Έβρεχε στην Σιγκισοάρα και έτριζε το ξύλινο πάτωμα του πρεσβυτερίου: Κυριακή, 25 Απριλίου 1999. Ίσως για αυτό πατούσε στα ακροδάχτυλα ο αιδεσιμότατος με τον μεταλικό σταυρό κρεμασμένο στο στήθος, μέσα από το μαύρο σακάκι, πάνω από το μαύρο γιλέκο, που έσφιγγε το λευκό πουκάμισο και άφηνε να φαίνεται ο κόμπος μαύρης γραβάτας. Με τα χέρια τεντωμένα στα πλευρά, σε στάση προσοχής σχεδόν, υποκλινόταν επαναλαμβάνοντας πόσο σπουδαία ήταν η επίσκεψή μας μια τέτοια σπουδαία μέρα υπό τέτοιες σπουδαίες καιρικές συνθήκες, ηλιοφάνεια στο Βουκουρέστι.
Έβρεχε στην Σιγκισοάρα και στο ισόγειο του πρεσβυτερίου η κυρία Λότε Χέρμαν, απόγονος Σαξόνων στρατιωτών που εγκαταστάθηκαν εδώ πριν από οκτακόσια χρόνια, καλεσμένοι από τον βασιλιά της Ουγγαρίας για να προστατεύουν τα σύνορά του από επιδρομές, είχε ετοιμάσει τσάι του βουνού, που το πρόσφερε σε μικρά φλιτζάνια ψάλλοντας καλωσορίσματα και ευχές, υπό το βλέμμα των αλλοτινών πρεσβυτέρων, οι οποίοι είχαν αναλώσει τον βίο τους υπέρ της κοινότητας και της σωτηρίας των ψυχών του ποιμνίου τους. Οι προσωπογραφίες των παλαιότερων και οι φωτογραφίες των νεώτερων, κάθε μία σε φαρδύτερη ή στενότερη ξύλινη κορνίζα, έφερε το όνομα του κεκοιμημένου, καλλιγραφικά γραμμένο κάτω από την κορνίζα σε πάλευκο χαρτόνι με μαύρη μπορντούρα, στερεωμένο στον τοίχο με πινέζα και κολλητική ταινία, ζυγισμένη για να μη φαίνεται στραβή.
Έβρεχε στην Σιγκισοάρα, καμία λέξη δεν πνίγηκε στις χοντρές στάλες της βροχής, πληροφορίες κατά την υποδοχή στο πλάτωμα, από όπου η στενή οδός για το Σαξονικό κοιμητήριο δεξιά μας στην πλαγιά, σκουπίσαμε τις σόλες των παπουτσιών μας στο πλεχτό από σκοινί χαλάκι της εισόδου του πρεσβυτέριου, ο εκπρόσωπος των Ελλήνων Καθολικών υποκλίθηκε, στεκόταν παράμερα και κάπνιζε, χαμογέλασε λέγοντας πώς, όπως είναι φυσικό, το κάπνισμα απαγορεύεται αυστηρώς στα πρεσβυτέρια. Έσπευσε προς το μέρος μας νεαρός κρατώντας ανοιχτή ομπρέλα, μίλησε για την ιστορία του κοιμητηρίου, έδειξε ότι όχι ακριβώς εκεί, αλλά πιό κάτω ήταν η κατοικία του Βλαντ Ντράκουλα, που τσάκισε τους εχθρούς της πατρίδας και τους ήπιε το αίμα, είχε στον στρατό Έλληνες, τον Γκίκα, τον Καραμήτρο, τον Καρατζιάλη, τον Τσελιμπιντάκη, τον Παπαντοπόλ, τον Πορτοκάλε, τον Τσιγκάρα Σαμούρκα και πολλούς άλλους.
Εκείνη την στιγμή σταμάτησε η βροχή, οδεύσαμε προς το κοιμητήριο και το διατρέξαμε υπό τους ήχους μπάντας που έρχονταν από μακριά, από την πλατεία, είχαμε καθυστερήσει λόγω της κακοκαιρίας και έπρεπε να φτάσουμε το ταχύτερο στην πλατεία, είχαμε ρίξει μια ματιά στους τάφους, οι μουσικοί φορούσαν πράσινα καπέλα βαυαρικού τύπου και έπαιζαν χαρούμενες μελωδίες, υπό το βλέμμα αργών περιπατητών και ευάριθμων γειτόνων, που έσκυβαν από ανοιχτά παράθυρα και τίναζαν ξεσκονόπανα.
Στο Δημαρχείο, που οικοδομήθηκε το 1887, ο κύριος Δήμαρχος, στρεφόμενος περί τον εαυτό του, ώστε να μην παραλείψει κάποια λεπτομέρεια του διαδρόμου προς την Αίθουσα Τελετών, άνοιξε ιδιοχείρως την δίφυλλη φαρδειά πόρτα και προχώρησε με τα χέρια εν εκτάσει προς τους πάγκους, ταπετσαρισμένους με κόκκινο βελούδο υπό το φως δύο πολυελαίων και χάθηκε μεμιάς ο ήχος της μπάντας, η δίφυλλη φαρδιά πόρτα είχε κλείσει, είχαμε λάβει τις θέσεις μας. Ο κύριος Δήμαρχος ανέβηκε στο έδρανο μπροστά από τους πάγγους και, υπό την κανονικότητα της βροχής που είχε ξαναρχίσει, μίλησε για την ιστορία της πόλης, για την αλληλεγγύη των λαών, για την μεγάλη σημερινή συνάντηση με αφορμή την αναστήλωση και αναπαλαίωση της εκκλησίας των Σαξόνων, του πρεσβυτερίου και του κοιμητηρίου. Δίπλα του εμφανίστηκε ο αιδεσιμότατος, που έλαβε τον λόγο για να ζητήσει την χάρη του Θεού επ' ωφελεία της πόλης, των παρόντων, των συγγενών και φίλων, των πεφιλημένων νεκρών. Ύψωσε την δεξιάν του και έδειξε τον εκπρόσωπο των Γερμανών επισκεπτών και προσκυνητών, που είχαν φτάσει οδικώς από το Μόναχο, οπότε ο χερ Ντόκτορ Μύλχερ σηκώθηκε από τον πάγκο του και μίλησε επί μισή ώρα περίπου, διακοπτόμενος συχνά από το ακροατήριο, το οποίο επιβεβαίωνε διά χειροκροτημάτων τις προτροπές του για έναν κόσμο όμορφο, ανοιξιάτικο, αγγελικά πλασμένο.
Η πανηγυρική εκδήλωση στην Αίθουσα Τελετών υπερέβη τα προγραμματισμένα χρονικά περιθώρια, με αποτέλεσμα να κρυώσουν τα φαγητά στο ξενοδοχείο Ρεξ, όπου ο κύριος Δήμαρχος πρόσφερε επίσημο γεύμα. Γι' αυτό, ο κύριος Διευθυντής του ξενοδοχείου και το προσωπικό της τραπεζαρίας βγήκαν στο πεζοδρόμιο και, υπό την βροχή που πότε δυνάμωνε και πότε ηρεμούσε, καλούσαν με υποκλίσεις και ευγενείς παραινέσεις τους υψηλούς προσκεκλημένους να μην καθυστερούν, δεδομένου ότι έτσι η οργάνωση του γεύματος δεν θα αντιστοιχούσε στις προσφερόμενες υπηρεσίες και η γεύση των εδεσμάτων θα υπολειπόταν της ποιότητας των μαγείρων.
Το φαγητό κρύωσε περισσότερο, επειδή ουδείς Γερμανός προσκεκλημένος διανοήθηκε να απολαύσει τα ποικίλα εδέσματα πριν προσέλθει ο αιδεσιμότατος και ψάλλει με δυνατή φωνή την ευλογία της βρώσης και πόσης. Σύρθηκαν λοιπόν οι καρέκλες προς τα πίσω, όλοι σηκώθηκαν μεμιάς, όλοι έσκυψαν το κεφάλι στο άκουσμα του θείου λόγου, όλοι συνήλθαν μεμιάς από την κατάνυξη, όλοι κάθησαν και ρίχτηκαν στην βρώση, συχνά-πυκνά προσφεύγοντες στην πόση παλίνκας παγωμένης. Έτσι, οι προπόσεις και αντιπροπόσεις από κληρικούς και λαϊκούς έβαιναν αυξανόμενες, ώσπου ο εκπρόσωπος των Γερμανών Καθολικών ανέπτυξε το ανάστημά του και προτείνοντας την γαστέρα του στο κέντρο της τραπεζαρίας, τραγούδησε ένα παλαιό πολυχρόνιο προς τιμή του παρόντος απόγονου του Ζιγκρούν, γιου του Χέλγκι.
Προ πολλού όμως οι συνδαιτημόνες είχαν προσέξει την θυγατέρα του, ψηλή, λεπτή, με μάτια αμυγδαλωτά και χείλη γραμμένα, είκοσι ετών μάλλον, ίσως είκοσι δύο. Και έτσι, ήταν φυσικό να λήξει το γεύμα περί την δύση του ήλιου, που φώτισε τα σύννεφα, η βροχή είχε σταματήσει και να νερά λίμναζαν, μπροστά από το ξενοδοχείο Ρεξ πέρασε ένα κάρο με ρόδες αυτοκινήτου, το έσερναν δύο άλογα και πάνω σε ένα μαδέρι κάθονταν δύο τσιγγάνοι γυρολόγοι, που φώναζαν ότι αγόραζαν όλα τα παλιά, το κάρο ήταν φορτωμένο με λογιών σαραβαλιασμένα και σπασμένα πράγματα. Και τότε βρήκε το άλογο να κοπρίσει και ο αέρας έφερε από το ανοιχτό παράθυρο της τραπεζαρίας την μυρουδιά της καβαλίνας που είχε πέσει στα νερά, γιατί από την πολλή βρώση και πόση και τα πολλά τσιγάρα του εκπροσώπου των Ελλήνων Καθολικών, θαμπωμένο από τα μάτια της κόρης του εκπροσώπου των Γερμανών Καθολικών, ο κύριος Διευθυντής του ξενοδοχείου κρατούσε ανοιχτή την πόρτα της τραπεζαρίας προς τον δρόμο για να μπαίνει λίγος αέρας και να ξεθολώνουν τα μυαλά.
Είχε πια νυχτώσει. Και είχαμε γυρίσει στο πρεσβυτέριο, όπου η κυρία Λότε Χέρμαν είχε ετοιμάσει τσάι, που το πρόσφερε σε μικρά φλιτζάνια, μουρμουρίζοντας να προσέξουμε την θέα, η Σιγκισοάρα απλωνόταν δεξιά και αριστερά από το ποτάμι, η παλιά πόλη σαν λαδιά που δεν φεύγει, η κόρη του εκπροσώπου των Γερμανών Καθολικών είχε υψώσει το φόρεμά της πάνω από το γόνατο και έσκυβε στο αυτί της κυρίας Λότε Χέρμαν ρωτώντας τι έπρεπε να κάνει για να φύγει μια λαδιά από το ρούχο της, το είχε για κακό, για αμαρτία που ήταν έτοιμη να εκραγεί. «Να σας βοηθήσω», ψέλλισα.