Μεταξύ μας. Για τους άλλους

Μεταξύ μας. Για τους άλλους

(Επισημάνσεις, ενστάσεις, προτάσεις και σκέψεις σχετικά με τη ελληνική βιβλιοπαραγωγή μεταφράσεων)

Πω, πω, πω τι μεγάλο κακό: κακές μεταφράσεις! Όλο και πληθαίνουν αυτοί που αρέσκονται να αναφέρονται και να σχολιάζουν κακές μεταφράσεις. Τις πταίει; Πολλοί. Ίσως και όλοι μας, οι εμπλεκόμενοι στη βιβλιοπαραγωγή: ανεπαρκείς/βιαστικοί μεταφραστές, ανεπαρκείς/βιαστικοί επιμελητές, σφιχτοχέρηδες/επιπόλαιοι εκδότες, μη απαιτητικοί/επαρκείς/πληροφορημένοι αναγνώστες. Ο/Η καθένας/καθεμιά με το μερίδιο της ευθύνης του/της. To μόνο βέβαιο είναι πως σπάνια φταίει μόνον ο/η μεταφραστής/άστρια. Αλλά κάποιες φορές ίσως και να μη φταίει κανείς. Επιπλέον, η αίσθηση πως μια μετάφραση είναι κακιά μπορεί να είναι και μια παρανόηση, καλοπροαίρετη συνήθως, ανάλογα βέβαια με το πώς το βλέπει κάποιος. Έτσι θα απαντούσα συνοπτικά, σχηματικά. Η λογοτεχνική μετάφραση –έστω και αν συχνά το λησμονούμε, οι εντός και, κυρίως, οι εκτός των τειχών της βιβλιοπαραγωγής– είναι και αυτή ένα προϊόν που υπόκειται στους κανόνες (;) της αγοράς. Στην οποία συμβιώνουν προϊόντα με τη φίρμα Tezenis μαζί με (ανώνυμα) κινέζικα βρακιά από το καλάθι. Που προξενούν κνησμό και άλλες αλλεργίες. Πάντως, αργία μήτηρ κακίας. Και θα δούμε στη συνέχεια το γιατί.

ΦΥΓΟΜΑΧΙΑ

Ήταν αρκετά χρόνια πριν. Μόλις είχα παλιννοστήσει από την Ισπανία και ψαχνόμουν, ψάχνοντας και για δουλειά. Επικοινώνησε μαζί μου μια διαφημιστική εταιρία για τη «μετάφραση» μιας ισπανικής διαφήμισης για γιγαντοαφίσα. Μετάφραση στα ελληνικά. (Η μετάφραση-απόδοση-μεταφορά μιας διαφήμισης είναι και αυτή μια in extremis «λογοτεχνική» μετάφραση, καθότι δημιουργική [creative]). Επρόκειτο για τα τσιγάρα Chesterfield. Έτσι νομίζω, πάει πολύς καιρός από τότε. Η διαφήμισή τους στην Ισπανία είχε ως εξής: Από την κωλότσεπη ενός καλλίπυγου άντρα ξεπρόβαλλε ένα πακέτο Chesterfield –μπορούσες να διαβάσεις καθαρά τη μάρκα– ενώ το μότο στα ισπανικά ήταν –στο περίπου, πάνε και κάποια χρόνια…– το εξής: «Para poder presumir de paquete»· paquete στα ισπανικά είναι, εκτός από το προφανές πακέτο, και τα γνωστά ταις/τοις πάσι «τρία» του άντρα. Εν ολίγοις, το μότο μπορούσε να μεταφρασθεί ως εξής: Για να μπορείς να περηφανεύεσαι για το «πακέτο». Σε μια σχεδόν κατά λέξη μετάφραση. Εξαιρέσει των εισαγωγικών. Δεν λειτουργούσε. Ναι, ήταν μια ακραιφνώς φαλλοκρατική διαφήμιση. Και για τσιγάρα, παρακαλώ…: διπλά politically incorrect! Αν και, ομολογουμένως ευρηματική. Ήταν, βέβαια, άλλες οι εποχές.
Εξήγησα στον υπεύθυνο του δημιουργικού της διαφημιστικής το λογοπαίγνιο, αποφαινόμενος, ως ειδικός, πως δε «μεταφράζεται». Μου είπε πως αυτά τα ήξερε ήδη και πως γι’ αυτό ήθελε τη βοήθειά μου. Για να το παλέψουμε μαζί. Οι μεταφραστές, μου είπε, πρέπει να (ξέρουν) να μεταφέρουν νοήματα και feelings, όχι μόνο λέξεις. Τελικά, δε θέλησα να ανταποκριθώ στην πρό(σ)κληση και να συνεργαστώ μαζί του, για να βρούμε, όπως είπε, μια λύση. Τα μάζεψα και απήλθα.

ΣΚΙΑΜΑΧΙΕΣ

Όταν ακούμε στους πέριξ μας (ή και απλώς στα πέριξ) σχόλια για μια κακή μετάφραση, πριν τη στήσουμε στα 11 μέτρα –μαζί ίσως με το μεταφραστή ή τη μεταφράστρια– θα πρέπει να κουμπωνόμαστε και να θυμόμαστε το περίφημο «τις ει;», να ρωτάμε δηλαδή, ή/και να αναρωτιόμαστε: σε ποιον μεταφραστή την οφείλουμε (ή την χρεώνουμε). Για να φυλαγόμαστε από αυτόν (;). Ως αναγνώστες είτε ως εκδότες (;). Θα πρέπει όμως, πάντοτε, εκ παραλλήλου, να θέτουμε και το ερώτημα «τι εστί» το «κακό» στην εν λόγω μετάφραση.
Υποτίθεται πως ο θεωρητικός λόγος της μεταφρασεολογίας, είναι σε θέση να μας υποδεικνύει πώς περίπου είναι μια καλή μετάφραση. Να μπορεί, πάντως, στο περίπου έστω, να μας κατά-/υπο-δεικνύει ποια δεν είναι κακή. Στις ελάχιστες γραπτές κριτικές μετάφρασης εν Ελλάδι (αλλά και αλλού, μέχρις ενός σημείου) σχεδόν ποτέ δεν γίνεται διεξοδική κριτική, επισήμανση και ανάδειξη των θετικών στοιχείων μιας καλής μετάφρασης. Πόσω μάλλον μιας κακής… Με εξαίρεση, βέβαια, τη γενικολογία, σε ό,τι αφορά μια «καλή», για να μην πω την αερο-/κενο-λογία, ότι η Χ μετάφραση ρέει… Σχεδόν πάντα, στις εντυπωσιακά ολίγες, επιμένω, ουσιαστικές γραπτές κριτικές μετάφρασης σε έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα δεν γίνεται, με εμπεριστατωμένο και τεκμηριωμένο τρόπο, διεξοδική αναφορά σε καλές μεταφράσεις. Ή, έστω, στα επιμέρους «καλά» της όποιας μετάφρασης. Η κριτική αναζητά συνήθως κοτσάνες, παρανοήσεις, αβλεψίες κλπ. Κάτι σαν αυτό που συμβαίνει με τα μαργαριτάρια των σχολικών εξετάσεων. Επί του προκειμένου δεν με ενδιαφέρουν τόσο οι γραπτές αναφορές, μνείες και κριτικές σε κακές μεταφράσεις. Με προβληματίζουν κυρίως οι εύκολες και βιαστικές προφορικές αναφορές σε κακές μεταφράσεις. Τις ακούω, τις νιώθω να πληθαίνουν ανεπαισθήτως, έμμεσες ή άμεσες, διακριτικές ή επιθετικές, τα χρόνια τούτα της κρίσης, τα οποία, παράλληλα, είναι και χρόνια που ο/η μεταφραστής/μεταφράστρια στη χώρα μας αποκτά μια κάποια «ορατότητα». Nαι, αυτός είναι ο όρος που επεκράτησε για το visibilité du traducteur, κάπως καταχρηστικά, καθότι η ορατότητα στα ελληνικά είναι μάλλον ενεργητικό ουσιαστικό (sic): παραπέμπει, κατά κύριο λόγο, στην ικανότητα κάποιου/ας να δει, όχι τόσο στη δυνατότητα να τον/την δουν. Ας το αντιπαρέλθουμε... Tις ακούω αυτές τις κριτικές να πληθαίνουν τα χρόνια τούτα που πληθαίνουν και οι μεταφραστές που φιγουράρουν και στο εξώφυλλο του οικείου σε όλους «καλοτάξιδου» – τρομάρα του! Τα χρόνια τούτα που πληθαίνουν οι συνάδελφοί μας που παίρνουν μέχρι και 80 ευρώ μικτά το 16σέλιδο και δε βγάζουν άχνα. Τα χρόνια τούτα ακριβώς είναι που πληθαίνουν, επαναλαμβάνω, και οι αναφορές και οι συζητήσεις περί της Χ κακής μετάφρασης στο μπαρ, στο καφέ, στους εκπαιδευτικούς χώρους όπου διδάσκεται μετάφραση, παντού. Αναφορές πολλές φορές ελαφρά τη καρδία, αλλά και κάποιες μετά λόγου γνώσεως – εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον. Και, από τις κακές μεταφράσεις εύκολα ο λόγος διολισθαίνει στους κακούς μεταφραστές και τις κακές μεταφράστριες. Είναι, όμως, δύσκολο και χρονοβόρο να κριθεί συνολικά ένας μεταφραστής, μια μεταφράστρια. Αδύνατον να γίνει αυτό από μια μετάφρασή του/της. Μια μετάφραση μπορεί να είναι όντως κακιά, αλλά γι’ αυτό σχεδόν ποτέ δεν ευθύνεται μόνον ο μεταφραστής ή η μετφράστρια.

Ας πιάσουμε όμως το ζήτημα από την αρχή. Δηλαδή, τι έγινε; Έπεσε το επίπεδο; Όχι, θα έλεγα, συνολικά. Όχι, σε σχέση με το 2000. Ναι, κάπως, σε σχέση με το 2010. Λίγο όμως. Μήπως τώρα που καταφέραμε και γίναμε «ορατοί» και εμείς οι μεταφραστές και οι μεταφράστριες –αχ αυτή λατρεία του selfie…– μπήκαμε στο στόχαστρο; Μήπως μετρηθήκαμε τελικά και βρεθήκαμε πολλοί/ές οι «κακοί/ές»; Μήπως επικρατεί μια παρεκτόπιση από τη μεταφρασεολογία –ναι, κακές μετφράσεις υπάρχουν, δεν αντιλέγω– προς τη μεταφραστολογία; Μάλλον ναι, σε μια πρώτη απάντηση. Θα πρόσθετα όμως πως, λόγω μόδας βασικά, πληθαίνουν όλοι/ες που λαχταρούν να έχουν λόγο επί της μετάφρασης... Δίχως να είναι πάντα εις θέσιν να. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θαρρείς και επιτάσσουν σε όλους να έχουν λόγο. Αλλά αυτό δεν τα εξηγεί όλα. Τελικά, συνοπτικά και σχηματικά, είναι πάντα μάλλον πιο εύκολο και ελκυστικό άθλημα η άσκηση κριτικής επί του αρνητικού. Δε χρειάζεται να στρώσεις κώλο κάτω. Είπαμε: αργία μήτηρ πάσης κακίας.
Η αρνητική κριτική φαίνεται πως είναι η μόνη κριτική που είναι σε θέση να φέρει εις πέρας επιτυχώς –κατ΄επίφασιν, έστω– ένας σχετικά ημιάσχετος και ο ημιμαθής αναγνώστης που ενεργεί ως «αλιεύς μαργαριταριών». Αλλά και ένας επαρκής κριτικός που λησμονεί ότι το βιβλίο είναι ένα εμπορικό προϊόν, στη διαδικασία του οποίου εμπλέκονται πολλοί: Κατά πρώτο λόγο ο εκδότης, δηλαδή αυτός που, σχεδόν κατά κανόνα, επιλέγει βιβλίο και μεταφραστή. Πολύ συχνά όχι τον πλέον ενδεικνυόμενο για το περί ου ο λόγος λόγo έργο. Έχοντας ως μοναδικό κριτήριο το κασέ ή τη διαθεσιμότητά του. Γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που ένα βιβλίο πρέπει να μεταφραστεί και να βγει στην αγορά εσπευσμένα για να συμπέσει με ένα αναμενόμενο/προσδοκώμενο Νoμπέλ. Ή με την εμπορική απήχηση που ευελπιστεί ο εκδότης πως θα έχει να έχει ένα προσφάτως απονεμημένο Νομπέλ. Ή να αντλήσει εμπορικότητα –δια της συμπαθητικής μαγείας τάχα, γιατί σπάνια μια κινηματογραφική επιτυχία οδηγεί σε αντίστοιχη εκδοτική– από μια εμπορική ταινία βασιζόμενη στο βιβλίο. Μια ταινία που του κλείνει πονηρά το μάτι από τα «λίαν προσεχώς». Κατά δεύτερο ο επιμελητής, που και αυτός, αρκετές φορές, εργάζεται εν σπουδή για ανάλογους λόγους, επαφιέμενος καμιά φορά στις ικανότητες ενός καταξιωμένου μεταφραστή, λησμονώντας ότι και ο πιο ικανός μεταφραστής μπορεί να δώσει μια κακή μετάφραση. Λόγω φόρτου εργασίας κάποιες φορές. Είτε λόγω της πίεσης από τον (καλοπληρωτή) εκδότη για έγκαιρη παράδοση σε σφιχτή προθεσμία προκειμένου να βγει το βιβλίο στο σωστό timing. Είτε λόγω της ανάγκης να ξεπετάξει μια ώρα αρχύτερα το βιβλίο του (κακοπληρωτή) εκδότη και να πάει σε άλλο.

Οι Έλληνες εκδότες, σε ό,τι αφορά τις αμοιβές των μεταφραστών και των επιμελητών (και των διορθωτών), συνηθίζουν να λειτουργούν με βάση τον κανόνα του σταθερού αθροίσματος. Τόσο οι κακοπληρωτές όσο και οι καλοπληρωτές θεωρούν πως πρέπει να δώσουν ένα Χ ποσό συνολικά στο μεταφραστή και τον επιμελητή, ένα Χ ποσό για να έχουν ένα βιβλίο έτοιμο για στήσιμο. Δεν είναι εσφαλμένη η τακτική τους, σε γενικές γραμμές: όσο πιο πολλά πάρει ο μεταφραστής, τόσο πιο καλά θα εργαστεί –εντός των ορίων των ικανοτήτων του– άρα τόσο πιο λίγη δουλειά θα έχει ο επιμελητής, οπότε η αμοιβή του θα μπορεί να μειωθεί. Οι «στραβές», όμως, δεν είναι και λίγες: Είναι φορές που ένας πολύ καταξιωμένος μεταφραστής μπορεί να απαιτήσει ένα υπέρογκο (για τα δεδομένα, πάντα, των γλίσχρων αμοιβών της ελληνικής αγοράς) ποσό και να το λάβει –οι εκδότες θέλουν «βαριά ονόματα» στο εξώφυλλο– και ο εκδότης να μειώσει ανάλογα την αμοιβή του επιμελητή. Και αν, για τον όποιο λόγο, ο μεταφραστής «χαλαρώσει» και δεν αποδώσει στο μάξιμουμ των δυνατοτήτων του, ενώ ο επιμελητής, θες γιατί (προσποιείται ότι) εμπιστεύεται το «βαρύ όνομα» θες γιατί θεωρεί άκρως απαράδεκτη την αμοιβή του, «χαλαρώσει» και αυτός, οι κοτσάνες θα πάνε στο τυπογραφείο. Τι είναι κοτσάνες; ακυρολεξίες, κακοσυνταξίες, στρυφνή γλώσσα, ακατανόητα κομμάτια, εσφαλμένη ή έκκεντρη φρασεολογία μη δικαιολογούμενη από το πρωτότυπο, πραγματολογικά λάθη και άλλα σημεία και τέρατα – ή έστω κάποια από αυτά. Πάντως όχι το ύφος, που σε τελική ανάλυση είναι προϊόν της στόχευσης του μεταφραστή, και στην οποία η κριτική κάπως δύσκολα μπορεί να είναι αντικειμενική.
Στο σημείο αυτό θα θέλαμε, μετά λύπης, να προσθέσουμε πως δε απολείπουν, αν και είναι όντως λίγες, οι θλιβερές περιπτώσεις που κάποιοι όντως καλοί και καταξιωμένοι μεταφραστές, είτε λόγω έπαρσης είτε για να αυξήσουν στο έπακρο την αμοιβή τους, αρνούνται να περάσει το έργο τους από επιμελητή. Στην ακραία αυτή περίπτωση το αποτέλεσμα είναι καταστρεπτικό για το όνομά τους και πολύ πιο (γρήγορα) καταστρεπτικό για το όνομα του εκδότη. Εν πάση περιπτώσει, μια πολύ κακή μετάφραση σπανίως μπορεί να διορθωθεί εντελώς, αυτό το ξέρουν όλοι οι εντός των τειχών, έστω και αν συχνά (κάνουν πως) το ξεχνούν. Ούτε από τον καλύτερο και επιμελέστερο επιμελητή. Για το λόγο αυτό είναι πολύ εσφαλμένη η πρακτική κάποιων εκδοτών οι οποίοι συμπιέζουν στο έπακρο την αμοιβή του μεταφραστή επαφιέμενοι στις μαγικές ικανότητες ενός καλού και καλά αμειβόμενου επιμελητή. (Για τον οποίο δεν τίθεται ζήτημα ορατότητας, αφού κάποιες ελληνικές μεταφράσεις δεν τον αναφέρουν καν, έχει και η αφάνεια τα καλά της…). Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι προφανές ότι αυτό που συνήθως λέγεται κακή μετάφραση δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της κακής συνεργασίας εκδότη, μεταφραστή, επιμελητή, όπως αυτό αποτυπώνεται στο τυπωμένο βιβλίο. Προφανώς αυτό δεν αθωώνει έναν εν γένει καλό ή κακό μεταφραστή για μια πλημμελή μετάφραση που παραδίδει στον επιμελητή, αποκαλύπτει όμως τη ρίζα του προβλήματος.

Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις που μια μετάφραση μπορεί να θεωρηθεί κακή χωρίς να είναι. Για αυτό μπορεί να ευθύνεται ο/η ανεπαρκής αναγνώστης/αναγνώστρια της παραλίας, που θέλει πάντα «να ρέει» το μεταφρασμένο βιβλίο. Το αγορασμένο εν σπουδή (ή το δωρισμένο), έστω και αν πρόκειται για τον Οδυσσέα του Joyce. Ή ο/η αναγνώστης/αναγνώστρια που έχει διαβάσει, στα social media ή τον τύπο, εγκωμιαστικά σχόλια για ένα βιβλίο που κάνει θραύση στην γλώσσα όπου γράφτηκε και τη χώρα όπου εκδόθηκε ως πρωτότυπο. Και που περιμένει να το απολαύσει αβάδιστα και στην Ελλάδα, λησμονώντας κάποιες όντως μεταφραστικά αξεπέραστες πολιτισμικές διαφορές που καθιστούν την πρόσληψη του βιβλίου στην ημεδαπή τελείως αλλιώτικη από την αντίστοιχή της στην… κορεατική χερσόνησο – λέμε, τώρα. Και που τον ενοχλεί η ανοίκεια «ξεν(ικ)ότητα» του έργου. (Ή/Και οι πολλές σημειώσεις με τις οποίες ο μεταφραστής πασχίζει να την παρακάμψει/ξεπεράσει). Γιατί σήμερα, εν πολλοίς, κυρίως σε ό,τι αφορά τα best sellers, ο ορίζοντας πρόσληψης ενός ξένου βιβλίου αρχίζει, μερικές φορές, να διαμορφώνεται πριν τη μετάφρασή του. Ας όψονται η παγκοσμιοποίηση, οι άξιοι και καπάτσοι (καθότι άπληστοι) ατζέντηδες, τα social media, ο τύπος. Όπως και κάποιοι εκδότες, οι οποίοι δεν εννοούν να κατανοήσουν πως, ενίοτε, το πολιτισμικά διαφορετικό είναι των αδυνάτων αδύνατον να μετατραπεί 100% σε χρυσάφι με το άγγιγμα κάποιου Μίδα-μεταφραστή. Εκτός και αν αλλοιωθεί σημαντικά, αν διασκευασθεί/προσαρμοστεί ως είθισται να λέγεται. Πράγμα συχνά θεμιτό ή/και επιβεβλημένο, το οποίο όμως πιθανόν να αφήνει έκθετο το μεταφραστή ή τη μεταφράστρια, έστω και αν αυτός/ή ενεργεί βάσει εντολών του εκδότη. Γιατί, ας μην το ξεχνάμε, σχεδόν κάθε μετάφραση είναι, στις μέρες μας τουλάχιστον, προϊόν ανάθεσης (assignment) από τον εκδότη. Παράδειγμα είναι οι πολλές μεταφράσεις τού κάπως μπαρόκ και παλαιικού λόγου του Tolkien στο έργο του Lord of the Rings (Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών), οι οποίες κυκλοφόρησαν σε αρκετές χώρες μετά την επιτυχία της ομώνυμης ταινίας και των sequels. Κατ’ εντολήν προφανώς του εκδότη και με βάση το λογοτεχνικό ορίζοντα πρόσληψης που είχε δημιουργήσει το blockbuster σε όσους το είδαν μη έχοντας διαβάσει το βιβλίο –ήταν συγκριτικά οι περισσότεροι– σε μια πρώτη ματιά φαίνεται να απέχουν πολύ από το γράμμα (ενίοτε και το πνεύμα…) του πρωτοτύπου. Και από τις προγενέστερες της ταινίας μεταφράσεις του – πράγμα ευνόητο. Εύκολο να κατηγορηθεί ο μεταφραστής, σε ανάλογες περιπτώσεις, για την αγορoκεντρική στόχευση του εκδότη. Οι αιτιάσεις, σε ανάλογες περιπτώσεις, προέρχονται συνήθως από μια στενά φιλολογική αντιμετώπιση της μετάφρασης, η οποία αγνοεί ότι ο μεταφραστής, χωρίς να είναι, κατ’ ανάγκην, λογοτέχνης ο ίδιος, πέρα από διαγλωσσικός μεσολαβητής –διαγλωσσικός μεσολαβητής είναι και ο επιμελητής– είναι, κυρίως και κατ’ αποκλειστικότητα, και κάτι άλλο: ένας πολιτισμικός διαμεσολαβητής. Μια τέτοια αντιμετώπιση (θέλει να) αγνοεί ή απλώς λησμονεί πως το έργο του μεταφραστή (και του επιμελητή και του γραφίστα και, και…) είναι ένα εμπορικό προϊόν, όπως είπαμε. Βέβαια, ο μεταφραστής, σε ανάλογες περιπτώσεις, όσο και στις μεταφράσεις sui generis λογοτεχνικών έργων ή στις αναμεταφράσεις κλασικών, έχει έναν τρόπο υπεράσπισής του, τον οποίο, πολλές φορές αν και, ευτυχώς, όχι πάντα πλέον, απεμπολεί και δεν εκμεταλλεύεται: Έναν πρόλογο ή μια εισαγωγή όπου να εξηγεί εν συντομία τη εκδοτική στόχευση του βιβλίου και τις ειδικές δυσκολίες του έργου σε συνάρτηση με την ανάλογη στρατηγική και τις επιλογές που έχει ο ίδιος υιοθετήσει. Κάτι που έκαναν μέχρι και τις αρχές του 20ούαιώνα πολλοί Έλληνες λογοτέχνες-μεταφραστές, όταν δεξιώνονταν στα ελληνικά έναν αγαπημένο τους ξένο συγγραφέα, στα χνάρια του οποίου φιλοδοξούσαν να βαδίσουν και αυτοί, στα δικά τους έργα.

Πολλές φορές μια μετάφραση μπορεί να θεωρηθεί «κακή» λόγω της υπέρμετρης αγάπης του μεταφραστή ή της μεταφράστριας προς το πρωτότυπο, η οποία οδηγεί σε ακραία δημιουργικές παρεμβάσεις με στόχο αυτό να γίνει «κατανοητό» και αγαπητό από το κοινό της γλώσσας-στόχο. Να στεφθεί δηλαδή με επιτυχία, πάση θυσία, η πρόσληψή του, όπως έγινε με την δωρεάν εκπονηθείσα μετάφραση της Βίβλου στα λατινικά από τον Άγιο Ιερώνυμο. (Ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις, στις οποίες υπάρχει υπόρρητα η ανάληψη μιας υποχρέωσης [commitment] από μέρους τους μεταφραστή ή της μεταφράστριας, είναι αναγκαία η εισαγωγή ή ο πρόλογος, εν είδει δήλωσης προθέσεων). Δεν ξέρω αν αυτή η υπέρμετρη αγάπη –που, όπως λένε, πνίγει– είναι τελικά καλό ή κακό. Ή, μάλλον, μπορεί να είναι καλό, κακό, και τα δυο μαζί ή και τίποτα από τα δυο, ανάλογα με την περίσταση.
Θέλω να θυμίσω δυο ιστορικά προηγούμενα: Πρώτον, τη φλογερή, ρέουσα και υπερεκχειλίζουσα –πλην ανακριβή– μετάφραση του Kumārajīva, από τα σανσκριτικά στα κινεζικά, σε κλασικά κείμενα του βουδισμού (τις γνωστές σούτρες), τον 4ο μ.Χ. αιώνα, η οποία εξακολουθεί να είναι πιο αγαπητή από την αντίστοιχη, πολύ πιο ακριβή και θεολογικά σωστή, του Xuangzang, που εκπονήθηκε δυο αιώνες μετά. Και δεύτερον, την επιστολή του πρώτου μεταφραστή των Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ στα αγγλικά, το 1859, του Edward Fitzerald, προς τον Ε.Β.Cowell: «Η μετάφρασή μου θα κινήσει το ενδιαφέρον σας λόγω της φόρμας εν γένει, αλλά και για πολλά ζητήματά σε ό,τι αφορά τις λεπτομέρειες της: έτσι όπως είναι, πολύ λίγο κατά γράμμα. Πολλά τετράστιχα έχουν αναμιχθεί και έχει χάσει πολλήν, φοβάμαι, από την απλότητα του Ομάρ, η οποία είναι η κύρια αρετή του… Ένα πράγμα πρέπει να είναι ζωντανό, με οποιοδήποτε τίμημα… Είναι καλύτερο ένα ζωντανό σπουργίτι από έναν βαλσαμωμένο αετό».

ΣΥΜΜΑΧΙΑ

Με βάση όλα τα παραπάνω, μπορούμε να αντιληφθούμε πως/πώς η καλή μετάφραση είναι «προϊόν» μιας αρραγούς εν τω βάθει συμμαχίας όλων μαζί των συντελεστών της βιβλιοπαραγωγής, παρά τη σύγκρουση για τις αμοιβές, που υπάρχει και πρέπει να υπάρχει. Μιας συμμαχίας που να επεκτείνεται και στους καταναλωτές της. Αλλά και ότι ακόμη και μια «κακή» μετάφραση για ένα συγκεκριμένο έργο, μια μετάφραση από έναν βιαστικό και ανεύθυνο επαρκή μεταφραστή είτε από έναν μη επαρκή (ακόμη) μεταφραστή, έναν τολμητία βιοπαλαιστή ή απλώς με άγνοια κινδύνου, δεν παύει και αυτή να έχει την αξία της: μας φέρνει λίγο πιο κοντά στο(ν) άλλο. Και ανοίγει δρόμο για μια καλύτερη (ανα)μετάφραση, αν το έργο έχει κάτι να πει. Γιατί, όπως το έθεσε και η Susan Sontag: «Το ηθικό χρέος του μεταφραστή είναι να δείχνει ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι, άλλοι άνθρωποι διαφορετικοί, ότι υπάρχουν όντως». Αρκεί ο μεταφραστής να μην ξεχνά ποτέ πως είναι ένας πολιτισμικός διαμεσολαβητής.
Ακόμη και σήμερα είναι φορές που φέρνω στο νου μου και μελαγχολώ τη χαμένη ευκαιρία που μου δόθηκε να αποτολμήσω την ελληνική απόδοση της ισπανικής διαφήμισης των τσιγάρων Chesterfield.

«Ένα πράγμα πρέπει να είναι ζωντανό, με οποιοδήποτε τίμημα… Είναι καλύτερο ένα ζωντανό σπουργίτι από έναν βαλσαμωμένο αετό».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Το παραπάνω κείμενο είναι μια παραλλαγή της ομιλίας μου «Κακή μετάφραση; Ρωτήστε “τις εί;” Προτού πυροβολήσετε», στην Ημερίδα της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφρασεολογίας, σε συνεργασία με το ΕΚΠΑ και το ΑΠΘ, την Παρασκευή 12 Απριλίου 2019, στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, με τον τίτλο Αναζητώντας το νέο μέσα από τη μετάφραση: διαχρονικές και συγχρονικές προσεγγίσεις στον ελληνόφωνο χώρο.

Αποφάσισα τη δημοσίευσή της στο φιλόξενο Χάρτη για δύο λόγους:

1/ Έτυχε να διαβάσω το εξαιρετικό ποίημα «Mudanzas S.A.»Μετακομίσεις A.E.»), από την ενότητα Hijos de Babel (Παιδιά της Βαβέλ), της ποιητικής συλλογής Yo que tú, Manual de gramática y poesía (Εγώ στη θέση σου, Εγχειρίδιο γραμματικής και ποίησης), του Juan Vicente Piqueras, στις εκδόσεις Difusión, Βαρκελώνη 2012. Σας το παραδίδω μεταφρασμένο:

    ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΙΣ A.E.

                Στον Μπόρχες και στους μεταφραστές που δεν προδίδουν

    Είναι μια παράξενη φυλή διάσπαρτη στον κόσμο
    γιατί μετακομίζουν τον κόσμο.
    Μετακινούν κόσμους από τη μια γλώσσα στην άλλη.
    Αυτή είναι η τέχνη τους.

    Κάνουνε να χιονίζει στα αραβικά,
    αλλάζουνε το όνομα της θάλασσας,
    φέρνουνε καμήλες από τη Σαχάρα στη Σουηδία,
    κάνουνε τον δον Κιχώτη να καλπάζει με τον Ροσινάντη
    από τη Μάντσα στην Μαντζουρία.
    Κάνουνε παράξενα πράγματα, σχεδόν σχεδόν αδύνατα.
    Λένε στη γλώσσα τους πράγματα
    που ποτέ πριν η γλώσσα αυτή δεν είχε πει,
    πράγματα που δεν ήξερε πως μπορούσε να πει.

    Γεννήθηκαν από μια κατάρρευση, που συνέβη στην Βαβέλ,
    και από ένα όνειρο: πως μια μέρα
    οι αντίποδες σήμερα ψυχές
    θα γνωρίζονται, θα καταλαβαίνονται, θα αγαπιούνται.

    Είναι μία μουγκή φυλή:
    δίνουν τη φωνή τους σε άλλες φωνές.
    Έγιναν αόρατοι χάρη στην ταπεινοσύνη.
    Επί αιώνες ο μόχθος τους υπήρξε ανώνυμος.
    Αυτοί, που ζουν από ονόματα και ανάμεσα σε ονόματα,
    δεν είχαν ένα όνομα.

    Στο έργο της λογοτεχνίας
    αντιμετωπίζονται σαν τους παραγιούς.
    Αντίθετα, είναι αρχιμάστορες: αυτοί που χτίζουν γέφυρες
    ανάμεσα σε μακρινές γλώσσες, αυτοί που ξέρουν
    πως όλες οι γλώσσες είναι ξένες,
    πως ανάμεσά μας όλα είναι μετάφραση.

    Είναι μια παράξενη φυλή σκορπισμένη στον κόσμο
    γιατί μετακομίζουν τον κόσμο,
    γιατί σώζουν τον κόσμο.

    2/ Γιατί νομίζω πως είναι καιρός πλέον να υπάρξει μια κάπως μεθοδική ανίχνευση των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τις καλές μεταφράσεις. Είναι πιο εποικοδομητικό από την κριτική στις κακές. Ο υπογράφων σκοπεύει να ξεκινήσει σειρά συζητήσεων με τους δημιουργούς εγνωσμένα καλών μεταφράσεων με τον τίτλο Μεταξύ μας. Για τους άλλους, οι οποίες θα δημοσιεύονται στο Χάρτη. Γιατί η κριτική της μετάφρασης, όπως συμβαίνει και με κάθε άλλη (εφαρμοσμένη) τέχνη, είναι δουλειά του σιναφιού των μεταφραστών. Το οποίο θα πρέπει να αποκαλύπτει τα «μυστικά» της τέχνης του στους άλλους. Χωρίς μυθοποιήσεις, χωρίς εξιδανικεύσεις.

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: