Στο σπίτι του Νικόλα τα παράθυρα μένουν φωτισμένα έως τις πρώτες μικρές πρωινές ώρες. Οι νύχτες διαρκούν περισσότερο από τις μέρες στο χαμηλό οίκημα που βρίσκεται στις παρυφές της πόλης. Ο Νικόλας βλέπει μέχρι αργά ταινίες στον υπολογιστή του ή διαβάζει κόμικς με έναν φακό, αλλά τον τελευταίο καιρό έχει επιδοθεί σε μια σειρά σιωπηλών δραστηριοτήτων στον κήπο όπου στριφογυρίζει αθέατος τουρτουρίζοντας, μέχρι την στιγμή που θυμάται ότι την επομένη έχει σχολείο και κουλουριάζεται στο κρεβάτι του προσπαθώντας να κοιμηθεί. Την ίδια στιγμή οι γονείς του παραδίδονται σε έναν ελαφρό υπνάκο με το κεφάλι γερμένο στο στέρνο μπροστά στην τηλεόραση, η οποία θα εξακολουθήσει να παίζει ερήμην τους από την στιγμή που το ζεύγος αποφασίζει να αποσυρθεί απρόθυμα στην κρεβατοκάμαρα.
O Νικόλας μελετά κλεισμένος στο μικρό του δωμάτιο τα μαθήματα της επόμενης μέρας. Αναστενάζει καρτερικά και προχωρεί στην λύση της τρίτης κατά σειράν εξίσωσης, ενώ στα αυτιά του φτάνουν πυροβολισμοί, οιμωγές, θρήνοι και ριπές εκκωφαντικής μουσικής, θόρυβοι που αφορούν και επιτείνουν την καταιγιστική δράση των τεκταινομένων στην τηλεόραση του σαλονιού – οι γονείς του δεν πτοούνται από τα ντεσιμπέλ και μάλλον δεν δίνουν δεκάρα για τον περισπασμό που πιθανώς προκαλούν στην μελέτη του μοναχογιού τους.
Κατά τις εννέα, η μητέρα του ανοίγει την πόρτα χωρίς να χτυπήσει. «Θα φας»; Ρωτάει, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο εσωτερικό του δωματίου. «Αφού συμμαζέψεις φυσικά όλο αυτό το χάλι», συμπληρώνει. Ο Νικόλας κλείνει το τετράδιο και κοιτάζει ανήσυχα τριγύρω. «Έρχομαι σε δύο λεπτά», μουρμουρίζει με το κεφάλι στραμμένο στον τοίχο. Η αποχώρηση της μητέρας σημαίνει και την λήξη του συναγερμού, οπότε ανοίγει αθόρυβα το παράθυρο και τρέχει στον κήπο. Πίσω από το γκαράζ, επιμελώς καλυμμένο με φύλλα και κλαδάκια βρίσκεται ένα χάρτινο κιβώτιο με συρμάτινο πορτάκι δικής του κατασκευής. Ο Νικόλας το ανοίγει και πιάνει προσεκτικά τον μικρό σκαντζόχοιρο. Χαϊδεύει απαλά τα εύκαμπτα αγκάθια που του θυμίζουν ανοιξιάτικο γρασίδι. Ελέγχει αν υπάρχει νερό στο πλαστικό κουτί του Βιτάμ και τοποθετεί δίπλα λίγα φύλλα μαρούλι τα οποία βγάζει από την τσέπη του. Ασφαλίζει το πορτάκι και επιστρέφει τάχιστα στο σπίτι, πηδάει από το παράθυρο και το κλείνει προσεκτικά.
Στο τραπέζι, ο πατέρας του φορά ριγέ πιτζάμες με ευκρινείς λεκέδες από σάλτσα επάνω και γύρω από τα κουμπιά. Κοιτάει εξεταστικά τον γιο του με μισόκλειστα μάτια καθώς φέρνει το πιρούνι στο στόμα, τραγανίζει τα μικρά κόκκαλα από το κοτόπουλο και βγάζει υπολείμματα τροφής από τα δόντια του με το νύχι του αντίχειρα.
«Τι θα ντυθείς τελικά για τη γιορτή; Αποφάσισες»; Ο Νικόλας σηκώνει τους ώμους, σκέφτεται μήπως θα έπρεπε να εξηγήσει ότι δεν πρόκειται ακριβώς περί γιορτής αλλά περί θεατρικής παραστάσεως, αλλά εγκαίρως συνειδητοποιεί ότι θα ματαιοπονήσει, οπότε αποφασίζει να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Τα πόδια του κινούνται νευρικά κάτω από το τραπέζι – άθελά του κλωτσάει τον πατέρα του, ο οποίος φυσικά τον επιπλήττει και του ζητά να κάτσει έστω για ένα λεπτό ήσυχος, επιτέλους, είναι ώρα φαγητού, σταδιακά υψώνει τη φωνή, όλα τον ενοχλούν: ο τρόπος με τον οποίο ο Νικόλας ακουμπάει τον αγκώνα στο τραπέζι και με το άλλο χέρι ανακατεύει τα μαλλιά του, η συνήθεια να απαντά χωρίς να τον κοιτάζει ποτέ στα μάτια.
«Τελειώνετε», αναστενάζει η σύζυγος, «έχω βαρεθεί να σας ακούω και τους δυο».
Με τα πολλά το οικογενειακό δείπνο φτάνει στο τέλος του, ο Νικόλας δεν έχει απαντήσει στην ερώτηση περί γιορτής, άλλωστε το ενδιαφέρον του πατέρα έχει ήδη εξατμιστεί και η προσοχή του έχει στραφεί στο ματς το οποίο αρχίζει και οδεύει σέρνοντας τις παντόφλες του προς τον καναπέ.
Στο δωμάτιό του ο Νικόλας, ξαπλωμένος στο κρεβάτι με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι, παρακολουθεί για πολλοστή φορά την ταινία που του έδωσε ένας συμμαθητής του σε βίντεο. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Κρήτη και αφορά ένα παιδί αμερικανικής καταγωγής με απορημένο βλέμμα. Το παιδί προορίζεται, ανεξαρτήτως της θελήσεώς του, να ριχθεί στην κονίστρα της πολιτικής ζωής και γι’ αυτό φοράει, αν και είναι πολύ μικρό για τέτοια, γραβάτα και μακρύ σιδερωμένο παντελόνι. Όποτε όμως έχει ελεύθερο χρόνο, στριφογυρίζει σους αγρούς παρέα με έναν νεαρό από το χωριό και έτσι μαθαίνει διάφορα ωραία άχρηστα πράγματα, όπως είναι οι ονομασίες των δέντρων και οι ποικιλίες των καρπών. Ο Νικόλας τρέχει το βίντεο και σταματάει σε μια σκηνή που τον πονάει όταν την βλέπει αλλά, ταυτοχρόνως, του προσφέρει για λόγους που δεν μπορεί να εξηγήσει και την παρηγοριά πως δεν είναι εντελώς μόνος στον κόσμο. Ο μικρός Αμερικανός πηγαίνει με τον μεγαλύτερο φίλο του στο χωράφι και ο μεγαλύτερος φίλος σκοτώνει με ένα ραβδί όλα τα νεογέννητα σκαντζοχοιράκια. Ωστόσο όλο και κάποια από αυτά καταφέρνουν να τη γλιτώσουν – ο Νικόλας μπορεί να τα φανταστεί πώς μεγαλώνουν, πώς γίνονται στρογγυλοί ανθεκτικοί σκαντζόχοιροι και μασουλάνε ειρηνικά τις φύτρες των μπιζελιών στα περιβόλια. Ο νεαρός αφήνει παράμερα το φονικό όπλο και λέει ότι έτσι έπρεπε να γίνει, οι σκαντζόχοιροι τρώνε τις τρυφερές κορφές των οπωροκηπευτικών – τέλος. Το ραβδί έχει περίπου το ίδιο πάχος και μήκος με αυτό που ο πατέρας του Νικόλα συνηθίζει να του τις βρέχει όταν τον πιάνουν τα διαόλια, είναι γυαλιστερό, λείο και αρκούντως αποτελεσματικό. Ο Νικόλας παγώνει την εικόνα στο σκαντζοχοιράκι εκείνο, το οποίο, ακίνητο μέσα στα χόρτα, καταφέρνει να περάσει απαρατήρητο και με τον τρόπο αυτό να σωθεί.
Το πρωί, στο σχολείο, ο δάσκαλος τον ρωτάει κι αυτός τι θα ντυθεί για την παράσταση, δυο μέρες απομένουν και δεν τους έχει πει τίποτε. Ο Νικόλας υποστηρίζει ότι δεν έχει δα και κανέναν σπουδαίο ρόλο, στο κάτω – κάτω δεν λέει ούτε μια λέξη. «Μην ανησυχείτε, κάτι θα κάνω», απαντά. «Εξ άλλου, όλους τους πρωταγωνιστικούς ρόλους τους έχουν οι τελειόφοιτοι, εμείς τα μικρά είμαστε για το σκηνικό», καταλήγει. Ο δάσκαλος παραιτείται, έχει να ασχοληθεί με σοβαρότερα πράγματα, Σαίξπηρ σκηνοθετεί και αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται εύκολα να του ξανασυμβεί· παίρνει τον Νικόλα από το χέρι ρίχνοντάς του παρ’ όλα αυτά μια ματιά συμπόνιας, «τα καθίκια», μουρμουρίζει, «να δεις που πάλι τον ξυλοφόρτωσαν», και πηγαίνουν μαζί στη μικρή σκηνή του σχολείου όπου όλα τα παιδιά είναι ήδη ντυμένα με τα κοστούμια που τους έραψαν μαμάδες και θείες, φλυαρούν και ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις ρίχνοντας ταυτοχρόνως φθονερές ματιές στις πιο ευφάνταστες περιβολές.
Οι τελειόφοιτοι, ιδίως οι κοπέλες, είναι χάρμα οφθαλμών. Ο Νικόλας δεν έχει ξαναδεί τόσο ωραία κορίτσια παρά μόνο σε ταινίες, απορεί πώς οι χλωμές υποψήφιες φοιτήτριες με τα φούτερ και τα φαγωμένα νύχια έχουν μεταμορφωθεί σε μοιραίες καλλονές. Η Τιτάνια έχει αντικαταστήσει τα μαλλιά της με κλαδιά πράσινου και κόκκινου κισσού, από τα λεπτά ζυγωματικά της μέχρι τον ακάλυπτο λαιμό σχηματίζονται γαλαξιακοί καταρράκτες. Η Ερμεία τυλίγεται σε ένα διαφανές πέπλο αντί για φόρεμα, ο καθένας μπορεί να διακρίνει τις καμπύλες και τις αρμονικές κινήσεις του σώματός της όταν ο προβολέας στρέφεται αδηφάγος επάνω της. Ωστόσο, η προσοχή του Νικόλα εστιάζεται στον νεαρό που υποδύεται τον Πουκ. Το πρόσωπο αυτού του ηθοποιού, ακόμη παιδικό, μοιάζει πολύ, εξαιρουμένης της παγιωμένης έκφρασης απορίας, με αυτό του μικρού Αμερικανού της ταινίας που δεν μπορεί να αποτρέψει την εκατόμβη των νεογέννητων σκαντζόχοιρων. Ο νεαρός αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι έχει έναν ανυπόκριτο θαυμαστή. Του γνέφει φιλικά και τον παροτρύνει να καθίσει κοντά του, ο Νικόλας ανταποκρίνεται ευγνώμων και άκρως συγκινημένος αλλά, «όχι, σας παρακαλώ, πρέπει να συγκεντρωθείτε στον ρόλο σας», λέει. Παίρνει ήσυχα τη θέση του στα δεξιά, στην άκρη της σκηνής, κάθεται οκλαδόν και παρακολουθεί εκστατικός την πρώτη πράξη. Στο διάλειμμα, η προσοχή του Πουκ αποσπάται γρήγορα από τους ακκισμούς των συμπρωταγωνιστριών του και στρέφεται προς τον Νικόλα, «δεν πάμε μια βολτίτσα μέχρι το κυλικείο;», προτείνει. Ο νεαρός με το στεφάνι στο κεφάλι και το αγόρι με τα γδαρμένα γόνατα κάθονται αντικριστά σε ένα τραπεζάκι, ο Νικόλας ενθαρρυμένος από τα κεράσματα και την ευήκοη παρουσία του εκκολαπτόμενου ζεν πρεμιέ, αρχίζει να μιλά ακατάπαυστα. Στην αρχή αρθρώνει αργά, σαν να έχει ξεχάσει πώς μπαίνουν σε μια κατανοητή αλληλουχία οι λέξεις, σταδιακά παίρνει φόρα, περνά στις εξομολογήσεις και όταν φτάνει στην εξιστόρηση των νυχτερινών δραστηριοτήτων του στον κήπο σταματά απότομα, κάπως ντροπιασμένος. Ο ακροατής του τον παρακολουθεί προσεκτικά και επωφελείται από την διακοπή για να του δώσει μια χαρτοπετσέτα – του κάνει νόημα να σκουπίσει τις σοκολάτες από το πιγούνι. «Συνέχισε», τον παροτρύνει. Ένα τέταρτο αργότερα, ο Πουκ σβήνει το τσιγάρο του, σηκώνεται υπομειδιώντας, σκύβει και τον πιάνει από τους ώμους. «Πάμε για τη δεύτερη πράξη», λέει συνωμοτικά.
Την βραδιά της παράστασης οι γονείς του Νικόλα είναι πολύ ανήσυχοι. Ο γιός τους έχει εξαφανιστεί από το πρωί και το χειρότερο, βρήκαν το κρεβάτι του ανέγγιχτο. Όταν αποφασίζουν να ρωτήσουν στο σχολείο, ο δάσκαλος τους λέει στα γρήγορα «μην ανησυχείτε, το παιδί είναι εδώ, αλλά πρέπει να σας αφήσω, έχω μια παράσταση να επιβλέψω» και κλείνει το τηλέφωνο εκνευρισμένος αφού πρώτα τονίσει με νόημα ότι το βράδυ πρέπει να είναι οπωσδήποτε παρόντες.
Η αυλαία ανοίγει υπό τους ήχους της μουσικής του Μέντελσον και ακούγονται επιφωνήματα θαυμασμού, ο δάσκαλος – σκηνοθέτης τρέμει ολόκληρος από υπερηφάνεια. Οι γονείς του Νικόλα αναζητούν ανάμεσα και πίσω από τις σατέν φούστες των κοριτσιών και τα καπέλα με φτερά των αγοριών τον μοναχογιό τους, αλλά ο μικρός δεν φαίνεται πουθενά. «Τι διάολο, άνοιξε η γη και τον κατάπιε;», μονολογεί δυνατά ο πατέρας και η κυρία που κάθεται δίπλα τον αγριοκοιτάζει, από παντού ακούγονται «σουτ» και άλλα αγανακτισμένα επιφωνήματα. «Δεν έκανα κι εγώ του παιδιού μια στολή και το στενοχώρησα, να δεις που μας εκδικείται το τέρας», αντιφωνεί η ανήσυχη μητέρα και η αγανάκτηση των θεατών κορυφώνεται.
Εν τω μεταξύ στη σκηνή επικρατεί μια ανεπαίσθητη αναταραχή. Ενώ η Τιτάνια εμφανίζεται μεγαλοπρεπής στο δάσος με όλη την ακολουθία της η οποία αποτελείται από ξωτικά, μικρά ζώα και πουλιά, απολαμβάνει τον μονόλογό της και τέλος γέρνει να κοιμηθεί, αίφνης όλη της η αυτοπεποίθηση πάει περίπατο. Προφανώς κάτι απρόοπτο έχει παρεμβληθεί, κάτι που δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό στο κοινό και η προσοχή της ηθοποιού έχει εστιασθεί αλλού. Το νυκτόβιο πουλί που την συνοδεύει έχει κουραστεί να γουρλώνει τα μάτια και να κάνει «ου – ου», σιωπηλό και ακίνητο, και ακολουθεί την πορεία του βλέμματος της Τιτάνιας. «Λες ο γιός μας να είναι ο μπούφος»; αναρωτιέται μεγαλόφωνα η μητέρα και αυτή τη φορά ουδείς διαμαρτύρεται.
Ένας λιλιπούτειος σκαντζόχοιρος κατευθύνεται προς το κέντρο της σκηνής. Η Τιτάνια χάνει προς στιγμήν τα λόγια της καθώς προσπαθεί να απαλλάξει τη φούστα της από τη μύτη του περίεργου πλάσματος, ο Όμπερον της βάφει τα βλέφαρα με το βοτάνι του ύπνου και τα λόγια του διακόπτονται από έναν λόξυγκα γέλιου. Από εκείνη τη στιγμή η σκηνική δράση μεταλλάσσεται σε ένα είδος πατινάζ καθώς πρωταγωνιστές, κομπάρσοι, ξωτικά και ζώα προσπαθούν να κινηθούν χωρίς να ποδοπατήσουν τον μικρό εισβολέα.
Το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας οδεύει προς το τέλος. Ευθυτενής και λυγερός μέσα στην πράσινη κεντημένη στολή του, ο Πουκ σκύβει και πιάνει τον μικρό σκαντζόχοιρο, τον κρατάει απαλά στην παλάμη του.
«… Αλλιώς θα ’μαι εγώ ο φταίχτης
και ο τίμιος ο Πουκ ο ψεύτης.
Κι έτσι σας καληνυχτίζω...»
[ μτφρ. ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ ]
Σ’ αυτό το σημείο ο εστεμμένος τελειόφοιτος σταματά και κοιτά με περίσκεψη πρώτα το χέρι του και κατόπιν στα δεξιά του. Το ζώο σαλεύει ανήσυχο στα δάχτυλά του και, καθώς το σκηνικό φωτίζεται σταδιακά από το γαλάζιο φως των προβολέων (ενώ, ταυτόχρονα, από την οροφή πέφτουν εν είδει βροχής τα αστέρια), τότε ακριβώς, γίνεται αντιληπτός ένας σκαντζόχοιρος ευτραφής αλλά ευέλικτος, ο οποίος σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης καθόταν ακίνητος στη σκιά, στην δεξιά γωνία, μισοκρυμμένος από την κουρτίνα. Τώρα όμως βαδίζει σταθερά προς το μέρος του Πουκ, στέκεται στα πόδια του και τον κοιτά ικετευτικά. Ο νεαρός διακόπτει οριστικά τον μονόλογο του φινάλε και αφήνει τον μικρό σκαντζόχοιρο κάτω. Αμέσως, τα δύο ζώα, το ένα πίσω από το άλλο, αποχωρούν από την σκηνή με άφθονη χρυσόσκονη στα καφετιά τους αγκάθια, υπό τον καταιγισμό ηχηρών χειροκροτημάτων και ζωηρών επευφημιών – γενικώς όλων εκείνων των ενθουσιωδών εκδηλώσεων ενός εκστατικού κοινού οι οποίες συνήθως δίνουν την εντύπωση ότι δεν πρόκειται να σταματήσουν ποτέ.