Σκόρπιες σκέψεις που κάνω καπνίζοντας στο μπαλκόνι μου στα διαλείμματα της ανάγνωσης του βιβλίου

«Σε ποιον ανήκει η Κόλαση», του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, Μεταίχμιο 2019

Γιάννης Τσαρούχης, λεπτομέρεια από το «Φτερωτό πνεύμα που κουμπώνει το σώβρακό του» (Ίδρυμα Γ.Τσαρούχη)
Γιάννης Τσαρούχης, λεπτομέρεια από το «Φτερωτό πνεύμα που κουμπώνει το σώβρακό του» (Ίδρυμα Γ.Τσαρούχη)


Σκέψη #1 – Περί μήκους
Ένας τόσο μακροσκελής τίτλος δεν μπορεί να προμηνύει τίποτε καλό! Κοντεύει να είναι πιο μακρύς κι από τις ιστορίες που απαρτίζουν το εν λόγω βιβλίο…

Σκέψη #2 – Περί παραβολής και άλλων λογοτεχνικών δαιμονίων
Έχω μόλις διαβάσει την πρώτη ιστορία του βιβλίου, την Ιστορία ενός δέντρου, μιας καστανιάς συγκεκριμένα που φύτεψε στο αρχοντικό του ένας Τούρκος μπέης, αρχοντικό που αγόρασε ένας Αρμένης χρυσοχόος, ο οποίος χρεοκόπησε και το ’δωσε σε έναν Εβραίο τραπεζίτη, που με τη σειρά του διώχτηκε από τους Γερμανούς που το επιτάξανε, για να το υφαρπάξει αργότερα ένας καιροσκόπος δικηγόρος και να το μοσχοπουλήσει σε έναν διορατικό βιομήχανο από την Αλεξάνδρεια, τα παιδιά του οποίου το πούλησαν σ’ έναν Ρώσο επιχειρηματία…
Ο Ρώσος κάθεται στη σκιά του δέντρου και διαβάζει στην εφημερίδα του για την επέλαση των Κινέζων, ενώ εγώ – στο μπαλκόνι μου ακόμα – σκέφτομαι πόσο αγαπάω τις αλληγορίες· εκείνες τις ιστορίες δηλαδή που μιλάν’ για το σαμάρι, κλείνοντας το μάτι στο γαϊδούρι, ενώ μπορεί ταυτοχρόνως να βγάζουν τη γλώσσα τους στη λαϊκή σοφία των παροιμιών…
Εννοείται πως ανάβω και δεύτερο τσιγάρο, γιατί το πράγμα είναι περίπλοκο –ο τύπος αυτός, ο Τζαμιώτης ντε, ακροβατεί επιδέξια στο περβάζι της παραβολής (έτσι λεγόταν κι ένα από τα πρώτα ακροβατικά του– τα πρώτα του βιβλία, εννοώ) κι όποτε πέφτει…
…γιατί πέφτει μερικές φορές, κι όχι γιατί δεν είναι αρκετά καλός, ίσα ίσα γιατί είναι ύπουλος τεχνίτης και ξέρει πώς να εκμαιεύσει ένα αγωνιώδες «Ααχ!» από τα βάθη της καρδιάς εκείνων που τον παρακολουθούν…
Ναι, έχετε δίκιο, κλείνω την παρένθεση, γιατί τον έχω αφήσει να κρέμεται στο περβάζι της παραβολής (θυμάστε, ελπίζω!) κι έχω υποσχεθεί πως θα τον δούμε να πέφτει…
….όποτε πέφτει, λοιπόν, πέφτει με χάρη περισσή, σαν γατί που προσγειώνεται αθόρυβα στα σκληρά πλακάκια της απέριττης, της λακωνικής, εκρηκτικής μυθοπλασίας…

Σκέψη #3 – Σχετικά με το απίθανο και το εξωφρενικό
Οι γείτονες από απέναντι θα απορούν, το δίχως άλλο, καθώς τα ασυγκράτητα γέλια μου με εμποδίζουν να ανάψω τσιγάρο. Γελάω στηριγμένος στα κάγκελα (του μπαλκονιού μου) έχοντας διαβάσει μόλις το Πίσω από τα κάγκελα (της φυλακής αυτά). Ένας βαρυποινίτης χαίρεται όταν μαθαίνει πως έχει καρκίνο, γιατί αυτό σημαίνει πως δεν θα τον φάνε τα κάγκελα (της φυλακής και πάλι). Κατά τη μεταφορά του από το νοσοκομείο στη φυλακή, η κλούβα τρακάρει με μια νταλίκα που μεταφέρει μπετόβεργες, οι μπετόβεργες διαπερνούν το σώμα του κρατούμενου και, έτσι βουτηγμένες στη σάρκα του σαν παξιμάδι στον καφέ, θα χρησιμοποιηθούν αργότερα για να εξασφαλίσουν τη στατική επάρκεια της …νέας πτέρυγας της φυλακής.
Μπορεί της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, αλλά το ακραίο και το απίθανο, για να μην πω το εξωφρενικό, είναι για τολμηρούς συγγραφείς σαν τον Τζαμιώτη.
Το ίδιο κάνει και με την Ευτέρπη, αργότερα, μια γυναίκα που επιχειρεί επανειλημμένα να αυτοκτονήσει γιατί δεν της κάθεται της άμοιρης ο έρωτας, και πνίγεται τελικά –στο ίδιο σημείο, μάλιστα, όπου κάποτε είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει– όταν, έστω και κάπως αργά, της κάθεται ο γάμος.
Ή με την ηλικιωμένη Ελληνοαμερικανίδα που απαιτεί να αποζημιωθεί για τα 40 χρόνια που συνέλεγε πληροφορίες, στρατολογημένη από έναν κούκλο υπάλληλο της ελληνικής πρεσβείας, ο οποίος, εννοείται, αφού την …στρατολόγησε, έγινε μπουχός!

Καπνίζω και γελάω γιατί σκέφτομαι τον Τζαμιώτη να γελάει με τις μακάβριες επινοήσεις του – τον βαρυποινίτη που έγινε αλοιφή για μπετόβεργες, την Ευτέρπη που πνίγηκε γιατί ο γαμπρός δεν ήξερε κολύμπι, ή τη δακτυλογράφο της CIA που έγινε πράκτορας από έρωτα κι επί 40 χρόνια έκλεβε μυστικά που δεν της ζήτησε ποτέ κανείς.
Ο Τζαμιώτης παίζει με το απίθανο και γελάει με την καρδιά του και μας υπενθυμίζει με τον τρόπο του αυτό που υποστήριξε ο Σοπενχάουερ: πως η ζωή, όσο τη ζεις, μπορεί να μοιάζει με τραγωδία –εκεί, ας πούμε, που κάποιος γίνεται σουβλάκι με τις μπετόβεργες– αλλά, έτσι και πάρεις λίγη απόσταση, έτσι και την κοιτάξεις από μακριά, πίσω από τα κάγκελα του μπαλκονιού σου, ας πούμε, τότε σίγουρα αποδεικνύεται κωμωδία – εκεί που η Ευτέρπη αγωνίζεται να επιπλεύσει, ή εκεί που η Κάθι Μπαξεβάνος απαιτεί από την ΕΥΠ να πληρωθεί για τα 40 χρόνια που έκλεβε μυστικά από τη CIA, ή, παρακάτω, σε μιαν άλλη ιστορία, εκεί που η ηλικιωμένη γυναίκα αγοράζει μια παλιά γραφομηχανή, με την ελπίδα πως κάποιος ειδικός θα μπορέσει, εξετάζοντας τη μελανοταινία της, να ανασυνθέσει το περιεχόμενο της αποχαιρετιστήριας επιστολής που της έγραψε κάποτε σ’ αυτή την ίδια γραφομηχανή ο εραστής της, λίγο πριν αυτοκτονήσει…

Σκέψη #4 – Περί αναγνωστικών προσδοκιών
Η γλυκύτατη κυρία που διατηρεί το περίπτερο –που για καλή μας τύχη βρίσκεται λίγα μόλις μέτρα από την είσοδο της πολυκατοικίας– παρκάρει απέναντι και, ενθουσιασμένη ασφαλώς από το γεγονός ότι βρήκε θέση τόσο κοντά –εδώ είναι Παγκράτι, δεν είναι παίξε γέλασε– βλέποντάς με στο μπαλκόνι με χαιρετάει με μια υπερβολική χειρονομία.
Η οικειότητα που υποκρύπτει ο ενθουσιασμός της δεν έχει να κάνει τόσο με τη συχνότητα με την οποία αγοράζω καπνό απ’ τα χεράκια της όσο με το γεγονός ότι, αγοράζοντας συχνότατα καπνό, την έχω τσακώσει ουκ ολίγες φορές να διαβάζει! Συνήθως πρόκειται για ογκώδη μυθιστορήματα με εξώφυλλο στο χρώμα του σάπιου μήλου, με ηχηρούς τίτλους τυπωμένους με ανάγλυφα γυαλιστερά γράμματα – ας μη συνεχίσω, καταλαβαίνετε για ποιο πράγμα μιλάω· στο δικό μου σούπερ μάρκετ τα έχουν δίπλα στο ράφι με τα μπισκότα…
Με είχε εντυπωσιάσει το απολογητικό ύφος με το οποίο είχε προσπαθήσει να μου εξηγήσει το αυτονόητο: πως δεν περνούν αλλιώς οι ώρες εκεί μέσα.
Τώρα που τη βλέπω –αφ’ υψηλού, με την καλή έννοια– να οχυρώνεται στο στενάχωρο κουβούκλιό της, αναρωτιέμαι αν θα έπιανε στα χέρια της ένα βιβλίο σαν του Τζαμιώτη – βιβλίο που θα της επέτρεπε να πουλάει τσιγάρα, εφημερίδες και μπύρες χωρίς να χρειαστεί καν να διακόψει τη ροή της ανάγνωσης…
Νομίζω πως μάλλον όχι.
Νομίζω πως η συμπύκνωση της αφήγησης θα την ξεβόλευε. Κυρίως γιατί οι ιστορίες του Τζαμιώτη σε καλούν να σκεφτείς μετά την τελευταία τους αράδα.
Και το χιούμορ, υποδόριο και ώρες-ώρες μαύρο έως κατάμαυρο, κι αυτό θα την ξένιζε.
Και η επιλογή των ηρώων – για παράδειγμα, ο φουκαράς μαθηματικός που αγωνίζεται να αποδείξει στην ασφαλιστική εταιρία του πως για τον εκτροχιασμό του ευθύνεται ένα σμήνος εξωτικών παπαγάλων…
…ή ο Άγγλος διπλωμάτης που κρατούσε ενθύμιο τις μύτες που έκοβε από αρχαιοελληνικά αγάλματα περιηγούμενος την προεπαναστατική Ελλάδα…
…ή η γυναίκα που ζητούσε απεγνωσμένα να καταδικαστεί για το «κακό» της μάτι…
…ή ο ποιητής, τέλος, που ζήτησε από τον δίδυμο αδελφό του να τον αντικαταστήσει σε μια τιμητική εκδήλωση…
– κι αυτοί θα την έκαναν να στραβομουτσουνιάσει την περιπτερού μου… Χάθηκε μια μάνα που έχει να παντρέψει κόρες; Στη Σμύρνη, κατά προτίμηση…
Οπότε την αφήνω ήσυχη την ασφάλεια των χοντρών βιβλίων με τα γυαλιστερά εξώφυλλα και τους γκροτέσκους τίτλους κι αναρωτιέμαι, σβήνοντας ένα ακόμα τσιγάρο, πόσοι είναι εκείνοι που στις μέρες μας τολμούν να γράψουν πέρα από τα αναμενόμενα;
Πόσοι είναι εκείνοι που τολμούν να πειραματιστούν, γνωρίζοντας μάλλον πως διατρέχουν τον κίνδυνο να ξεβολέψουν, να ξενίσουν, να παίξουν με την προσδοκία του δυνητικού αναγνώστη;

Σκέψη #5 – Χωρίς τίτλο
Σύντομη σκέψη ετούτη, έτσι γι’ αλλαγή στον ρυθμό!Πού τις βρίσκει όλες αυτές τις ιστορίες, ο μπαγάσας; Έχω φτάσει στη μέση του βιβλίου κι αποφασίζω να τις μετρήσω: 162!! Έλεος, κάπου…

Σκέψη #6 – Περί ευρηματικότητας
Για την επινοητικότητα και την ευρηματικότητα αυτού του συγγραφέα δεν είχα καμιά αμφιβολία. Θα αρκούσε η αναφορά της κεντρικής σύλληψης της Παραβολής, ας πούμε –στην οποία αναφέρθηκα και προηγουμένως– και της συγγένειάς της (αδήλωτης, εδώ που τα λέμε) με τις παινεμένες Άλπεις των Λάνθιμου και Φιλίππου…
Κι αν αυτό δεν έφτανε θα κατέφευγα στη συγκλονιστική επινόηση του Ισίδωρου Γεωργίου στην Εφεύρεση της σκιάς, του παρουσιαστή ειδήσεων στη νοηματική γλώσσα επί δικτατορίας, που αποφασίζει να αλλοιώσει το περιεχόμενο των ειδήσεων που μεταδίδει, αφού δεν πρόκειται να το καταλάβουν παρά λίγοι, πολύ λίγοι – μονάχα οι κωφοί…
Για να μη μιλήσω για το διακριτικό αλλά εμπνευσμένο εύρημα στο οποίο στηρίζει το πολυσέλιδο αριστούργημά του Η πόλη και η σιωπή – το χρηματικό ποσό που ένας ταξιτζής, ο Αργύρης ο Τρίκορφος με τ’ όνομα, αποφασίζει να επιστρέψει πάση θυσία στον άνθρωπο που το ξέχασε στο ταξί του, εν μέσω της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα, οδηγώντας τους πολίτες σε εκρηκτικές αντιδράσεις…

Ακόμα και ο πιο δύσπιστος αναγνώστης δεν μπορεί παρά να υποκλιθεί στην μυθοπλαστική ευρηματικότητά του, όταν σκοντάψει σε μια ιστοριούλα ετούτου του βιβλίου με τον τίτλο Μια πολιτική ιστορία, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, εκτός αυτού επικυρώνει και το προηγούμενο σχόλιό μου περί χιούμορ, με τρόπο, μάλιστα, αδιαπραγμάτευτο…
Ένας συλλέκτης αγοράζει αυτοκίνητα των οποίων οι πινακίδες «σημαίνουν κάτι»: Alfetta ΝΔ 1975, BMW ΕΟΚ 1981, Mercedes EE 1993, Porche Cayenne ONE 2000, SAAB ΣΥΡ 2015, Lada Niva KKE 1917, Opel Kadett XA 2012, ΕΔΑ 1965…

Σκέψη #7 – Σχετικά με το τι δουλειά κάνει ο συγγραφέας
Μόλις έχω διαβάσει την ιστορία των γηραιών θαμώνων του καφενείου «Η μουριά», στη διασταύρωση των οδών Χαριλάου Τρικούπη και Καλλιδρομίου, που διαπληκτίζονται κάθε μέρα εκεί, κατά τις έξι η ώρα…
Σκέφτομαι τον Τζαμιώτη που κάποτε έμενε εκεί δίπλα, να πίνει τον καφέ ή το ουζάκι του και να τους παρακολουθεί. Νομίζω πως ποτέ δεν ρώτησε τον καφετζή για να μάθει τις αιτίες του περιοδικού καυγά τους – ας είμαστε ειλικρινείς... Απλώς παραείναι ταπεινός, ή ύπουλος, αν προτιμάτε, για να παραδεχτεί ότι επινόησε αυτή την ιστορία, παρακολουθώντας τους να τσακώνονται, μόνο και μόνο επειδή δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει, ή επειδή αυτή ακριβώς είναι η δουλειά του. Σκέφτομαι πως οι ανυποψίαστοι θαμώνες πιθανότατα διαφωνούσαν για κάποια αμφισβητούμενη φάση του ντέρμπι της προηγουμένης ή για τα πολιτικά. Σκέφτομαι πως η μυθοπλασία είναι η μοναδική διαφυγή του συγγραφέα από τις μυλόπετρες της κοινότοπης καθημερινότητας.
Η μυθοπλασία είναι ο τρόπος του συγγραφέα να εξυψώσει και να απαθανατίσει το φευγαλέο, το απαρατήρητο…
Να ξορκίσει τη ματαιότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας, να νοηματοδοτήσει το τυχαίο, αποσπώντας το από το άχαρο πριν και το άχρωμο μετά και τοποθετώντας το στο βάθρο του αναγκαίου και του αναπόδραστου.

Σκέψη #8 – Περί αοράτων πόλεων και αοράτων ανθρώπων

«Στη Ραΐσα, πόλη θλιμμένη, υπάρχει ένα αόρατο νήμα που, για μια στιγμή, δένει ένα ζωντανό πλάσμα με ένα άλλο και έπειτα κόβεται, ύστερα επανασυνδέει κάποια κινούμενα σημεία, σχεδιάζοντας νέες, γρήγορες φιγούρες, έτσι ώστε, σε κάθε στιγμή, η δυστυχισμένη πόλη να περιλαμβάνει μια ευτυχισμένη πόλη που η ίδια ούτε καν υποψιάζεται ότι υπάρχει».

Ομολογώ πως δεν ξέρω ακριβώς γιατί και, όσα τσιγάρα κι αν κάπνισα στο μπαλκόνι μου, απάντηση σαφή και καθαρή δεν βρήκα, αλλά το βιβλίο του Τζαμιώτη με ώθησε να ανατρέξω στη βιβλιοθήκη μου και να ανασύρω το κατασκονισμένο αντίτυπο (να λείπουν τα κακεντρεχή σχόλια, παρακαλώ!) από τις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο και να ξαναδιαβάσω κάμποσα υπογραμμισμένα αποσπάσματα σαν κι αυτό που ακούσατε πριν λίγο.

(Παρένθεση: Δεν είναι μικρό κατόρθωμα για ένα βιβλίο να σε ωθεί να διαβάσεις ένα άλλο, πόσο μάλλον να ΞΑΝΑδιαβάσεις ένα άλλο! Κλείνει.)

Λοιπόν, δεν είναι τόσο οι γεωγραφικές αναφορές – κάμποσες από τις ιστορίες του διαδραματίζονται σε πόλεις όπως η γενέθλια Λάρισα, άλλες, πολλές, στην Αθήνα, μια δυο στη Θεσσαλονίκη, στο Μάλεμε της Κρήτης, στην Πάτρα, τον Πειραιά, την ξακουστή Πρέβεζα, την Έδεσσα και το Κιλκίς και πάει λέγοντας…

Περισσότερο είναι αυτό το αόρατο νήμα, για το οποίο κάνει λόγο ο Καλβίνο, που συνδέει ένα ζωντανό πλάσμα με ένα άλλο κι έπειτα κόβεται… Αυτό το νήμα εξαιτίας του οποίου μια δυστυχισμένη πόλη μπορεί να εμπεριέχει μια πόλη ευτυχισμένη, κι ας μην το υποψιάζεται η ίδια πως υπάρχει καν… Αυτό το αόρατο νήμα που διατρέχει τις ιστορίες του Τζαμιώτη – που συνδέει για μια στιγμή τους ήρωές του κι έπειτα κόβεται… Αυτό το αόρατο νήμα που μοιάζει να είναι ο κρυφός κι ανομολόγητος στόχος του βιβλίου, διαρκώς λανθάνων κι όμως αδιαλείπτως παρών… Αυτό το αόρατο νήμα που μοιάζει να σου κλείνει το μάτι πίσω από κάθε τίτλο, πίσω από κάθε χαρακτήρα, πίσω από κάθε κραυγαλέο όνομα ή πίσω από κάθε απροσδόκητο επάγγελμα, πίσω από κάθε προσεκτικά σχεδιασμένη και μαστόρικα εκτελεσμένη ανατροπή… Αυτό το αόρατο νήμα που ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πώς Να! όπου να ΄ναι θα πιάσει την άκρη του και θα το τραβήξει και θα μπορέσει να λύσει το κουβάρι της αφήγησης και από νήμα… θα αναβαθμιστεί, επιτέλους, σε νόημα! Αυτό το νόημα που διαφεύγει διαρκώς από τις ζωές των αόρατων ανθρώπων για τους οποίους επιλέγει να γράψει ο Τζαμιώτης. Αυτό το νόημα που με αέρινες περιστροφές περνάει από τη μια ιστορία στην άλλη, σαν την αεικίνητη σβούρα στο Μουσείο Παλαιών Παιχνιδιών της Λήμνου στην ιστοριούλα «Μυστικός Δερβίσης» που παρά την ταπεινότητά της –η σβούρα, αλλά και η ιστορία– αιχμαλωτίζει το μάτι του επισκέπτη…

Σκέψη #9 – Κάγκελα, κάγκελα παντού!
Θανατηφόρα ανάπτυξη λέγεται η ιστορία στην οποία ένας νέος πολιτικός προσπαθεί να δικαιολογήσει τη θεαματική αύξηση του αριθμού των αυτοκτονιών με επιχείρημα το ύψος του κάγκελου στα μπαλκόνια πολυκατοικιών που χτίστηκαν στη συντριπτική τους πλειονότητα τη δεκαετία του ’60, όταν κατά μέσο όρο το ύψος των κατοίκων της χώρας ήταν πολύ μικρότερο!
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ποιες σκέψεις κάνω μετά απ’ αυτό, καπνίζοντας στο μπαλκόνι μου. Τρέχω να πάρω το μέτρο από το συρτάρι της κουζίνας και μετράω το ύψος το κάγκελου. Αν δεν το κόψω το ρημάδι, από δω και μπρος θα καπνίζω και θα σκέφτομαι μισό βήμα πιο μέσα!

Το κείμενο αυτό διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου Σε ποιον ανήκει η Κόλαση του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη (Μεταίχμιο, 2019), στο Polis Art Café, 25.11.2019.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Σε ποιόν ανήκει η Κόλαση του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: