Το σπουδαίο σινεμά των αδερφών Κοέν, δεν υπήρξε ποτέ αισιόδοξο. Ήδη από το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο, το ανατριχιαστικό Blood Simple του 1984, είχαν δώσει το στίγμα τους. Αυτοί εδώ οι τύποι δεν ήρθαν να χαϊδέψουν αυτιά ή να πουν στους ανθρώπους πως τα έχουν όλα καλώς καμωμένα. Με εξαίρεση το προαναφερθέν ντεμπούτο τους, όμως, για πολλά χρόνια, η βιτριολική κριτική που ασκούσαν στην ανθρώπινη βλακεία, φορούσε τον μανδύα της κωμωδίας. Της μαύρης κωμωδίας, έστω. Ας πούμε, λίγες ταινίες του μοντέρνου σινεμά είναι πιο απαισιόδοξες απ' το Fargo ή το υποτιμημένο αριστούργημα που λέγεται The Man Who Wasn't There, αλλά αυτή η απόγνωσή τους είναι τόσο καλά κρυμμένη κάτω από μια περιπαικτική κρούστα, που θα μπορούσες ακόμα και «διασκεδαστικές» να τις πεις.
Τι να κάνεις; Αναμφίβολα είναι κωμικά τα ανθρώπινα. Ο κόσμος μας είναι παράλογος, οι κοινωνίες μας παραδόπιστες, σαθρές, υποκριτικές κατασκευές επικεντρωμένες απλώς στο να μεταμφιέζουν τα χειρότερα ελαττώματά μας σε αρετές, κι εμείς οι ίδιοι κωμικοτραγικά πλάσματα που τρελαίνονται απ' την υπερπροσπάθεια να παρουσιάζουν καθημερινά ως ένα «παγκόσμιο ιδεώδες» τον χωλό υπάνθρωπο που τους δόθηκε, όπως γράφει ο μέγας Σελίν στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας. Όλα αυτά είναι οπωσδήποτε γελοία. Γι' αυτό οι Κοέν διασκεδάζουν. Και θέλουν να διασκεδάσουμε κι εμείς. Μέχρι το 2007 τουλάχιστον. Διότι τότε γυρίζουν το κατάμαυρο No Country For Old Men [ελληνικός τίτλος «Καμιά πατρίδα για τους Μελλοθάνατους»], και τα γέλια κόβονται απότομα. Από εκεί κι έπειτα, χωρίς να εγκαταλείπουν εντελώς το χιούμορ και την σκωπτική ελαφρότητα του πρώτου μέρους της φιλμογραφίας τους (γιατί μια ταινία σαν αυτήν, αναγκαστικά κόβει μια φιλμογραφία στη μέση, δημιουργεί ένα «πριν» κι ένα «μετά»), το σινεμά τους σκοτεινιάζει και βαραίνει υπέροχα. Τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.
«No Country for Old Men», των Joel & Ethan Coen
Η πλοκή του «No Country for Old Men» είναι εξαιρετικά απλή. Τα πρόσωπα ελάχιστα (δεν χρειάζονται περισσότερα), η δραματουργία περιορισμένη στα στοιχειώδη, το αφηγηματικό αρχιτεκτόνημα μινιμαλιστικό. Τέρμα τα μπαρόκ, σεναριακά ψιφιδωτά στα οποία μας είχαν συνηθίσει. Εδώ υπάρχουν μόνο αρχέτυπα που –περιέργως– συνοψίζουν την παρακμή του μοντέρνου κόσμου ως αταβιστική επιστροφή στις άγριες απαρχές του ανθρώπινου είδους: η απληστία, η σκληρότητα, ο εγωισμός, το χρήμα, ο θάνατος. Ένας άνθρωπος που αρπάζει την ευκαιρία να τη σκαπουλάρει από μια αδιέξοδη ζωή (τι πιο κατανοητό; ), κι ο εξολοθρευτής άγγελος στο κατόπι του. Ένας συνηθισμένος nobody που θέλει να γίνει κάποιος με τα λεφτά, και ο ανώνυμος (κι ας έχει το όνομα Άντον Σιγκούρ) διώκτης του, η Μοίρα, ανελέητη και φοβερή, όπως πάντα, για τους φτωχούς nobodies αυτής της γης. Οι Κοέν δεν έπαψαν ποτέ να δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο το Παράλογο εισβάλει απ' το πουθενά και σμπαραλιάζει την εύθραυστη τάξη των ανθρώπινων οργανώσεων, αλλά για πρώτη φορά, στο πρόσωπο του Σιγκούρ (ο Χαβιέ Μπαρδέμ σε μια απ' τις μεγαλύτερες ερμηνείες από καταβολής κινηματογράφου), παίρνει υπόσταση ως υλική παρουσία.
Ο Σιγκούρ αποφασίζει αν θα ζήσεις ή αν θα πεθάνεις, στρίβοντας ένα νόμισμα. Έχει υπάρξει, άραγε, ποτέ πιο καθαρή και σαφής εξεικόνιση της έλλειψης νοήματος του βίου του καθενός; Το –κατάμαυρα– κωμικό στοιχείο του βλοσυρού, κατά τα άλλα, No Country For Old Men, είναι οι φιλοσοφικές προεκτάσεις με τις οποίες πάνε, επίτηδες, οι Κοέν να φορτίσουν τη φιγούρα του Σιγκούρ σε κάποιες σκηνές-κλειδιά. Όμως αυτή η χαρακτηρολογική σκιά δεν αποδίδει δικαιοσύνη (όπως υπέθεσαν αρκετοί), δεν αποτελεί ενσάρκωση κάποιου ηθικού φαταλισμού, δεν είναι ο Θάνατος της Έβδομης Σφραγίδας που απαιτεί να στοχαστείς πάνω στη ζωή σου για να καταλάβεις, επιτέλους, ότι παίρνεις αυτό που σου αξίζει· όλα αυτά είναι αρκούντως διασκεδαστικά (τουλάχιστον για τους Κοέν), διότι εδώ πρόκειται μονάχα για το τυχαίο, το χάος και το μηδέν. Για το ανούσιο. Για το Τίποτα ως μεταφυσικό κέντρο αυτού του, ιλιγγιωδώς διασκορπισμένου, κόσμου («τίποτα δεν είναι πιο αληθινό από το τίποτα», έλεγε ο Μπέκετ).
Εξηγήσεις, λογική, αιτίες, όρια έχει ανάγκη ο καημένος ο σερίφης που ερμηνεύει εκπληκτικά ο σπουδαίος Τόμι Λι Τζόουνς. Φυσικά στο πρόσωπό του αντικρίζουμε μια θνήσκουσα κατάσταση πραγμάτων. Με αυτό το ιδεαλιστικό απολίθωμα, οι Κοέν αποχαιρετούν την εποχή του Νοήματος. Τον βλέπουμε να θλίβεται γιατί αδυνατεί να κατανοήσει τον μοντέρνο νιχιλισμό. Αυτός έζησε σ' έναν κόσμο όπου τόσο το Καλό όσο και το Κακό, «σήμαιναν» κάτι. Δεν είναι τυχαίο που είναι σερίφης, ούτε που όλο το No Country for Old Men είναι φτιαγμένο σαν σύγχρονο γουέστερν. Διότι στα γουέστερν έχουμε πολύ ξεκάθαρες έννοιες, το Καλό και το Κακό είναι ευκρινή και συγκεκριμένα, όπως στις θρησκείες, πρόκειται για ένα κινηματογραφικό είδος του «παλιού καιρού». Δεν έχει πλέον καμία θέση στον χαοτικό 21ο αιώνα και γι' αυτό οι Κοέν το αποχαιρετούν μ' ένα μπεκετικό αντι-γουέστερν που ανατινάζει τη δομική ευταξία του είδους (φυσικά αναφέρομαι, κυρίως, στον τρόπο με τον οποίο αρνούνται την κλασικότροπη κλιμάκωση του γουέστερν, στερώντας μας την τελική σκηνή της αναμέτρησης και τοποθετώντας εκτός κάδρου ακόμα και τον –τυχαίο, παράλογο, ανούσιο– θάνατο του ήρωα).
Η καπιταλιστική διάβρωση του Νοήματος, έχει μια βάναυση επενέργεια στην οποία το σπουδαίο αυτό φιλμ θέλει να σταθούμε: αφαιρεί απ' το πολιτισμικό φαντασιακό κάποιους απ' τους πιο κραταιούς μύθους του, εκείνους που του επέτρεπαν να συγκολλά τα κομμάτια του διάχυτου πραγματικού και να συνθέτει, έτσι, το εκάστοτε αφήγημά του. Όταν μπορούσε ακόμα να συμβαίνει αυτό, η καταστροφή, ο πόνος, η δυστυχία, γινόταν να ενσωματωθούν ως κατανοητές οντότητες στην ψυχική οικονομία του -ατομικού ή συλλογικού- υποκειμένου, κι έτσι να αντιμετωπιστούν (γιατί, όπως πολύ σωστά έλεγε ο Νίτσε, «δεν είναι ο πόνος που δεν αντέχεται αλλά ο πόνος χωρίς νόημα»). Τώρα πια, ούτε αυτό δεν είναι εφικτό. Το χρήμα είναι μια ακατανόητη, σκοτεινή θεότητα απέναντι στην οποία ο καθένας στέκεται μόνος του, χωρίς αφήγημα. Στον σύγχρονο κόσμο, είμαστε διαρκώς αντιμέτωποι με μια μορφή του Πεπρωμένου που, όπως ο Σιγκούρ, στρίβει διαρκώς νόμισμα για να αποφασίσει την τύχη μας.
Σπάνια περίπτωση αριστουργήματος το No Country for Old Men. Επιτομή όλων όσων έλεγαν πάντα οι Κοέν και ταυτόχρονο ξεπέρασμά τους προς μια νέα, αισθητική και στοχαστική, κατεύθυνση. Σίγουρα μια απ' τις πέντε σημαντικότερες ταινίες των τελευταίων είκοσι ετών.