε­ρα: Άνο­δος και πτώ­ση της πό­λης Μα­χα­γκό­νυ, 1930], όχι απλώς «σο­βα­ρός» εί­σαι... Απο­δεί­χθη από τα πράγ­μα­τα ότι εί­ναι από τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα έρ­γα του 20ού αι. Επο­μέ­νως εσείς οι μου­σι­κο­λό­γοι και ει­δι­κό­τε­ρα η νέα φουρ­νιά, που δεν φέρ­νει το φορ­τίο της πα­λιό­τε­ρης, πρέ­πει να ξα­να­δεί­τε τους όρους που πε­ρι­γρά­φουν τα δια­φο­ρε­τι­κά εί­δη, χω­ρίς να βά­ζε­τε το πρό­ση­μο του «σο­βα­ρού» και του «ελα­φρού» για­τί το κά­θε εί­δος μπο­ρεί να έχει το σο­βα­ρό κομ­μά­τι του και το ελα­φρό ή το ευ­τε­λές, το ατε­λές ή το τυ­πο­ποι­η­μέ­νο.
Ένα δεύ­τε­ρο ζή­τη­μα εί­ναι: ποιος εί­ναι «συν­θέ­της» και ποιος δεν εί­ναι. Και με­τά να ξε­κι­νή­σου­με από τους συν­θέ­τες και να δού­με ποιοι από αυ­τούς εί­ναι κα­κοί συν­θέ­τες, ποιοι μέ­τριοι, ποιοι κα­λοί, ποιοι ιδιο­φυ­είς και ποιοι με­γα­λο­φυ­είς. Έχω την εντύ­πω­ση ότι στα κρι­τή­ρια που θα πρέ­πει να βρεί­τε, πε­ριέ­χο­νται του­λά­χι­στον δύο κρι­τή­ρια.
Το ένα εί­ναι το εξής: Εδώ και 800 χρό­νια σε όλα τα [έντε­χνα] εί­δη της Δυ­τι­κής πε­ρισ­σό­τε­ρο μου­σι­κής, γρά­φου­με τη μου­σι­κή σε χαρ­τί, και υπο­τί­θε­ται ότι το ακού­με μέ­σα μας και άρα όταν παι­χτεί το ελέγ­χου­με πλή­ρως. Δεν μπο­ρείς για πα­ρά­δειγ­μα να έχεις γρά­ψει ένα τσι­φτε­τέ­λι και ο εκτε­λε­στής να παί­ξει τσά­μι­κο και να πεις: Α, αυ­τό έγρα­ψα! Αν δεν ελέγ­χεις το υλι­κό σου και το γρά­φεις π.χ. με μα­θη­μα­τι­κές σχέ­σεις, ση­μαί­νει ότι τε­λι­κά τυ­χαία το έγρα­ψες. Ο Μπου­λέζ, που δεν μου αρέ­σει, εί­ναι συν­θέ­της για­τί ακού­ει ο άν­θρω­πος αυ­τά που γρά­φει. Μπο­ρεί να σκέ­φτε­ται σχέ­σεις άλ­λου τύ­που, αλ­λά όταν τις με­τα­τρέ­πει σε ήχους, αυ­τό που θα παί­ξει η ορ­χή­στρα ξέ­ρεις ότι το έχει ελέγ­ξει. Γνω­ρί­ζω πε­ρί­πτω­ση έρ­γου με γρα­φι­κή παρ­τι­τού­ρα, όπου Έλ­λη­νας φα­γκο­τί­στας, αντι­κα­τέ­στη­σε Ολ­λαν­δό, και έπαι­ξε επί­τη­δες κα­λα­μα­τια­νό ―κά­τι που υπε­ρέ­βαι­νε τα όρια του εύ­λο­γου αυ­το­σχε­δια­σμού για το συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο― και ο συν­θέ­της δεν κα­τά­λα­βε τί­πο­τα! Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση ποιον χει­ρο­κρο­τού­με; Ποια­νού εί­ναι το έρ­γο; Του συν­θέ­τη ή του εκτε­λε­στή; Αυ­τό εί­ναι λοι­πόν για εμέ­να το ένα κρι­τή­ριο: Να μπο­ρεί να ελέγ­χει αυ­τό που έχει γρά­ψει [Να το έχει γρά­ψει επο­μέ­νως συ­νει­δη­τά].

Το δεύ­τε­ρο κρι­τή­ριο, το οποίο θε­ω­ρώ πά­ρα πο­λύ ου­σια­στι­κό και εξί­σου ου­σια­στι­κό με το πρώ­το, εί­ναι να έχεις αντί­λη­ψη των δυ­να­το­τή­των επε­ξερ­γα­σί­ας που σου δί­νει το θέ­μα σου. Ας πού­με ότι σε κα­λούν να γρά­ψεις ένα έρ­γο για κουαρ­τέ­το εγ­χόρ­δων. Κι έχεις φτιά­ξει για πα­ρά­δειγ­μα αυ­τή τη με­λω­δία, που πρέ­πει να την ανα­πτύ­ξεις για τέσ­σε­ρα έγ­χορ­δα.

[ Ο Θά­νος Μι­κρού­τσι­κος τρα­γου­δά το πα­ρά­δειγ­μα θέ­μα­τος για κουαρ­τέ­το εγ­χόρ­δων

Λες: ωπ, ωραίο θέ­μα! Επο­μέ­νως πρέ­πει να το ανα­πτύ­ξεις για τέσ­σε­ρα έγ­χορ­δα. Αυ­τό το θέ­μα που σκέ­φτη­κες για το συ­γκε­κρι­μέ­νο σύ­νο­λο ―παί­ζει ρό­λο αυ­τό―πε­ριέ­χει μέ­σα του το timing της ανά­πτυ­ξής του. Δεν μπο­ρεί το timing να εί­ναι 13΄ και να το ανα­πτύ­ξεις σε μό­λις 1΄ και να εί­ναι εκ­πλη­κτι­κό γι αυ­τά τα τέσ­σε­ρα όρ­γα­να! Το ίδιο το θέ­μα εμπε­ριέ­χει το timing της ανά­πτυ­ξής του, που αν το κά­νεις στα 4΄ εί­σαι Συν­θέ­της. Αν το κά­νεις σε 1΄ εί­σαι: «ψε­κά­στε, σκου­πί­στε, τε­λειώ­σα­τε». Αν το κά­νεις σε 15΄εί­σαι σχοι­νο­τε­νής και δεν κα­τά­λα­βες τί­πο­τα από το θέ­μα σου. Αυ­τό εί­ναι το δεύ­τε­ρο κρι­τή­ριο. Αν έχου­με αυ­τά τα δύο κρι­τή­ρια και τα συ­μπλη­ρώ­σου­με με άλ­λα θα έχου­με μία πο­λύ κα­λή βά­ση για να κρί­νου­με και τους ανα­γεν­νη­σια­κούς, και τους κλα­σι­κούς, και τους ρο­μα­ντι­κούς και τα με­γά­λα ονό­μα­τα του 20ού αι. και την αβάν-γκαρντ με­τά τη δε­κα­ε­τία του ’50... Δεν βά­ζω την αι­σθη­τι­κή μου μέ­σα [στα κρι­τή­ρια]. Βά­ζω μό­νο τις δο­μές. Σα­φώς πρέ­πει να υπάρ­ξουν και άλ­λα κρι­τή­ρια, αλ­λά δεν εί­μαι μου­σι­κο­λό­γος...».

Η συ­ζή­τη­ση συ­νε­χί­στη­κε ώσπου κα­τέ­λη­ξε στην υπο­δο­χή που εί­χε η πρώ­τη εκτέ­λε­ση του έρ­γου του, Κι­γκλί­δω­μα I, από τους μου­σουρ­γούς της ελ­λη­νι­κής μου­σι­κής πρω­το­πο­ρί­ας.

[ Ο Θά­νος Μι­κρού­τσι­κος πε­ρι­γρά­φει την υπο­δο­χή που εί­χε η πρώ­τη εκτέ­λε­ση τού «Κι­γκλί­δω­μα I», στο Γαλ­λι­κό Ιν­στι­τού­το ] 

1976 ή 1977. Γαλ­λι­κό Ιν­στι­τού­το.
Παί­ζε­ται ένα έρ­γο μου σε πρώ­τη εκτέ­λε­ση, το Κι­γκλί­δω­μα I. Για αφη­γη­τή, σο­πρά­νο, πιά­νο, μα­γνη­το­ται­νία. Το έρ­γο κρα­τά 15 λε­πτά. Εί­ναι πά­νω σε ποί­η­ση Γιάν­νη Ρί­τσου. Εί­ναι ένα πο­λύ δρα­μα­τι­κό έρ­γο, και μά­λι­στα θα έλε­γα με­ρι­κές φο­ρές ―αν τρα­γου­δη­θεί σω­στά― στα όρια... Μάλ­λον σπρώ­χνει τη σο­πρά­νο να αρ­θρώ­σει λέ­ξεις, συλ­λα­βές... Εντε­λώς πει­ρα­μα­τι­κό. Και πιά­νο η Νέλ­λη Σε­μι­τέ­κο­λο στα νιά­τα της. Κι εί­χε δρα­μα­τι­κό­τη­τα.
Μέ­σα εκεί ήταν κα­μιά τρια­ντα­ριά συν­θέ­τες εκτός από το κοι­νό ―ακό­μα ερ­χό­ταν κό­σμος... Γύ­ρω στα 300-400 άτο­μα. Όπως κα­θό­μου­να, κοί­τα­γα, ας πού­με τον Σι­σι­λιά­νο, και κά­ποιους άλ­λους συν­θέ­τες. Όταν πέ­φτει το μά­τι μου μού κά­νει [μορ­φα­σμός επι­δο­κι­μα­σί­ας]. Στο 13ο λε­πτό γί­νε­ται ένα cut με clusters και ξαφ­νι­κά πέ­φτει ένα μι μι­νό­ρε. Μι ελάσ­σο­να. Και λέ­ει η τρα­γου­δί­στρια: [ο Θά­νος Μι­κρού­τσι­κος το τρα­γου­δά]. Και γυ­ρί­ζω και έχουν ση­κω­θεί να φύ­γουν. Και βου­τάω τον μα­κα­ρί­τη τον Σι­σι­λιά­νο έτσι [δεί­χνει κί­νη­ση μάλ­λον ασυ­νή­θι­στου θάρ­ρους]. Ήμουν 29 χρο­νών. Και του λέω:
– Τί έγι­νε;
– [ Αυ­στη­ρός τό­νος ] Κα­τέ­στρε­ψες το έρ­γο. Απα­ρά­δε­κτο.
Του λέω:
– Για­τί;
– Tonal; Έκλει­σες ένα λε­πτό στη μι ελάσ­σο­να;
Του λέω:
– Με συγ­χω­ρείς! Πριν το σκε­φτείς θε­ω­ρη­τι­κά για­τί δεν αφέ­θη­κες να το ει­σπρά­ξεις; Με­τά από τον κα­ται­γι­σμό... Ένα να­νού­ρι­σμα! Από πού απα­γο­ρεύ­ε­ται, Γιώρ­γο; Τι μας έμα­θε η αβάν-γκαρντ το ’50; Ότι όλα επι­τρέ­πο­νται. Ότι αυ­τό [ χτυ­πά­ει το τρα­πέ­ζι ] μπο­ρεί να γί­νει μου­σι­κή. Για­τί όχι αυ­τό, ρε Γιώρ­γο; Θα δια­κό­ψου­με την πο­ρεία τού αν­θρώ­πι­νου εί­δους; Ποιον πρό­σβα­λα, ρε Γιώρ­γο;».