Ο διαπρεπής τεχνοκριτικός E. H. Gombrich, στο «κλασικό» βιβλίο του Σκιές (Shadows, 1995)[1] παραθέτει τη διερώτηση του Κικέρωνα, αναφορικά με το «πόσα βλέπουν οι ζωγράφοι στις σκιές (...) που εμείς δεν βλέπουμε».[2] Ο Στέλιος Πετρουλάκης (γενν. 1977), στην τελευταία του εικαστική δουλειά, παραλαμβάνοντας το νήμα από προγενεστέρους ομοτέχνους του, αναβιώνει την μακραίωνη παράδοση της περίτεχνης και πάλλουσας φωτοσκίασης στον εικαστικό χώρο. Ο ζωγραφικός του φακός συλλαμβάνει με ασπαίρουσα αισθαντικότητα τη γυναικεία μορφή in tenebris, σε –απρόσιτες στο κοινό βλέμμα– στιγμές ιδιωτικότητας και ακραγγίζει με τρυφηλότητα στιγμές του εσώτερου βίου της. Στην εικαστική μυθωδία του Πετρουλάκη, η μυστηριακή χοϊκότητα των σκουρόχρωμων γυναικείων μορφών αποδίδεται με στιλπνή πλαστικότητα και ανεπιτήδευτη απλότητα, ενώ η απαστράπτουσα στοχαστικότητα της μορφής τους εναγκαλίζεται τη γαλήνια ενδοστρέφεια της στάσης τους. Ο υπόκωφος ψίθυρος του μύχιου και η χαμηλόφωνη στίλβη του άδηλου υποβάλλονται μυσταγωγικά στον θεατή με τους ιριδισμούς που εκπέμπει το τερπνό γυναικείο σώμα: η λεπταίσθητη πλημμυρίδα των θερμών χρωμάτων αναθάλλει αντιστικτικά στη σκιά του γριφώδους γυναικείου περιγράμματος. Η πυρρόχροη αίγλη που αποπνέουν οι σιωπηλές γυναικείες μορφές καταυγάζει τον περιρρέοντα σκηνικό χώρο, απ’ όπου αναφέγγει η μυθοποίηση στιγμιότυπων του κοινού καθημερινού βίου.
Ταυτόχρονα, ο ιδιοφυής εικαστικός εγκολπώνεται με το πινέλο του την πλούσια παράδοση της εγγύτητας (‘intimisme’) στη ζωγραφική, με την οποία μυούμαστε έκθαμβα στη θάλλουσα γεωγραφία του πρωταρχικού Εαυτού: Ο ζωγραφικός χώρος ρευστοποιείται, αποδίδοντας αινιγματικά εσώτατο Είναι. Με αυτόν τον τρόπο, ο ρευστός εξωτερικός χώρος αποτυπώνει πτυχές της ζείδωρης ενδοσκόπησης του γυναικείου υποκειμένου. Η στοχαζόμενη μορφή αποτυπώνεται με φαιά και γαιώδη χρώματα, ιχνηλατώντας την αψιμυθίωτη σαγήνη και την απέριττη θελκτικότητα του ερμητικού γυναικείου σώματος. Οι «τρέμουσες φωταψίες» και η προσήλωση «εις εαυτόν» των γυναικείων προσώπων συμβολοποιούνται τελετουργικά από τον χρωστήρα του ταλαντούχου εικαστικού. Συνολικά, το ηδυπαθές γυναικείο σώμα εικονογραφείται με ρόδινες αποχρώσεις και πορφυρές αδρές πινελιές, σε στιγμές απαρασάλευτης περισυλλογής και εταστικής ενατένισης.
Lux in tenebris : Η λιτανεία της σιγής στους πίνακες του Στέλιου Πετρουλάκη
Το μοτίβο του χλοερού φύλλου που αποδίδεται με νευρώδεις πινελιές κατέχει δεσπόζουσα θέση στη μυθολογία του ζωγράφου: Αποδίδει τη γενεσιουργό έκλαμψη του στοχαζόμενου υποκειμένου, χαρτογραφώντας την αειθαλή, λανθάνουσα πνευματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αδιάλειπτη παρουσία του χλωρού πυκνόφυλλου φυτού, παραπέμποντας συνειρμικά στην ομώνυμη αλληγορική νουβέλα του Β. Βασιλικού «Το φύλλο» (1961), εικονοποιεί τη ζέουσα ενδοχώρα του όντος και την ανέσπερη ευφορία του έσω Εγώ. Κατά συνέπεια, στη Σκηνή εργαστηρίου, ο καλλιτέχνης αποτυπώνει στον καθρέφτη όχι το είδωλο του χλωρού φύλλου, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αλλά ξαφνιάζει το θεατή, αφού αναπαριστά στη θέση αυτή το ίδιο του το πρόσωπο, εστιάζοντας ιλιγγιωδώς το βλέμμα του στον αποδέκτη. Με το τέχνασμα αυτό αίρεται ο ψευδαισθησιακός μηχανισμός αναπαράστασης και ανακαλούνται αντίστοιχες αυτοαναφορικές βλεμματικές αποστροφές του Ρέμπραντ.
Έτσι, ο Πετρουλάκης θέτει στον «επίμονο» θεατή του το κρίσιμο ζήτημα, όχι μόνο της αναπαραστατικότητας στην Τέχνη, αλλά και της ίδιας της φαινομενολογίας της πρόσληψής της. Η Τέχνη είναι απλά μία μίμηση της Φύσης; Η καλλιτεχνική διεργασία αποτελεί ένα υποκατάστατο, ένα υποδεέστερο μιμητικό αντίγραφο του φυσικού κόσμου; Ο θεατής –εν τέλει– με τι έρχεται αντιμέτωπος, όταν αντικρύζει ένα έργο Τέχνης; Εάν στον εν λόγω πίνακα εκλάβουμε την αντανάκλαση του καλλιτέχνη στον καθρέφτη ως μία μορφή αβυσσώδους δομής, μίας κατοπτρικής mise en abyme, ο δημιουργός καταθέτει το κλειδί της θέασης και αποκρυπτογράφησης όχι μόνο του έργου του, αλλά και της πεμπτουσίας του καλλιτεχνικού φαινομένου: Με πλοηγό τη σιβυλλική ζωγραφική επιφάνεια, ο μυούμενος διαβλέπει όχι το θαμπό απείκασμα μίας διαφεύγουσας εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά θεώμενος κατάματα το είδωλο του Εγώ, περιηγείται ευφορικά ένδον, βυθοσκοπώντας τα θολά κοιτάσματα του εσώτατου Είναι.
Καταληκτήρια, ο Στέλιος Πετρουλάκης με την τελευταία του εικαστική κατάθεση αποτυπώνει λιτά και με ενάργεια τις εναρμόνιες ανταύγειες της βιωμένης εσωτερικότητας και την ατελεύτητη ευφρόσυνη συνομιλία του Εγώ με τον περιβάλλοντα Κόσμο.