Γυρνώντας και γυρνώντας στον κύκλο που ανοίγει
το γεράκι πια δεν ακούει τον γερακάρη.
Τα πάντα αποσυντίθενται, το κέντρο δεν κρατάει.
Αναρχία μοναχά ξεσπά πάνω στον κόσμο,
θολός από αίμα χείμαρρος ξεσπά – παντού
η τελετή της αθωότητας βουλιάζει.
Οι άριστοι μένουν αμήχανοι, μα οι φαύλοι
είναι όλοι τους γεμάτοι ορμή και πάθος
Σίγουρα μια αποκάλυψη όπου να ’ναι θα φανεί,
σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία όπου να ’ναι θα φανεί.
Η Δευτέρα Παρουσία! Πριν κιόλας ακουστούν τα λόγια
μια πελώρια εικόνα απ’ το
Παγκόσμιο Πνεύμα
σκιάζει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
ένα σώμα λέοντα με ανθρώπινο κεφάλι,
το βλέμμα του κενό κι ανελέητο σαν ήλιος,
κινεί τους νωθρούς μηρούς του, ενώ ολόγυρα
στροβιλίζονται σκιές εξοργισμένων πουλιών.
Το σκοτάδι πέφτει πάλι – αλλά τώρα ξέρω
πως είκοσι αιώνες πετρωμένου ύπνου
αγριεύτηκαν σε εφιάλτη από ένα λίκνο βρέφους,
και ποιο τραχύ θηρίο, καθώς σημαίνει η ώρα του,
αργοσέρνεται κατά τη Βηθλεέμ να γεννηθεί;