Χάρτης θαλάσσης

Χάρτης θαλάσσης

Χόρχε Κουρινάο

Η ρότα, σχεδόν κόστα κόστα, μ’ έβγαλε από το Μπουένος Άιρες στο Ρίο Γαγέγος. Επιτέλους, στην Παταγονία, πρωί πρωί με την πρώτη παγωμένη αύρα. Πήγα κατευθείαν στο ξενοδοχείο μου, που δεν μπορούσε να είναι άλλο από το Αέρας της Παταγονίας. Αλλά εκεί, στο κέντρο της πόλης, ο αέρας δεν ήταν κρύος, ίσως γιατί στα όνειρά μου δεν ένιωσα ποτέ να κρυώνω, κι εκείνη τη στιγμή ονειρευόμουν. Περπατούσα με τον ποιητή Χόρχε Κουρινάο, στην οδό Παστέρ, πηγαίνοντας στο κλαμπ Λος Ίντιος [Οι Ινδιάνοι], στο οποίο δούλευε όταν ήταν νέος μαζεύοντας τις κορίνες του μπόουλινγκ. Ονειρευόμουν να ικανοποιήσω αυτή την επιθυμία μου που δεν είχα τολμήσει ποτέ, φοβούμενη πως μαζί με την μπάλα θα μου έφευγε και το χέρι. Δεν τόλμησα. Φοβήθηκα ότι θα μου έφευγε και η ακοή, αφού κι ο σύγχρονος Μαγγελάνος πάλι Παταγονία θα ονόμαζε την περιοχή από τον πάταγο που έκαναν οι μπάλες και οι κορίνες δεκάδων παικτών.
«Δούλευα, όταν μου τηλεφώνησαν» άρχισε να μου διηγείται ο Κουρινάο, διασχίζοντας την αίθουσα για να βγούμε από την άλλη πλευρά. «Δεν άκουγα τίποτα από τη φασαρία. Ζήτησα από τον συνάδελφό μου να καλύψει και το δικό μου πόστο για λίγο, κι έτρεξα στις τουαλέτες. ‘Συγχαρητήρια!’ μου είπαν. ‘‘Τα ποιήματά σου κέρδισαν στον διαγωνισμό του Δήμου ‘Το πρώτο μου βιβλίο’ και θα τυπωθούν σε πεντακόσια αντίτυπα’’. Κι έμεινα εκεί, να κάθομαι στο δάπεδο και να κλαίω. Τη μέρα εκείνη η μοίρα μού έκλεισε το μάτι, πολύ όμορφα».
Φτάσαμε εν τω μεταξύ στο καφέ. «Κάπου λες πως η ποίηση σου έσωσε τη ζωή. Από ποια ηλικία άρχισες να γράφεις;» τον ρώτησα. «Άρχισα να γράφω ποιήματα στα δεκαεπτά μου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (κρίση και άλλη κρίση). Η ποίηση μού επέτρεψε να γνωρίσω τον εαυτό μου, να ξεπεράσω καταστάσεις βαθιάς θλίψης. Με στήριξε, με γάντζωσε στη ζωή. Απ’ αυτή την άποψη, νομίζω πως μου έσωσε τη ζωή. Επιπλέον, όταν αρχίσεις να διαβάζεις ποίηση, δεν είσαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Βλέπεις τα πράγματα με άλλο τρόπο γιατί έχεις άλλη πληροφόρηση». «Και πώς έφτασες στο γράψιμο;» «Διαβάζοντας ποιήματα του Μάριο Μπενεντέττι. Εννοώ πως έφτασα στο γράψιμο ως αναγνώστης ποίησης». «Γράφεις ανά πάσα στιγμή ή έχεις μια συγκεκριμένη ώρα;» συνέχισα να τον ρωτώ σαν δημοσιογράφος. «Γράφω όποτε μπορώ. Αλλά πάντα είναι τα διαβάσματα που με οδηγούν στο γράψιμο. Τις προάλλες, διάβασα την αλληλογραφία Ρενέ Σαρ και Ραούλ Γουστάβο Αγίρρε και μου ήρθε μια πολύ μεγάλη όρεξη να γράψω. Και το έκανα». «Παρατηρώ ότι έχεις επιλέξει να γράφεις ποιήματα μικρής έκτασης. Γιατί;» «Είναι μια φόρμα που μου επιβλήθηκε δουλεύοντας πολύ με τη γλώσσα. Τα σύντομα ποιήματα δεν επιδέχονται σφάλματα. Κάθε λέξη πρέπει να είναι αναντικατάστατη. Πρέπει να είναι γερά δεμένη, όχι διακοσμητική. Γι’ αυτό και ο φόβος να περιπέσει κανείς στο παράλογο είναι τόσο υπαρκτός». «Είναι κάτι που δε θα μπορούσε να λείπει από ένα ποίημα;» «Η σιωπή. Από το ποίημα δεν μπορεί να λείπει η σιωπή. Μπορεί σε μένα η ποίηση να είναι ένας τρόπος να είμαι μαζί με τους απόντες μου. Ένας τρόπος επικοινωνίας με τις παλιές μου σιωπές. Εξ ού και η εμμονή μου και η ανεξέλεγκτη αναζήτηση της τελειότητας». «Ποια θέματα σε γοητεύουν και σου χρησιμεύουν ως έμπνευση;» «Η ζωή, ο θάνατος, ο έρωτας, η νύχτα, η μοναξιά, η παιδική ηλικία. Αυτές είναι οι εμμονές που, με την πάροδο του χρόνου, έχουν πάρει διαφορετικές μορφές». «Υπάρχει κάποιο ποίημα ενός άλλου ποιητή που θα σου άρεσε να το είχες γράψει εσύ;» «Οποιοδήποτε ποίημα της Αλεχάντρα Πισαρνίκ». «Και μια ερώτηση πιο πρακτική: Πώς διαδίδεις την ποίησή σου;» «Εδώ και περίπου δέκα χρόνια γράφω στο μπλογκ: jorgecurinao.blogspot.com. Αυτό είναι το σημείο διάδοσης∙ σ’ αυτό, επίσης, υπάρχουν τα βιβλία για να τα κατεβάζει κανείς». «Έχεις κάποια άλλη δραστηριότητα που να σχετίζεται με το γράψιμο;» «Ναι, από το 2012 συντονίζω εργαστήρια σύνταξης στον Δήμο. Είναι δέκα μαθήματα μιάμισης ώρας πάνω στη χρήση της γλώσσας». «Ζεις μόνιμα εδώ, στον νότο;» «Ναι. Γεννήθηκα την ίδια μέρα που είχε γεννηθεί ο Χουάν Χέλμαν, ένα χιονισμένο πρωινό, λέει η μητέρα μου, το 1979». «Και δε θα μπορούσες να ζήσεις κάπου αλλού;» «Όχι. Δε θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτόν τον ουρανό. Επιπλέον, αν προσέξεις στον χάρτη, το Ρίο Γαγέγος είναι στην άκρη της θάλασσας. Κι αυτό με γοητεύει, η ελευθερία στη μέγιστη έκφρασή της. Βεβαίως, όποτε μπορώ, μου αρέσει να πηγαίνω λίγες μέρες στο Μπουένος Άιρες. Μου αρέσει να αποτοξινώνομαι από την τόση ησυχία και να μπαίνω στον μαγνητισμό της μεγαλούπολης». «Αμάν, πέρασε η ώρα. Πρέπει να προλάβω στο ξενοδοχείο μου το βραδινό», είπα ξαφνιασμένη. «Ξέρεις, εκτός από ποιητής και φανατικός της Ρίβερ Πλέιτ, είμαι και καλός ψήστης. Είκοσι χρόνια ψήνω για την οικογένειά μου. Θα μου κάνεις την τιμή να φάμε στο σπίτι μου;». Πώς ν’ αρνηθώ, αφού, ακόμα και στην άκρη του κόσμου, ξύπνησε μέσα μου η Ρούμελη; «Ευχαρίστως» του απάντησα «αν σε όλη τη διαδρομή μού απαγγέλλεις ποιήματά σου». «Σύμφωνοι» μου είπε γελώντας και ξεκίνησε μ’ ένα ποίημα σε πρόζα από το τελευταίο του βιβλίο.*

(*Η συνάντηση και η συνομιλία είναι της φαντασίας που αντλεί από συνεντεύξεις του ποιητή.)


Ρουφίνο Ταμάγιο: «Άνθρωπος μπροστά στο άπειρο», 1950



———————————————
Ποιήματα
———————————————

ΙΧ. Ο πατέρας μου ήταν εργάτης. Ένα πρωί, άνοιξη του 1987, έφυγε όπως κάθε μέρα. Έπειτα από λίγες μέρες εξαφανίστηκε. Κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί. Ίσως η θάλασσα. Το σώμα του νεκρού πατέρα μου ήταν εκεί, στη θάλασσα, τεντωμένο για μέρες, για εβδομάδες. Κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί. Ως συνήθως. Έκτοτε μισώ τους θανάτους, τις αναμονές και προπαντός τα μάτια που δε θέλουν να κοιτάζουν.

[ Από το βιβλίο Otros animales (Άλλα ζώα) 2014 ]

ΓΕΝΝΗΣΗ

Να μπαίνεις στον κόσμο
απ’ τη μικρότερη πόρτα:
ερώτημα της κάθε νύχτας.


ΣΕΝΤΟΝΙΑ ΑΝΕΜΟΥ

Η φλόγα δύο σωμάτων
σε ένα κορμί.


ΣΗΜΑΔΙΑ ΚΑΠΝΟΥ

Όποιος διασχίζει αυτή την πλατεία
περιμένει στίχους που δε θα ’ρθουν ποτέ.
Μα γι’ αυτό ο άγιος Μαρτίνος δείχνει τον ορίζοντα.


ΕΞΟΡΙΕΣ

Σύρε με
ως το κατώφλι των βημάτων σου.
Προστάτευσέ με
ως τη σιωπή που αφήνουν τα δάκρυά μου.
Ευλόγησέ με
ως την επόμενη συνάντηση.
Η μεταξύ μας απόσταση
εξακολουθεί να είναι ο άντρας με το γκρι κοστούμι.

[ Από το βιβλίο Sábanas de viento (Σεντόνια ανέμου) 2006 ]

ΧΡΟΝΟΣ

Μιλώ για την αποτυχία
του ποιήματος
για την ανάσταση των λέξεων.
Μιλώ για τη σιωπή
πραγμάτων που δεν υπάρχουν
για μια καρδιά εγκλωβισμένη σ’ έναν κήπο.
Μιλώ για τη μουσική
προνομιούχος χώρος του απόντα.
Μιλώ για μένα.


ΕΓΚΑΤΑΛΗΨΗ

Ένα σκυλί
διασχίζει τη γέφυρα
στις τρεις το πρωί.
Το τελευταίο νεύμα της νύχτας θέλει κόκαλα.


ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

Κι αν φορέσω πουκάμισο.
Και βάλω γραβάτα.
Και μ’ ανακαλύψουν.


ΤΙΠΟΤΑ

Όλα και τίποτα είναι Ιστορία:
ο γενναιόδωρος ήλιος,
το θλιβερό χρονικό του ποδοπατημένου πουλιού,
ο νέος που δεν έχει γλώσσα,
οι πέτρες του ονείρου,
ο κυματισμός του πλυμένου ποτηριού,
τα σύννεφα πάνω στα τείχη,
οι σκιές που κατοικούν τις μέρες,
το βουητό της κούρασης,
ο μουγκός που θυμώνει με τον κόσμο,
η τύχη του νεκροθάφτη,
η εγκαταλειμμένη μαρτυρία των άστεγων μανάδων,
ο ανθοπώλης του πρωινού,
ο συλλέκτης οιωνών,
τα μηνύματα για κανέναν.
Ωστόσο,
στην επιδερμίδα των αγαλμάτων όλα είναι ψέμα:
δόξα κακιά που τρέχει πάνω στα τυφλά ημερολόγια του χρόνου.

[ Από το βιβλίο Plegarias del humo (Παρακλήσεις του καπνού) 2009 ]

ΤΟΠΙΟ

Κάποιες φορές
μ’ αγάπησαν κι εμένα.
Ήταν καλοκαίρι
κι ένα πουλί χτυπούσε απ’ έξω.


ΠΑΡΑΛΙΑ

Η θέλησή μου να υπάρχω προδίδει τη μέρα.
Σταματημένος είμαι στον βυθό της νύχτας.
Έχει φτωχούς που δένουν τριχιές.


ΜΑΓΕΙΑ

Ο θάνατος κάθεται πλάι μου
και μου λέει:
σαν νεογέννητο φαίνεσαι.


ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΒΟΔΙΟΥ

Θυμάμαι να βγαίνω απ’ τις ερήμους
και πρόσωπα να βρίσκω που δεν ήταν δικά μου
πρόσωπα που δεν ήμουν
πώς και δεν μπόρεσα να συνηθίσω τα πρόσωπα;
πώς και δεν μπόρεσα να συνηθίσω το τοπίο;
Όφειλα να είμαι δυνατός σαν όνειρο από μέταλλο
για να μην κοιμάται η αναμονή
για να λέω μια φράση αληθινή
για να μου πω ένα τραγούδι σαν ζώο
θέλω να πω:
το σπίτι δεν είναι μεγάλο πια
τα παιδιά δεν είναι
απαραιτήτως δεν είναι
σ’ αυτή τη στιγμή
είναι τρομερότερη η ομορφιά του κόσμου
έτσι
χωρίς φαντάσματα να θρέψει
χωρίς όνειρα να πέφτουν στην έρημο
χωρίς παράθυρα
πρόσωπά μου.

[ Από το βιβλίο Cactus (Κάκτος) 2010 ]


Το παιδί μου κλαίει πέφτοντας η νύχτα
κι εγώ λικνίζω το τραγούδι του

ξαφνικά
κλείνει τα μάτια

και στον ύπνο επιστρέφει
κι απομένω εκεί

στο τραγούδι του
αφού κι εγώ είμαι παιδί

που κλαίει πέφτοντας η νύχτα.

*

Κάθε βράδυ
οι ίδιες λύπες

μπορεί να είναι άλλων.

**

Παλιά τραγούδια τη σιωπή μου άνοιξαν κι επιτιθέμεθα μαζί.

[ Από το βιβλίο Nadando (Κολυμπώντας) 2012 ]

VIΙ. Το φως γερνάει μέσα στο δωμάτιο. Κι εγώ, να ζητάω μία φράση, μία μόνη φράση που να μου χρησιμεύσει ως ασπίδα απέναντι σε τόσο πυρετό. Αυτό χρειάζομαι για να μη μπερδεύομαι: ένα τραγούδι διαφορετικό απ’ τα δικά μου. Μια παράκληση που θα μου δώσει λίγη ανάσα. Μια επίκληση όπου οι λέξεις θα ηχούν σαν μαχαίρια στον αέρα. Ωστόσο, αυτό δε συμβαίνει. Συμβαίνουν πρωινά ανθρώπων δίχως πρόσωπο. Τα σημάδια του ύπνου. Το σβησμένο φως.

ΧΙ. Όλες τις νύχτες ξυπνάω για να δω αν τα χέρια μου συνεχίζουν να είναι χέρια. Κι ακόμα δε χρειάζεται να αναρωτηθώ τι είναι το χέρι.

ΧΙΙΙ. Μαθαίνει κανείς, στο χωριουδάκι, να περπατάει αργά. Μαθαίνει να μιλάει με τ’ αστέρια, με τους νεκρούς. Ακούει, κλείνει τα μάτια. Είναι η πέτρα που έβαλε στα χέρια του.

ΧVI. Κάθε απόγευμα, ανοίγαμε τα παράθυρα για να κάνουμε χώρο στον χρόνο. Το σπίτι είχε τον ψίθυρο των χαμένων γρύλλων. Κάποιες φορές, το χρώμα ήταν το ίδιο. Η ανακάλυψη ενός διαφορετικού, ήταν όλη η περιπέτειά μας.

XVII. Δεν υπήρχε χρόνος για διασκεδάσεις. Ούτε με το εκτός, ούτε με το εντός. Βιώθηκε ως τον τελευταίο κορεσμό. Μάθαμε, αμέσως, ότι το μέλλον δεν ήταν στα ξένα πρόσωπα. Δεν είχαμε αυτό που λένε, καλοπέραση. Δεν υπήρξαν θρήνοι γι’ αυτό. Δεν υπήρξε ανάγκη να γρατζουνίσουμε την άσφαλτο. Ήταν τόση η ζωή, που βγαίναμε από το κάδρο πριν το τέλος κάθε κωμωδίας.

ΧΧΙ. Ο χρόνος θα έρθει, κομματάκια. Δε θα λείψει αυτός που θα φιλήσει τα βλέφαρά μας, οστά εξορισμένα απ’ την ψυχή. Ναι, ο χρόνος θα έρθει και θα σβήσει αυτά τα έτη φωτός που έχουν κολλήσει στο παράθυρό σου.

ΧΧΙΙΙ. Κάτω απ’ το φύλλο είναι το δέντρο που μεγαλώνει, το πουλί που πέφτει. Θέλω να πω, χωρίς φόβο, η σκιά της σκιάς σου, μέσα στο όνειρο.

ΧΧΙV. Κάθε πρωί κοιτάζω τα μάτια σου για να βρω σ’ αυτά, τα χέρια μου. Έτσι εμφανίζεται ο θάνατος. Πρώτα, στο κουμπί του πουκάμισου. Έπειτα, στα βλέμματα που κανείς δε θέλει να διασταυρωθούν.

ΠΗΓΕΣ:
#Entrevista | Jorge Curinao: El silencio es posible sólo a través de las palabras, por Eme – REVISTA KUNDRAhttps://noticiasdiaxdia.com.ar/noticias/val/33618-72/poemas-de-jorge-curinao-santa-cruz-.html#.XfzHMVX7TIV https://letralia.com/247/letras10.htm
http://www.elrompehielos.com.ar/el-rompehielos-presenta-a-jorge-curinao

http://segunda-voz.blogspot.com/2016/05/poemas-de-jorge-curinao.html
https://caminosyviajeros.blogspot.com/2017/07/seleccion-de-poemas-de-jorge-curinao-de.html
http://lentoybrillante.blogspot.com/2018/02/poemas-de-jorge-curinao.html
http://lahistoriadelamelancolia.blogspot.com/2018/05/4-poemas-de-jorge-curinao.html
jorgecurinao.blogspot.com

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: