Θεία Μοσχούλα

Θεία Μοσχούλα
Depositphotos 104106416 Stock Photo The Merchant Of Brooms 1774

Σκουπίδια όμορφα, σκουπίδια να γεμίσουνε τα δευτερόλεπτά σου όλα, απ’ την εκκίνηση ως τον τερματισμό, όλα σου τα χιλιόμετρα, όσα σου αναλογούν, ή και να πεις, όλα τα στάδια στον χρόνο ετούτον τον πολύ, στον χρόνο ετούτον τον ελάχιστο, που σε ακολουθεί σαν τον πιστό τον υπηρέτη και που δεν ξέρεις πότε θα σε αδειάσει σ’ έναν έρημο σταθμό ή σε μια στάση πολύβουη –το ίδιο θα ’ναι, αφού και οι νεκροί είναι κωφάλαλοι– μα και ποιος ήξερε ποτέ τον χρόνο του, εκτός κάποιοι Άγιοι, κι αυτό με επιφύλαξη, σκουπίδια να γεμίσουνε τα κάθε ίσως και τα κάθε σου μπορεί, τα κάθε θέλω και τα κάθε είμαι, την κάθε λίγη υποψία να ’σαι κάποτε ακέραιος Εσύ, μέσα στο σύμπαν το μικρό, μέσα στο σύμπαν το ακατάλυτο, που σε κρατά στη ράχη του σαν το μυρμήγκι και σε πάει όπου δεν ξέρεις.
Διαφημιστές κοιτούν με βλέμμα εκστατικό τον ανόητο ρήτορα, κορίτσια με πολύχρωμα νύχια θαυμάζουν τους κοιλιακούς κανενός προσώπου, ο έρωτας, υπερόπτης υπέροχος, ξέρει πώς να γυρνά την πλάτη του στους τζαμπατζήδες, όχι, δεν θα περάσετε δίχως εισιτήριο, εμείς εδώ στην είσοδο πάνε γενιές που ασκούμαστε στο ωραίο άθλημα, μέσα απ’ του μάταιου τις στενωπούς που πάντα απ’ τον σωστό παράδρομο σε βγάζουν στην πλατιά κοιλάδα, αυτήν που μοναχά για λίγο δίδεται –αλλά τι προσφορά κι εκείνη– για λίγο, όσο μοναχά αντέχουμε, τότε που, μετά από πολλή προσπάθεια, πολύ κόπο, αξιωνόμαστε ένα μπαλκόνι με πιο παρηγορητική θέα, κάπως πιο του θανάτου άξια –και της ζωής να πεις το ίδιο– ναι, τότε είναι που χαϊδεύουμε την κέρινη φτερούγα σαν βραδιάσει, να αντέξει προσευχόμαστε ακόμα λίγο το εκστατικό του διαφημιστή προς την ανοησία βλέμμα, και το άλλο, των κοριτσιών με τα πολύχρωμα νύχια, προς τους κοιλιακούς με δίχως πρόσωπο, και τότε είναι που μπορείς να πεις ότι γινόμαστε κι εμείς λίγο πιο άνθρωποι, μάσκα και ψυχή αξεχώριστοι, για λίγο, για μια στιγμή, μα κι ετούτη η στιγμή πολύ είναι, πώς να τ’ αρνηθείς;

Θυμάμαι τη θεία Μοσχούλα, καλά να 'ναι όπου και να 'ναι, σε όποιον ουρανό κι αν πλένει σήμερα τα ασπρόρουχά της, τηνε θυμάμαι με μια ψάθινη σκούπα στο χέρι να σπρώχνει αόρατα σκουπίδια στην αυλή του σπιτιού της στη Λιβάδα, εκεί, ανάμεσα στα βουνά του Μυλοπόταμου, πάνω στην άγρια ράχη του Ψηλορείτη, άντρα ωραίου κι αυτού και δυνατού και δύστροπου και τρυφερού σαν είχες λίγο κάποτε βρεθεί στη δούλεψή του, πλάι στις άλλες σκυθρωπές φιγούρες με τις ροζιασμένες παλάμες, και δίπλα στα μυξιάρικα που όλη μέρα κλοτσούσαμε τη μπάλα στις χωράφες, να καλοπιάσουμε τον δικό μας θυμό που θέριευε, τηνε θυμάμαι με τον λίγο που μου αναλογεί πόνο, που δεν καταλάβαινα τι δώρο ήταν εκείνο που μου χάριζε απλόχερα, δεν ήξερα, να της προλάβω ένα έστω ευχαριστώ, μιαν αγκαλιά, δεν ήξερα ο αναλφάβητος τι ήταν αυτό το σάρωμα των σκουπιδιών που δεν υπήρχανε, τι προσευχή πολύτιμη, τι μνήμη που ακόμα στάζει νόημα στις μέρες μου, πέρασε η μισή ζωή για να υποπτευθώ: ο πρώτος κι ο μοναδικός μου δάσκαλος –αφού κι οι δάσκαλοι σκιές είναι κινούμενες του Ενός που δεν θυμόμαστε– ήτανε εκείνη η ψάθινη σκούπα της Μοσχούλας, που ήξερε να μαζεύει σε μια γωνιά τα περιττά και να τα σπρώχνει βαθιά στην κοιλιά του θεόρατου βάραθρου που ‘χε για μας και μόνο ζωγραφίσει, εκεί, στην άκρη της λάμπουσας αυλής της.
Έτσι και τώρα, καλά να είσαι θεια Μοσχούλα μου, καλά να είσαι όπου κι αν είσαι, σ’ όποιον ουρανό κι αν σηκώνεις το διοπτροφόρο βλέμμα σου να ξαναδείς τον κόσμο μας, φέρε μου αυτό το ιερό σου σάρωθρο, για λίγο μόνο δάνεισέ μου το, κι εγώ θα κάνω τώρα τη δουλειά, ολόχαρος θα τυλιχτώ μες στην κατάλευκη ποδιά σου με τα λουλακί κεντήματα, θα ανασηκώσω τα μανίκια, θα τρίψω τις ζεστές παλάμες και θα ξεκινήσω:

Κορίτσια, με πολύχρωμα νύχια και με τελευταίας τεχνολογίας κινητά που πάνω τους σέρνουν τους αντίχειρες μοιράζοντας φιλιά και like, διαφημιστές εκστατικοί κοιτώντας μες στα μάτια τον κάθε πρίγκιπα της ανοησίας, νάνοι-τσιράκια κάθε χαμογελαστής μαφίας, στρίβοντας μάγουλο προς τον ορίζοντα μιας σκέψης παγερής σαν σε δωμάτιο νεκροτομείου, που επιμένει πως η μήτρα της συγκίνησης μόλις αποθηκεύτηκε με ενισχυμένη κρυπτογράφηση στα θησαυροφυλάκια της τάδε εταιρείας κινητής τηλεφωνίας, και έτσι στο εξής θα λαγοκοιμόμαστε στα αβαθή του ονείρου μας, κραταιοί και απερίσπαστοι, γονείς που λένε «Εμένα μη με ανακατεύεις, εγώ έχω παιδιά», πολιτικοί παρατρεχάμενοι που διαλαλούνε την πραμάτεια τους ορθοί μπροστά στις σαλιωμένες κάμερες, καμαρωτοί ωσάν του γύφτου το σκεπάρνι, πολιτικοί-βιαστές του ακριβού μας χρόνου, αρουραίοι-επιδρομείς στις κρεβατοκάμαρες των κοριτσιών μας, με τα χρυσά γαλόνια της οχιάς και τους μόνιμους μες στους αιώνες που τους αξίζουν πελάτες, το χαμερπές που χρόνια δούλεψαν ακροατήριο, η σπείρα των υποληστών που πάντα με το κλείσιμο της κάλπης ένα ένα, σαν τον τσιφούτη μες στην παλάμη, θα μετρούν τα κεκτημένα, που μέχρι τελευταίας κεραίας θα εξαργυρωθούν μες στην τετραετία –μετρήσιμο κάθε μικρό, μονάχα στα μεγάλα είναι που ξεχνάμε την προπαίδεια– δάσκαλοι υπάλληλοι των υπαλλήλων της πολιτικής υπαλληλίας, παλεύοντας να κλωνοποιηθεί, μένοντας με κάθε τρόπο ακλόνητο, το κραταιό των διαφημιστών κύτταρο, δάσκαλοι, δάσκαλοι που αγκαλιάζουνε τα πιο πολύχρωμα, πιο θαλερά λουλούδια μες στον ίσκιο της παλάμης τους κι αυτά μαραίνονται, δάσκαλοι-πειρατές με το ρεσάλτο στην κατάλληλη την ώρα, δάσκαλοι με το βρόμικο υποδεκάμετρο βαθμολογώντας τα ιερά μας και τα όσια, όσα επιβιώσαν της καταστροφής, δάσκαλοι-αρχιτέκτονες που ξαναχτίζουνε τον κόσμο μας τετράγωνο, να είναι βολετό να φυλαχτεί στα ράφια των βιβλιοθηκών, δάσκαλοι που κραδαίνουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας κάθε λογής ενδεικτικά καταλληλότητας, μυρμήγκια ήθους θείου τραβώντας έξω απ’ την κωλότσεπη σαν τους ταχυδακτυλουργούς –ο μη γένοιτο, μα κάλιο γαϊδουρόδενε– των φρονημάτων το πιστοποιητικό, πάντοτε έτοιμο, πάντα φρεσκοδιορθωμένο για να πρωτοκολληθεί ενώπιον μαρτύρων, τότε που το καράβι θα βυθίζεται, πρώτοι αυτοί να μπουν στις λέμβους, μην αφανιστεί το είδος, μην καταποντιστεί τέτοιος ανθός, πλανόδιοι πωλητές κάθε λογής ασημαντότητας, δεξιοτέχνες της συλλογικής μας πλάνης που καλά γνωρίζουν τι ‘ναι αυτό που χρειαζόμαστε, κι άλλοι, των πιο πολυπερπατημένων δρόμων διασκεδαστές, κλόουν σε πάρτι παιδικά, που ντε και σώνει θα σε κάνουν να ξεκαρδιστείς, να κλάψεις, να αγαπήσεις και να μισηθείς, ανάλογα -πάντα θα είναι στο τσεπάκι τους το αποτέλεσμα, το ξέρουν δα, ο άνθρωπος είναι μία παράμετρος μονάχα, φτάνει σωστά να μετρηθούνε στη μεζούρα τα υλικά και να ‘την, έτοιμη η πίτα σου- βέβαιοι που η ζωή έτσι φτηνά θα κουταλομετρά τα υλικά της, ως κάποτε τα τάλαντα και το ψωμί στο αίμα της θυσίας, κι ολόχαρη στην αγκαλιά κάθε επιτήδειου θα τα εναποθέτει, και ο κατάλογος καλά κρατεί, θα επεκτείνεται, θα προσεγγίζει του άπειρου το ωραίο σχήμα, όπως εκείνο των Κινέζων το οκτώ το τυχερό, που εξόκειλε στα ρηχά του πελάγους των μέσα άστρων κι έκτοτε λιάζει τις δυο κοιλιές του μακριά, εκεί που δεν το ακουμπά το βλέμμα μας, έτσι, θα επεκτείνεται ο κατάλογος σαν Τείχος Μέγα Σινικό, θα υπερκεράζει τη ζωή, θα χώνεται στις σκοτεινές γωνιές, λαγωνικό, να ξετρυπώσει ευτυχίες νεογέννητες και να τις στραγγαλίσει στα σαγόνια του, πράσινα κλωναράκια ελευθερίας ηλιόλουστης, αύριο δεν θα ξέρουμε το όνομα ετούτου του φυτού –αλλά τι λέω αύριο– θα κυριεύει, θα ποδοπατά θα αφανίζει κάθε αντίσταση, όμως: να μην ξεχάσω πως δεν είναι ετούτα τα χειρότερα, χειρότερο θα είναι πάντα το σιχαμερό σκουπίδι της δικής μου αποκοίμισης, η πουπουλένια θέση στη φωλιά του καναπέ μου, με το καινούργιο ανά χείρας τηλεκοντρόλ, εκεί, που μέρα με τη μέρα θα κλωσάω κάτω απ’ το όλο και πιο άχρηστο βάρος μου το αυγό της απραξίας.

Σκουπίδι και ο χρόνος κάποτε, ώρα καλή, τώρα που έπεσε το φως, τώρα που νύχτωσε και πας να πιάσεις νήμα από κει που το άφησες και βλέπεις πως εκεί δεν θα το ’βρεις ξανά, γιατί πρέπον δεν είναι εσύ να κυβερνάς τον χρόνο σου, όποιος θα κυβερνά τον χρόνο του θα ’ναι δικαιωματικά και του θανάτου του ο άρχοντας, κι εμείς δεν είμαστε φτιαγμένοι για τα τέτοια, δεν αντέχουμε, παρότι ο άνθρωπος είχε έτσι απ’ τον μεγάλο εφευρέτη κατασκευαστεί, ώστε να ξέρει και του χρόνου και του τόπου του τα χούγια και τα μυστικά, κι ήτανε τότε που ακόμα γύρω μύριζε παράδεισος, κι ύστερα, άγνωστο πώς, γιατί εκείνα που είπανε για μήλα κι άλλα τέτοια εμένα δεν με ξεγελάνε τον αγράμματο, εξόν και κάτι μες στα χρόνια ξέφτισε απ’ τη φόδρα των παραμυθιών και φτάνουν ως εμάς κουτσαίνοντας, με πι και με μπαστούνια σκαλιστά, παράλυτα και μισερά σαν υπερήλικες, ανήμπορα ν’ αφήσουν έναν αργυρό χρησμό μες στην καρδιά μας, κάποτε, το λοιπόν, άγνωστο πώς, βρέθηκε ο άνθρωπος έξω απ’ τον κήπο με τα μυριστικά, που μέσα στις ανάσες των φυτών του μάθαινε πώς συλλαβίζεται ο τόπος και ο χρόνος, κι ας ήταν σαν τον μαθητή της πρώτης τάξης, με τις γομολάστιχές του να σβήνει και να γράφει ώσπου να μάθει, ώσπου να ’ναι έτοιμος, έτσι, και έκτοτε ζει ζωή κομματιασμένη, ζωή σε αποσπάσματα, ένα εκεί, ένα εδώ, δίχως καθόλου να καταλαβαίνει, δίχως καθόλου να νογά, κι ας εξαιρέσουμε εκείνες τις ώρες της μέθης τις εξαίσιες – από κρασί ή από έρωτα για κάποιον ή για κάτι, που ’ναι το ίδιο σ’ ετούτο το πλέον ακρωτήρι που τ’ αγκαλιάζουν της ανατολής ηλιοθρεμμένες παραλίες, κι έτσι, μέσα σ’ αυτή τη μέθη, ας είναι και για λίγο, ας είναι και για πάντοτε, γυρνά σαν τον παλιό ταξιδευτή στη μια πατρίδα που ρυτίδα πόνου δεν την χάραξε, και νιώθει παντοδύναμος, και νιώθει άξιος για τα μεγάλα, τα έργα τα φωτοβολούντα μέσα στις σπηλιές του σκότους, και είναι τότε που τον λεν κι αυτόν άνθρωπο επιτέλους καθημερινό, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο, ενώ ως τότε ήταν νήπιο ανάγωγο, άμαθο της αγάπης και του πόνου της, ζώο ανήμπορο να πεις, αν και το ξέρεις πως τα ζώα ήταν που κυρίευσαν τη θέση που άφησες κενή, κράτησαν δικαιωματικά τον τόπο σου που πρόδωσες, γιατί ο πρώτος αρχιτέκτονας ήτανε λένε ελεήμονας, και δώρισε σε κάθε απόγονο έναν εξ ανακλάσεως συγγενή, έναν τρόπο –αυτόν– για να κρυφοκοιτά μέσα απ’ του πατρικού σπιτιού την κλειδαρότρυπα, αφού δεν είναι πλέον μπορετό να το κατοικεί.

Έτσι κι ο γάτος μου, που γάτος μου στ’ αλήθεια δεν είναι, μα έτσι πρέπει να τον λέω για να ξεγελώ τον τρόμο, ο γάτος μου, όταν κοιτά απέναντι, κοιτάζει μοναχά για να κοιτάξω και εγώ, προς τα κει που αύριο θα φυσήξει το δροσερό αεράκι του χρησμού, έτσι, για να ’μαι έτοιμος, έτσι καθώς το ξέρουμε πως κι η ελιά δεν είναι δέντρο, μα εκκλησία με αρχαία τάματα, ένα ολόγραμμα του δέντρου της άλλης εισόδου, που μες στα φύλλα της φυλά σταγόνες ήλιου, φυλά πολύτιμο φωτός ιδρώτα που σαν την τρύπια οροφή στάζει ζεστές αλήθειες μες στις μέρες μου, εμένα του τυφλού, εμένα του βαρήκοου, εμένα που απορώ ακόμα πώς μου εμπιστεύεται όσα μονάχα τα παιδιά, οι ερωτευμένοι κι οι σοφοί ξέρουν να συλλαβίσουν.

Έτσι θα πάμε. Ποιοι; Ακόμα δεν το ξέρω για να πω, κι ίσως ποτέ μου να μην μάθω. Ξέρω μονάχα πως εκεί, στο φωταγωγημένο τέρμα, ίσως μας περιμένει ένα δώρο, ας πούμε ένα και μόνο επιπλέον δευτερόλεπτο, μία και μόνη πριν απ’ την αιώνια μας σιωπή στιγμή, μια τελευταία επίσκεψη στο πρώτο σπίτι, μία στιγμή που όμως –για την αποκάλυψη αυτού που πάντα ήταν ο κόσμος μας αλλά δεν είχαμε μάτια για να τον δούμε– θα διαρκέσει μερικές χιλιετίες, ναι, έτσι θα μας δοθεί μια στιγμιαία –δηλαδή αιώνια, αφού κι ο χρόνος θα ’χει μόλις μέσα μας καταργηθεί– επιστροφή στο σπίτι, που οι πυθίες είπαν κάποτε Παράδεισο.
Αυτός είναι ίσως ο μόνος λόγος που ακόμα περπατώ, κι αυτός θα είναι και ο λόγος που η θεία Μοσχούλα σπρώχνει κάθε πρωί τα αόρατα σκουπίδια της στην άκρη της αυλής μου, χαμογελώντας.

(16/12/19)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: