Ο Παρθενώνας και εγώ

Ο Παρθενώνας και εγώ

Όπως ήδη ανάφερα στο κείμενό μου «Η Καμάρα» (βλ. Τόποι της λογοτεχνίας, Καστανιώτης-Εταιρεία Συγγραφέων 2014, σ. 99 κ.ε.), οι χρυσοχόοι περιλάμβαναν  –και περιλαμβάνεται μάλλον ακόμη και τον Παρθενώναστο ρεπερτόριο των μενταγιόν. Τώρα όλα αυτά γίνονται με αυτόματα μηχανήματα και υπολογιστές, τότε όμως όλα γίνονταν με τη φωτιά και τη δύναμη του χρυσοχόου που συντηρούσε μια τέχνη παμπάλαια. Μερικά από τα εργαλεία της, όπως το τρυπάνι, είναι γνωστά ακόμη και από την προϊστορική εποχή.
Όταν ήμουν στο Αρχαιολογικό της Φιλοσοφικής στο ΑΠΘ, τη δεκαετία του ᾽60 προς ᾽70, φυλλομετρούσα και διάβαζα, με αρκετή δυσκολία είναι αλήθεια, τα βιβλία Γερμανών σοφών για το μνημείο αυτό που κατέφθαναν στο σπουδαστήριο και άρχισα να συνειδητοποιώ πολλά, συγκρίνοντας καταρχήν τις υπέροχες εκείνες εκδόσεις με τις άθλια πολυγραφημένες σημειώσεις των εξαίρετων καθηγητάδων μας της κλασικής αρχαιολογίας. Θυμάμαι ένα πανάκριβο δίτομο για τον γλυπτικό διάκοσμο του Παρθενώνα με πορτοκαλί (!), της μόδας τότε, εξώφυλλο, του Erik Brommer, που σου επέβαλε να το φυλλομετρήσεις απαλά, στα ακροδάχτυλα. Τέτοια ποιότητα είχε! Ήταν μία από τις άπειρες συμβολές στην αποκατάσταση αετωμάτων και ζωφόρου. Αλλά και πολλών άλλων, γερμανών κυρίως, ανάλογων τα ονόματα, επέβαλαν απόλυτο σεβασμό και δέος: Buschor, Langlotz, Lippold, και, αργότερα, Himmelman-Wildschutz κ.λπ. κ.λπ.

Ο Παρθενώνας ήταν πάντα ένα σημείο αναφοράς. Οι περισσότεροι, ιδιαίτερα ο Buschor για τη ζωφόρο, έγραφαν σαν υψιπετείς ιεροφάντες, αλλά ταυτόχρονα διέθεταν και την απαιτούμενη μεθοδικότητα του ερευνητή ή και του ανασκαφέα. Ο Buschor έκανε και ανασκαφές στη Σάμο! Πολλοί δικοί μας έλεγαν ότι οι περισσότεροι από αυτούς υπήρξαν ενεργοί εθνικοσοσιαλιστές. Πάντως τα κείμενα εκείνα είχαν μια άνευ προηγουμένου πνευματικότητα που πήγαζε απευθείας, ας πούμε, από τον Hölderlin. Ο γραπτός λόγος προσπαθούσε να φθάσει στο επίπεδο αυτών που περιέγραφε. Τα λόγια π.χ. του Hölderlin «μόνο που και που ο άνθρωπος σηκώνει θεϊκή πληρότητα» (nur zur Zeit trägt göttliche Fülle der Mensch) είχαν απόλυτη αντιστοιχία, ας πούμε, με τα μάτια ανθρώπων και ζώων της ζωφόρου. Τα γλυπτά αυτά είχαν απομονώσει την αιωνιότητα. Κείμενο υψηλής τελικά ποιητικής ήταν και κείνο το «Τηλαυγές Μνήμα» του δικού μας του Χρήστου Καρούζου. Θα το είχε ζηλέψει, είμαι σίγουρος, ας πούμε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Όλα αυτά μύριζαν κλίμα της δικής μας γενιάς του ΄30. Κάποτε οι μελετητές της θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους και κείμενα αρχαιολογικά.

Λίγο αργότερα τα πράγματα έγιναν πιο τεχνοκρατικά και «επί τον τύπον των ήλων», η αναζήτηση του κλασικού ιδεώδους πήγε περίπατο κατά κάποιο τρόπο. «Καλός και ο Παρθενώνας», μου είχε πει κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 ο φίλος μου, μακαρίτης τώρα, Τάσος Χριστίδης, «αλλά πρέπει να αρχίσετε να βλέπετε τι γίνεται και με τους ανθρώπους». Ήδη ήταν μαθητής του Τσόμσκυ στο Κέμπριτζ της Αγγλίας. Αυτά στο σπουδαστήριο της, μακαρίτισσας επίσης, Άλκης Νέστορος. Αλλά και εγώ ήδη είχα αρχίσει να αλλάζω μυαλά. Κράτησα μόνο, υποθέτω, ό,τι αφορούσε την ποίηση, από εκείνη την εποχή. Και την τέχνη, από μιά άμορφη μάζα χρυσού, να κάνεις μενταγιόν τον ίδιο τον Παρθενώνα.

(Μάρτιος 2016)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: