Από λάθος συνεννόηση
ανάμεσα στον Γενικό Γραμματέα του Κόμματος
τον Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής
και τον Υπουργό Εσωτερικών,
ο Günter Schabowski, επιφανές μέλος του Πολιτικού Γραφείου,
το μοιραίο εκείνο βράδυ της 9ης
Νοεμβρίου
ανακοίνωσε σε συνέντευξη τύπου
ότι τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες ήταν πλέον ανοιχτά
κι ότι οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας
δεν θα χρειάζονταν βίζα για να περάσουν στην απέναντι πλευρά.
Το τι ακολούθησε είναι γνωστό.
Ήταν η αρχή του τέλους.
Το τείχος του Βερολίνου είχε αρχίσει να καταρρέει.
Το περιστατικό αυτό αποδεικνύει
ότι κινητήρια δύναμη της Ιστορίας
δεν είναι η Klassenkampf
–όπως πίστευε ένας άλλος Γερμανός–
αλλά η βλακεία.
Ο Ταλλεϋράνδος το γνώριζε αυτό
εξ ού κι από εκπρόσωπος του κλήρου
στη Συνέλευση των Γενικών Τάξεων
(ήταν επίσκοπος της Ωτέν)
έγινε ξαφνικά φλογερός επαναστάτης,
έβαλε μάλιστα το χέρι του
και στη συγγραφή της περίφημης Διακήρυξης.
Το Régime
σκέφτηκε δεν μπορούσε να σωθεί,
ήταν πλέον πολύ Ancien.
Όπως εκμυστηρεύτηκε αργότερα
στον άσπονδο φίλο του Μέττερνιχ
καθώς περπατούσαν σε πάρκο της Βιέννης
(υπάρχει σχετική εγγραφή στο ημερολόγιό του),
«αγαπητέ Κλέμενς υπηρέτησα τρία διαφορετικά καθεστώτα
κι όπως βλέπεις είμαι ακόμη εδώ.
Με ρωτάνε: Τι ήταν ο Ροβεσπιέρος, ο Βοναπάρτης, ο Λουδοβίκος ΙΗ';
Τους απαντώ: το βούτυρο της ματαιοδοξίας
που άλειφα με αργές κινήσεις
πάνω στο ζεστό κρουασάν της πραγματικότητας».