1. Ο ρόλος των Χαρτογράφων
Χρειάζονται ίσως δυό λόγια για τον ρόλο των Χαρτογράφων στη σημερινή μας κοινωνία.
Κατ’ αρχήν πρέπει να καταλάβει κανείς τη φύση της ετήσιας απογραφής που εκφράζει την επιθυμία μας να γνωρίζουμε πάντα, ακριβώς, πού βρισκόμαστε. Η απογραφή, η οποία ήταν αρχικά καταμέτρηση του πληθυσμού, διευρύνθηκε σιγά σιγά μέχρι που έγινε ένας κατάλογος όλων των περιεχομένων του έθνους, ένα πελώριο, ακατάπαυστο έργο – με το που ανακοινωθεί μια απογραφή αρχίζουν οι εργασίες πάνω στην επόμενη.
Τα αποτελέσματα της απογραφής παίζουν σημαντικό ρόλο στην εθνική μας ζωή και, για πολλά χρόνια, έχουν υπάρξει το επίκεντρο της ετήσιας «Γιορτής τού Καλαμποκιού» (μιας αρχαίας γιορτής που σχετίζεται με τον πλούτο της γης).
Οι κατάλογοι είναι το πάθος μας. Κι ετούτο φαίνεται άριστα στη Γιορτή τού Καλαμποκιού που λαμβάνει χώρα το κατακαλόκαιρο, πάντοτε με όμορφο και ζεστό καιρό. Το βράδυ της γιορτής, οι σπιτονοικοκύρηδες μετακινούν τα αγαθά και τα υπάρχοντά τους, όλα τα έπιπλα, τις ηλεκτρικές συσκευές, τα ρούχα, τα χαλιά, τα κουζινικά, τις μπουρνούζια, τις παντόφλες, τα μαξιλάρια, τις μηχανές γκαζόν, τις κουρτίνες, τις σφήνες για πόρτες, τα κειμήλια, τις κάμερες και ό,τιδήποτε άλλο μπορεί να τραβηχτεί έξω στον δρόμο έτσι ώστε οι λειτουργοί της απογραφής να μπορούν να ελέγξουν ευκολότερα τον κατάλογο του κάθε σπιτιού.
Η Γιορτή τού Καλαμποκιού είναι, όμως, πολύ περισσότερο από μια γραφειοκρατική ιστορία. Και αφού τελειώσει η μέρα και φτάσει η νύχτα, οι σπιτονοικοκύρηδες καλούν ο ένας τον άλλον να δουν τα υπάρχοντά τους στα οποία, αυτήν τη νύχτα, αναφέρονται ως δώρα. Είναι σαν μια γαμήλια γιορτή – πολύ μαγείρεμα, πολλών ειδών παραδοσιακά φαγητά, καλά κρασιά, ισχυρά αλκοόλ, δυνατή μουσική σε ήσυχες γειτονιές, ξένοι που συνουζιάζονται με ξένους, άνδρες που χορεύουν μεταξύ τους, και κορίτσια με κίτρινα φουστάνια που μοιράζουν μικρά ζαχαρωτά σε μορφή καλαμποκιού σε μικρούς και μεγάλους.
Και ο ρόλος των Χαρτογράφων είναι ίσως το πιο σημαντικό όλων αυτών, αφού ο λαός μας λαχταρά περισσότερο απ’ ό,τιδήποτε να γνωρίσει την επιφάνεια του έθνους μας, να γνωρίσει, ακριβώς, τη μορφή της ακτογραμμής, να ακούσει πόση γη μπορεί να χάθηκε υπέρ της θάλασσας, να γνωρίσει πόση κερδήθηκε πίσω και πόση ακόμα αμφισβητείται. Αν η αναφορά των Χαρτογράφων είναι καλή, τότε πρόκειται για μια καλή Γιορτή τού Καλπαμποκιού. Αν η αναφορά είναι κακή, νιώθεις πως οι γλεντζέδες διακατέχονται από ένα αίσθημα νευρικότητας και φόβου, μια κάποια απελπισία παρά τους χορούς και τα ποτά. Τις χρονιές των κακών αναφορών των Χαρτογράφων, πάντα θα υπάρχουν τσακωμοί και, ενίοτε, κάτι θα κλαπεί καθώς οι πολίτες προσπαθούν ν’ αντισταθμίσουν την αίσθηση απώλειας.
Εξ αιτίας της σημασίας της δουλειάς τους οι Χαρτογράφοι έχουν γίνει μια ελίτ – καλοπληρωμένοι, θαυμαστοί, ζηλευτοί, και με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Κάποιοι λένε πως έχουν γίνει αλαζόνες, ανήθικοι, ματαιόδοξοι και αεικίνητοι, και είναι μάλλον αυτή η τελευταία κατηγορία (αναγκαίως αληθινή) που γεννάει τις άλλες. Επειδή οι Χαρτογράφοι περνούν χρόνια ταξιδεύοντας πάνω κάτω την ακτή, κατά μήκος των μεγάλων ποταμών, διασχίζοντας μεγάλα βουνά και αχανείς ερήμους. Ταξιδεύουν σε μικρές ομάδες τριών, τεσσάρων, μερικές φορές πέντε ανθρώπων, ορίζοντας τον χρόνο τους, δουλεύοντας όπως θέλουν, γιατί στο τέλος τέλος εκείνοι ευθύνονται για την ολοκλήρωση της ομαδικής τους εργασίας εν καιρώ.
Ο πατέρας μου, που είναι Χαρτογράφος, μου διηγήθηκε συχνά ιστορίες για τον εαυτό του ή τους συναδέλφους του και τις περιπέτειες που έζησαν στην άγρια φύση.
Όμως υπήρχαν κι άλλες ιστορίες που καταχωρήθηκαν για πάντα στο μυαλό μου και δημιούργησαν στο παιδί που ήμουν μεγάλο άγχος. Επρόκειτο για τις ιστορίες των πέρα περιοχών και αμφιβάλλω αν τις ήξεραν άλλοι από έναν πολύ στενό κύκλο Χαρτογράφων και κυβερνητικών στελεχών. Ως παιδί σπιτιού που το επισκέπτονταν τακτικά Χαρτογράφοι, άκουγα συχνά ιστορίες που μ’ έκαναν ανεξαιρέτως να γραπώνομαι σφιχτά στις φούστες της μητέρας μου.
Φαίνεται πως για κάποιον καιρό μερικές περιοχές της χώρας γίνονταν ολοένα και λιγότερο πραγματικές και τις αντιμετώπιζαν με φόβο κι αυτοί οι ίδιοι οι Χαρτογράφοι, που περηφανεύονταν για το κουράγιο τους. Οι εν λόγω περιοχές ήταν ανεξαιρέτως ακατοίκητες, αχρησιμοποίητες για γεωργία ή βιομηχανία. Ήταν ορισμένα κομμάτια των Ορέων Χάλβερσον, αχανείς εκτάσεις της Μεγάλης Ερήμου, και μακριά κομμάτια ακτογραμμής που είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται αργά όπως η εικόνα μιας ακατάλληλα στερεωμένης φωτογραφίας.
Εξ αιτίας αυτών των ομιχλωδών περιοχών εισάχθηκε το Φισερσκόπιο. Η βασική αρχή του Φισερσκόπιου μοιάζει μ᾽ εκείνη του ραντάρ και είναι ικανό να ανιχνεύσει την παρουσία οποιουδήποτε αντικείμενου, όσο εξαϋλωμένο ή ελάχιστο κι αν είναι. Κατά αυτόν τον τρόπο, οι Χαρτογράφοι μπόρεσαν να χαρτογραφήσουν τα αβέβαια μέρη των πέρα περιοχών. Μια ενδεχόμενη επιστροφή τους με λευκά κενά στους χάρτες θα είχε δημιουργήσει τέτοιο δημόσιο άγχος που δεν τολμά κανείς να φανταστεί πώς θα επιδρούσε στην σταθερότητα της κοινωνίας. Τώρα έχω κάθε λόγο να πιστεύω πως ορισμένα μέρη της χώρας εξαφανίστηκαν σε τέτοιο βαθμό που, ακόμα και το Φισερσκόπιο αδυνατούσε να τα ανιχνεύσει και οι Χαρτογράφοι, υπό πολιτική πίεση τελώντας, χρησιμοποίησαν παλιούς χάρτες για να γεμίσουν ψευδώς τα εξαφανισθέντα κομμάτια. Αν η θεωρία μου έχει βάση, που είμαι σίγουρος ότι έχει, τότε εξηγεί τον κυνισμό του πατέρα μου σχετικά με τη Γιορτή τού Καλαμποκιού.
2. Ο Αρχετυπικός Χαρτογράφος
Ο πατέρας μου ήταν πενήντα καί, αλλά είχε κρατηθεί σε φόρμα. Το δέρμα του ήταν καφετί και οι μύες του ακόμα σφριγηλοί. Ήταν ψηλός άνδρας με φουντωτά γκρίζα μαλλιά, ελαφρώς πιο σκουρόχρωμο μουστάκι και μακριά γαμψή μύτη. Καβάλα σε άλογο φαινόταν περήφανος και σκληρός σαν τον Τζέγκις Χαν. Ξαπλωμένος στην παραλία φορώντας μόνο μαγιώ και γυαλιά κατάφερνε να συγκρατεί το έγκυρό του ύφος.
Δίπλα του πάντα αισθανόμουν σαν να τον είχα προδώσει. Ήμουν μικροκαμωμένος, σαν τη μητέρα μου.
Ήταν η μέρα πριν τη γιορτή και είχαμε ξαπλώσει στην παραλία, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, το κορίτσι μου κι εγώ. Όπως συνήθιζε σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο πατέρας μου απήυθυνε όλες τις παρατηρήσεις του στην Κάρεν. Ποτέ δεν θεώρησε πως άξιζε να μιλήσει στα μέλη της οικογένειάς του. Πάντα είχα την άβολη αίσθηση πως φλέρταρε με τις φιλενάδες μου και δεν ήξερα ποτέ τι να κάνω.
Άλλοι άνθρωποι ήταν ξαπλωμένοι σε ομάδες εδώ κι εκεί στην παραλία. Κοντά μας, μια οικογένεια πέντε ατόμων έπαιζε με μια μεγάλη μπάλα άμμου.
«Κοίτα αυτούς τους ηλίθιους», είπε ο πατέρας μου στην Κάρεν.
«Γιατί είναι ηλίθιοι;» ρώτησε η Κάρεν
«Είναι ηλίθιοι», είπε ο πατέρας μου. «Γεννήθηκαν ηλίθιοι και θα πεθάνουν ηλίθιοι. Αύριο θα χορέψουν στους δρόμους και θα τα πιουν».
«Άρα», είπε η Κάρεν θριαμβευτικά, σαν κάποιον που μυήθηκε σε μια μυστική πληροφορία, «θα είναι θετική η αναφορά των Χαρτογράφων;».
Ο πατέρας μου βρυχήθηκε γελώντας.
Η Κάρεν φάνηκε να πληγώνεται και σκυθρώπιασε. «Είμαι ηλίθια κι εγώ;»
«Όχι», είπε ο πατέρας μου, «εσύ είσαι πραγματικά υπέροχη».
3. Το πιο γνωστό Φεστιβάλ
Τελικά, η γιορτή ήταν η χειρότερη καταστροφή στα χρονικά.
Η αναφορά των Χαρτογράφων ήταν εξαιρετική, ο καιρός ήταν καλός, αλλά κάπου κάτι δεν είχε πάει καλά.
Οι ειδήσεις ήταν μπερδεμένες. Η τηλεόραση είπε, πως παρά την καλή αναφορά, είχαν κλαπεί διάφορα πολύ νωρίς τη νύχτα. Αργότερα, ένα έκτακτο δελτίο είπε πως ένα μεγάλο σπίτι είχε εξαφανιστεί εντελώς στη οδό Πώς.
Ακόμα αργότερα είδαμε να περνάει έξω απ’το παράθυρο μια τεράστια σπείρα ανθρώπων που κρατούσαν αναμένους πυρσούς. Φώναζαν πολύ. Η ίδια ακριβώς εικόνα μεταδιδόταν από την τηλεόραση και ο δημοσιογράφος εξηγούσε πως αυτόκλητες ομάδες φυλάκων έψαχναν κλέφτες.
Ο πατέρας μου στεκόταν στο παράθυρο, μ᾽ένα μαρτίνι στο χέρι, και κοιτούσε τους αυτόκλητους που έβαλαν φωτιά στο απέναντι σπίτι.
Η μητέρα μου ήθελε να μάθει τι πρέπει να κάνουμε.
«Έλα να δεις τους ηλίθιους», είπε ο πατέρας μου, «είναι απίστευτοι».
4. Το επεισόδιο του Ι.Π.Ε.
Την επόμενη μέρα το κτήριο του Ι.Π.Ε. εξαφανίστηκε μπροστά από ένα πλήθος δυό χιλιάδες ανθρώπων. Ήταν ζήτημα δυό ωρών. Το πλήθος στεκόταν σιωπηλό καθώς η μεγάλη ατσάλινη και γυάλινη δομή έσβηνε από μπροστά του.
Οι υπάλληλοι που απομακρύνθηκαν φαίνονταν χλωμοί και ταραγμένοι. Ο θυρωρός που ήταν ανάμεσα στους τελευταίους που αποχώρησαν φαινόταν σχεδόν διαφανής. Τις επόμενες μέρες έζησε κάποια δόξα ως μυστικιστής, διατεινόμενος ότι είχε μπορέσει να δει αλλεπάλληλες στρώσεις άλλων κόσμων, μέσα από τη δομή του εδώ και τώρα.
5. Συμπεριφορά κατά την Αντιμετώπιση Εξαϋλοποίησης
Είναι θρυλικός ο θυμός του λαού μας όταν βρεθεί αντιμέτωπος με πράξεις κλεψιάς, και αυτό όντως τονίστηκε από τα επεισόδια που συνέβησαν τη νύχτα της γιορτής.
Αλλά η οργή που εκδηλώθηκε την περίφημη νύχτα δεν συγκρίνεται με την ένταση του συναισθήματος που επέδειξαν οι αυτόπτες μάρτυρες των πρώτων σκηνών εξαϋλοποίησης.
Το σιωπηλό πλήθος που κοιτούσε το κτήριο του Ι.Π.Ε. ξέσπασε υστερικά όταν αντιλήφθηκε ότι είχε εν τέλει εξαφανιστεί και δεν επρόκειτο να επανέλθει.
Σαν να επρόκειτο για κάποια τερατώδη κλεψιά στην οποία έπρεπε να επιβληθεί μια τιμωρία.
Όρμησαν στο διπλανό κτήριο της Σελλ και έσπασαν τα τραπέζια και κατεδάφισαν τα χωρίσματα μεταξύ των γραφείων. Οι δημοσιογράφοι που ήταν παρόντες στη σκηνή σπάνια ήταν αντικειμενικοί παρατηρητές, αλλά ένα από τα πιο ψύχραιμα μέλη του Τύπου αναφέρθηκε στον ικανό αριθμό ανδρών και γυναικών που έκλαιγαν ενώ εκπαραθύριζαν γραφομηχανές και σκόρπαγαν αρχεία ανάμεσα σε πλήθη φοβισμένων υπαλλήλων.
Πέντε ημέρες αργότερα έδειξαν τον ίδιο θυμό όταν εξαφανίστηκε και το κτήριο της Σελλ.
6. Συμπεριφορά εκείνων που εξαϋλώνονταν
Οι πρώτες αναφορές περί εξαϋλωμένων ανθρώπων δεν έγιναν πιστευτές γενικότερα και αποσιωπήθηκαν από τον Τύπο. Σύντομα, όμως, αυτά τα πράγματα μετατράπηκαν σε κοινό μυστικό και λίγες οικογένειες έμειναν αλώβητες. Δεν ήταν, βεβαίως, ίδια όλα τα επεισόδια τέτοιου είδους, μα πολλά θύματα είχαν την τάση να εκδηλώνουν ακραία επιθετικότητα προς τους γύρω τους. Δεν ήταν σπάνιοι οι φόνοι και οι επιθέσεις εκ μέρους των άτυχων και στις περισσότερες περιπτώσεις εκδήλωναν μια σχεδόν απίστευτη οργή, σαν να ήταν θύματα μιας σκανδαλώδους προδοσίας.
Μια μέρα μια πολύ όμορφη γυναίκα σταμάτησε στη μέση του δρόμου τον φίλο μου τον Τζέημς Μπρέυ, του άρπαξε και του γρατζούνισε το πρόσωπο και είπε: «Εσύ μου το έκανες αυτό, μπάσταρδε, εσύ μου το έκανες».
Δεν την είχε ξαναδεί ποτέ στην ζωή του αλλά ομολόγησε πως, για κάποια ανορθόλογη αιτία, αισθάνθηκε πως ήταν υπεύθυνος και δεν αμύνθηκε. Ευτυχώς, εκείνη εξαφανίστηκε πριν να του κάνει πολύ κακό.
7. Θεωρίες που αναπτύχθηκαν τότε
1. Ο κόσμος είναι απλώς ένα όνειρο που το ονειρεύτηκε ένας θεός και τώρα, μετά από μακρύ ύπνο, ξυπνά. Όταν θα ξυπνήσει για τα καλά, ο κόσμος θα εξαφανιστεί εντελώς. Όταν ο κόσμος εξαφανιστεί θα εξαφανιστούμε μαζί του και θα είμαστε ευτυχισμένοι.
2. Ο κόσμος έχει γίνει ευαίσθητος στο φως. Με τον ίδιο τρόπο που μακριά χρήση, π.χ., πενικιλλίνης μπορεί να αποβεί ξαφνικά σε επικίνδυνη αλλεργία, μακριά έκθεση στον ήλιο έκανε τον κόσμο ευαίσθητο στον ήλιο.
Έβλεπες τους υπερασπιστές αυτής της θεωρίας να κινούνται με τα μακριά, μαύρα κουκουλοφόρα παλτά τους μες στα αστικά πλήθη.
3. Το γεγονός πως ο κόσμος εξαφανίζεται οφείλεται στην τσαπατσούλικη δουλειά των Χαρτογράφων και των απογραφέων. Εκείνοι οι οποίοι συμπλήρωσαν λανθασμένα τις δηλώσεις απογραφής τους θα έχαναν τα στοιχεία τα οποία είχαν αμελήσει να περιγράψουν. Οι άνθρωποι που αγνοήθηκαν κατά την απογραφή από ανυπόμονους υπάλληλους θα εξαφανίζονταν επίσης. Ένα δυνατό λόμπι απαίτησε να γίνει γρήγορα μια καινούργια απογραφή πριν χειροτερέψουν τα πράγματα.
8. Η θεωρία του πατέρα μου
Ο κόσμος, σύμφωνα με τον πατέρα μου, ήταν ακριβώς όπως το ανθρώπινο σώμα και είχε τους ίδιους μηχανισμούς άμυνας με τους οποίους αμυνόταν έναντι σε ο,τιδήποτε τον απειλούσε ή του ήταν αχρείαστο. Το κτήριο Ι.Π.Ε. και η εταιρεία Ι.Π.Ε. είχαν προφανώς υπάρξει μια απειλή ή κάτι το εντελώς άσχετο για τον κόσμο. Γι’ αυτό είχε εξαφανιστεί και όχι γιατί κάποιος καταραμένος ηλίθιος θεός είχε ξυπνήσει και τρίψει τα μάτια του.
«Δεν πιστεύω στον θεό», είπε ο πατέρας μου. «Η ανθρωπότητα είναι ο θεός. Η ανθρωπότητα είναι ο μόνος θεός που ξέρω. Αν η ανθρωπότητα δεν χρειάζεται κάτι, τότε αυτό θα εξαφανιστεί. Δεν εξαφανίζονται όσοι αγαπούνται. Ό,τι δεν το αγαπούν θα εξαφανιστεί από προσώπου γης. Υπάρχουμε μόνο μέσω από την αγάπη των άλλων και αυτό είναι όλο».
9. Μια αντίφαση
«Κοίτα αυτούς τους ηλίθιους», είπε ο πατέρας μου, «ούτε καν έχουν πάρει πρέφα την αλαζονία τους».
10. Μια δυσάρεστη σκηνή
Εκείνο τον καιρό ο κόσμος ήταν γεμάτος δυσάρεστες και ενοχλητικές σκηνές. Μία που θυμάμαι έντονα έλαβε χώρα στο κέντρο της πόλης ένα ζεστό, πνιγηρό απόγευμα Τρίτης. Η ώρα ήταν μιάμιση και περίμενα την Κάρεν κοντά στο ταχυδρομείο όταν ένας άνδρας κάπου σαράντα χρονών πέρασε τρέχοντας δίπλα μου. Εξαϋλωνόταν ταχύτατα. Όλοι φαίνονταν να κοιτούν επίτηδες απ’ την άλλη, το οποίο μού φαινόταν πως τον έκανε να εξαϋλώνεται γρηγορότερα. Τον κοιτούσα πολύ έντονα, ελπίζοντας ότι μπορώ να κάνω κάτι ώστε να τον κρατήσω εκεί ώσπου να φτάσει βοήθεια. Προσπάθησα να τον αγαπήσω, επειδή πίστευα στην θεωρία του πατέρα μου. Σκέφτηκα: πρέπει ν΄αγαπήσω αυτόν τον άνθρωπο. Αλλά το πρόσωπό του με ενοχλούσε. Δεν είναι και τόσο εύκολο ν’ αγαπήσεις έναν ξένο και ντρέπομαι που το λέω, αλλά είχε μικρό στόμα και μάτια κοντά το ένα στο άλλο, χαρακτηριστικά που ποτέ δεν μ’ άρεσαν σε κάποιον. Προσπάθησα να τον αγαπήσω αλλά φοβάμαι πως απέτυχα.
Ενώ τον κοιτούσα, προσπάθησε να σταματήσει διάφορα ταξί, το ένα μετά το άλλο. Μα οι ταξιτζήδες αντιλαμβάνονταν πολύ καλά τι συνέβαινε και δεν είχαν καμία όρεξη να χάσουν χρόνο οδηγώντας έναν επιβάτη που από τη μια στιγμή στην άλλη μπορούσε να εξαφανιστεί. Κοιτούσαν απ’την άλλη ή κατέβαζαν τη σημαία.
Τελικά, κατάφερε να σταματήσει ένα ταξί σ’ ένα φανάρι. Ήταν ήδη τόσο εξαϋλωμένος που μπορούσα να δω από μέσα του. Είχε αρχίσει να φωνάζει. Ένας φριχτός λεπτός ήχος, μα διεισδυτικός. Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα, αλλά ο οδηγός την είχε ήδη κλειδώσει. Άκουγα τη φωνή του, ψηλή και διαπεραστική. «Θέλω να πάω σπίτι μου». Το επανέλαβε ξανά και ξανά. «Θέλω να πάω στο σπίτι μου, στη γυναίκα μου».
Το ταξί έφυγε όταν άναψε το πράσινο. Η κυκλοφορία είχε χαλαρώσει. Οι άνθρωποι είχαν τραπεί σε φυγή, είχαν αφήσει έρημη το σημείο εκείνο και ήμουν ο μόνος που είδα, τελικά, τον άνθρωπο να εξαφανίζεται.
Μου ήρθε εμετός.
Η Κάρεν έφτασε πέντε λεπτά αργότερα και με βρήκε χλωμό και ταραγμένο.
«Είσαι καλά;» είπε.
«Μ’ αγαπάς;» ρώτησα.
11. Οι Πέρα Περιοχές
Ο πατέρας μου επέμενε ενοχλητικά να μου εξηγεί πράγματα που ήδη καταλάβαινα, αρνούμενος να σταματήσει όσο κι αν του έλεγα «Ξέρω» ή «Μου το ᾽χεις ξαναπεί».
Έτσι ανέπτυξε το νόημα των πέρα περιοχών, υιοθετώντας τον τόνο δασκάλου που μιλά σε μια τάξη ιδιαίτερα χαζών παιδιών.
«Όπως ξέρεις», είπε, «οι πέρα περιοχές ήταν ανάμεσα στις πρώτες που εξαφανίστηκαν και αυτό έχει σημασία από μόνο του. Σπάνια επισκέπτονται άνθρωποι αυτές τις περιοχές, όπως είμαι σίγουρος ότι ξέρεις, κι όταν συμβαίνει πρόκειται για ανθρώπους σαν κι εμένα των οποίων η μόνη δουλειά είναι να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους. Δεν χρειαζόμασταν αυτές τις εκτάσεις, τις ερήμους, τους βαλτότοπους και τις ακτές, γι᾽ αυτό, βεβαίως, εξαφανίστηκαν. Επρόκειτο απλώς για κτήματα και αν σε κάτι χρησίμευαν ήταν ως σύμβολα για τους ποιητές μας, τους συγγραφείς μας και τους κινηματογραφιστές μας. Χρησιμοποιούνταν ως σύμβολα αλλοτρίωσης, έλλειψης αγάπης, μοναχικότητας, αχρηστίας και τα λοιπά. Το πιάνεις αυτό που σου λέω;»
«Ναι», είπα, «το πιάνω αυτό που λες».
«Όντως;» επέμεινε ο πατέρας μου. «Όντως, αναρωτιέμαι». Με παρατήρησε σοβαρά, υπολογίζοντας τις πιθανότητες να τον καταλαβαίνω. «Πόσων χρονών είσαι;»
«Είκοσι», είπα.
«Το ήξερα, βεβαίως», είπε. «Καταλαβαίνεις τη σημασία των πέρα περιοχών;»
Αναστέναξα, λίγο πιο δυνατά απ’ό,τι έπρεπε, και ο πατέρας μου στένεψε τα μάτια του. Γρήγορα, είπα:
«Είναι σαν όλα τ’ άλλα. Είναι σαν τις πόλεις. Οι πόλεις είναι έρημοι όπου οι άνθρωποι είναι μόνοι και μοναχικοί. Δεν αγαπούν ο ένας τον άλλον».
«Δεν αγαπούν ο ένας τον άλλον» απήγγειλε ο πατέρας μου, στενάζοντας κι αυτός. «Δεν αγαπούμε ο ένας τον άλλον. Όταν καταλάβουμε πως χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον θα σταματήσουμε να εξαφανιζόμαστε. Είναι μάθημα για μας. Σκληρό μάθημα, αλλά, ελπίζω, αποτελεσματικό.»
Ο πατέρας μου συνέχισε να μιλά, μα τον κοίταζα χωρίς να τον ακούω. Μετά από λίγα λεπτά, σταμάτησε απότομα: «Μ’ ακούς που σου μιλάω;» είπε. Εξεπλάγην, καθώς διέκρινα αληθινή έγνοια στη φωνή του. «Πάντα σε πρόσεχα», είπε, «από τότε που ήσουν πολύ μικρός».
12. Η πτώση του Χαρτογράφου
Δεν ξέρω πότε παρατήρησα πως ο πατέρας μου είχε πάθει κατάθλιψη. Μάλλον συνέβη σταδιακά χωρίς να το παρατηρήσουμε ούτε εγώ ούτε η μητέρα μου.
Ακόμα κι όταν το αντιλήφθηκα, το απέδωσα σε γυναίκα. Ο πατέρας μου είχε αρκετές ερωμένες και οι διαθέσεις του αντανακλούσαν συνήθως την επιτυχία ή την αποτυχία αυτών των σχέσεων.
Αλλά τώρα ξέρω πως είχε ήδη ακούσει περί των Χερστ και Τζάμοβ, των δυό πρώτων Χαρτογράφων που εξαφανίστηκαν. Τα νέα αποσιωπήθηκαν για αρκετές εβδομάδες και ύστερα, κάπως, διέρρευσαν στον Τύπο. Είναι σίγουρο οι Χαρτογράφοι είχαν εχθρούς μεταξύ των δημόσιων υπαλλήλων, οι οποίοι τους θεωρούσαν αλαζόνες και υπερτιμημένους, και πως τα νέα μαθεύτηκαν από τους δημοσιογράφους μέσω ενός από αυτούς τους δημόσιους υπάλληλους.
Όταν τελικά έσκασε η είδηση κατάλαβα την κατάθλιψη του πατέρα μου και αισθάνθηκα άσχημα για εκείνον.
Δεν ήξερα πώς να τον βοηθήσω. Ήθελα, πάρα πολύ, να τον κάνω ευτυχισμένο. Ποτέ δεν είχα καταφέρει να του δώσω κάτι ή να κάνω κάτι για εκείνον καλύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσε ο ίδιος. Τώρα ήθελα να τον βοηθήσω, να του δείξω ότι καταλαβαίνω.
Τον βρήκα να κάθεται μπροστά από την τηλεόραση ένα βράδυ όταν γύρισα από το γραφείο μου και κάθησα ήσυχα δίπλα του. Φαινόταν πιο καλοσυνάτος τώρα και έβαλε το χέρι του πάνω στο γόνατό μου και το χτύπησε ελαφρά.
Κάθησα για λίγο εκεί, συγκινημένος από την καινούργια θερμότητα της σχέσης, και τότε, μην μπορώντας να συγκρατήσω άλλο το συναίσθημά μου, ξεστόμισα: «Θα μπορούσες ν’ αλλάξεις δουλειά».
Ο πατέρας μου σφίχτηκε και ανακάθησε ίσιος. Η πίεση του χεριού του πάνω στο γόνατό μου αυξήθηκε μέχρι που ξεφώνισα απ’ τον πόνο, και όμως συνέχισε να το πιέζει, πονώντας με τρομερά.
«Είσαι ηλίθιος», είπε, «ούτε καν παίρνεις πρέφα την αλαζονία σου».
Μέσα από τον πόνο στο πόδι μου, αισθάνθηκα την ένταση του φόβου του πατέρα μου.
13. Γιατί ο Κόσμος χρειάζεται Χαρτογράφους
Ο πατέρας μου με ξύπνησε στις 3 τη νύχτα να μου πει γιατί ο κόσμος χρειαζόταν Χαρτογράφους. Μύριζε ουίσκυ και φαινόταν, πάλι, να είναι πολύ μειλίχιος.
«Ο κόσμος χρειάζεται Χαρτογράφους», είπε μαλακά, «επειδή αν δεν είχαν τους Χαρτογράφους, οι ηλίθιοι δεν θα ήξεραν πού βρίσκονται. Δεν έπαιρναν καν πρέφα την αλαζονία τους αν δεν είχαν έναν Χαρτογράφο να τους λέει τι συμβαίνει. Ο κόσμος χρειάζεται Χαρτογράφους’, είπε ο πατέρας μου, ‘χρειάζεται και παραχρειάζεται Χαρτογράφους».
14. Μια τελευταία σκηνή
Ας σας περιγράψω μια τελευταία σκηνή: κάθομαι στον καναπέ που ο πατέρας μου έφερε στο σπίτι όταν ήμουν πέντε ετών. Κοιτώ τηλεόραση. Ο πατέρας μου κάθεται σε μια δερμάτινη πολυθρόνα που κάποτε ανήκε στον πατέρα του και είναι αποκλειστικά δική του. Η μητέρα μου κάθεται στην εσοχή της τραπεζαρίας με τα χαρτιά απλωμένα μπροστά της στο τραπέζι, παίζοντας άλλη μια ατελείωτη πασιέντσα.
Ρίχνω απρόσεχτα μια ματιά στον πατέρα μου να δω αν κάνει κάτι άλλο απ’ το να κοιτά στο κενό και διαπιστώνω, με τρομερό σοκ, πως παρουσιάζει τα πρώτα σημάδια εξαΰλωσης.
«Τι κοιτάς;» Να που ο πατέρας μου κοιτούσε εμένα.
«Τίποτα».
«Τότε μην κοιτάς».
Νευρικά, επιστρέφω τη ματιά μου πάνω στις ανοησίες της τηλεόρασης. Δεν ξέρω τι να κάνω. Να πω στον πατέρα μου ότι εξαϋλώνεται; Αν δε του το πω, θα το παρατηρήσει; Αισθάνομαι πως πρέπει να κάνω κάτι, αλλά επίσης αισθάνομαι, ήδη, τον θυμό στη φωνή του. Ο θυμός του δεν είναι καινούργιος. Αλλά αυτή θα είναι μάλλον η αρχή μιας παλίρροιας ανεξέλεγκτου θυμού. Αν καταλάβει πως εξαϋλώνεται, τότε θα νομίσει πως δεν τον αγαπώ. Θα με συνεριστεί. Θα μου επιτεθεί. Κι ας είναι μεγάλος, παραμένει αρκετά πιο δυνατός από εμένα και θα μπορούσε να με πονέσει πολύ. Κρατώ αποφασισμένα το βλέμμα μου στην τηλεόραση και αισθάνομαι τα μάτια του πατέρα μου πάνω μου.
Προσπαθώ να αισθανθώ αγάπη γι’αυτόν, προσπαθώ πολύ πολύ δυνατά.
Δοκιμάζω να θυμηθώ πώς αισθανόμουν για εκείνον όταν ήμουν μικρός, τις μέρες που ήταν ακόμα τρυφερός μαζί μου πού και πού.
Αλλά εις μάτην.
Επειδή μπορώ να θυμηθώ μόνο πως μ’ έχει χτυπήσει, μ᾽ έχει πονέσει, ταπεινώσει και έχει φλερτάρει με τις κοπέλες μου. Καταλαβαίνω, σε μια αστραπή πανικού και ενοχής, πως δεν τον αγαπώ. Εντούτοις, λέω: «Σ’ αγαπώ».
Η μητέρα μου σηκώνει το κεφάλι απ’ τα χαρτιά κι αφήνει μια σαστισμένη κραυγή.
Γυρνώ προς τον πατέρα μου. Έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Ξεχωρίζω το δέρμα της πολυθρόνας μέσα από την κοιλιά του.
Δεν ξέρω τι κάνει τον πατέρα μου να γελάσει, η μη πειστική μου δήλωση αγάπης ή το επιφώνημα της μητέρας μου: «Ηλίθιοι», πρόφερε με δυσκολία, «μακάρι να βλέπατε το ύφος των ηλίθιων προσώπων σας».
Και μετά έχει φύγει.
Η μητέρα μου με κοιτά νευρικά, μ’ ένα χαρτί ακόμα στα χέρια της.
«Μ᾽ αγαπάς;» ρωτά.