Για το θηρίο

Κατερίνα Ηλιοπούλου, «Δεν είναι ακόμα», Μελάνι 2019

Για το θηρίο

Αρ­χί­ζω αυ­τό το ση­μεί­ω­μα με τη σκέ­ψη που θα μπο­ρού­σε να εί­ναι η κα­τα­κλεί­δα του: το Δεν εί­ναι ακό­μα της Κα­τε­ρί­νας Ηλιο­πού­λου εί­ναι ένα από τα πιο γοη­τευ­τι­κά βι­βλία ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας που εκ­δό­θη­καν το 2019. Το πρω­το­διά­βα­σα τον Μάιο, με­τά τη Διε­θνή Έκ­θε­ση Βι­βλί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης, κι έπει­τα το ξα­νά­πια­σα άλ­λες δυο φο­ρές. Και οι τρεις ανα­γνώ­σεις μού άφη­σαν την ίδια αί­σθη­ση: έναν συν­δυα­σμό θαυ­μα­σμού και απο­ρί­ας. Θαυ­μα­σμού γι’ αυ­τά τα οχτώ ολι­γο­σέ­λι­δα κεί­με­να, η επί­γευ­ση των οποί­ων επι­μέ­νει και­ρό με­τά την ανά­γνω­σή τους, και απο­ρί­ας για το πώς η Ηλιο­πού­λου, πα­ρό­τι δεν έχει ξα­να­δο­κι­μα­στεί στην πε­ζο­γρα­φία, σκη­νο­θέ­τη­σε πει­στι­κά αυ­τόν τον ανη­συ­χα­στι­κό κό­σμο, πώς έστρω­σε αυ­τό το χα­λί με­λαγ­χο­λί­ας που ανε­παί­σθη­τα με­τα­το­πί­ζε­ται (δεν τρα­βιέ­ται: με­τα­το­πί­ζε­ται) κά­τω από τα πό­δια του ανα­γνώ­στη και, με τις ζυ­γι­σμέ­νες εξό­δους των ιστο­ριών της, τον αφή­νει έρη­μο, μ’ ένα πα­ρά­δο­ξο με­ταλ­λι­κό αί­σθη­μα, αλ­λά και κά­πο­τε του γνέ­φει με γλυ­κα­σμό – ή μάλ­λον με χαρ­μο­λύ­πη.

Εί­ναι εύ­κο­λο, σκέ­φτο­μαι, να μι­λή­σεις για ένα βι­βλίο που δεν σου αρέ­σει: μια και στα απο­τυ­χη­μέ­να ή τα μέ­τρια βι­βλία όλα εί­ναι έκτυ­πα, κά­τι θα βρεις να πια­στείς, κι έπει­τα υπάρ­χει ο μα­κρύς κα­τά­λο­γος με τις κοι­νο­το­πί­ες. Πώς μι­λάς, όμως, για κά­τι που όντως σε συ­γκί­νη­σε; Εί­ναι σαν να πα­σχί­ζεις να πε­ρι­γρά­ψεις μια ευω­δία. Θα μπο­ρού­σε κα­νείς εν προ­κει­μέ­νω, για τη συλ­λο­γή της Κα­τε­ρί­νας Ηλιο­πού­λου, να στα­θεί στα προ­φα­νή: στο πώς η Ηλιο­πού­λου, ως προ­ερ­χό­με­νη από την ποί­η­ση, γο­νι­μο­ποιεί με ποι­η­τι­κούς τρό­πους τα πε­ζο­γρα­φή­μα­τά της∙ στο πώς παί­ζει με τη φόρ­μα, άλ­λο­τε γρά­φο­ντας δι­η­γή­μα­τα κο­ντά στους πα­ρα­δο­σια­κούς κώ­δι­κες, άλ­λο­τε υιο­θε­τώ­ντας την «ποι­η­τι­κή του απο­σπά­σμα­τος» κι άλ­λο­τε γρά­φο­ντας ευ­σύ­νο­πτα αφη­γή­μα­τα όμοια με πε­ζο­ποι­ή­μα­τα∙ ή στο πώς γρά­φει με ακρί­βεια τέ­τοια, ώστε ο λό­γος της να δια­θέ­τει συ­χνά την πύ­κνω­ση του απο­φθέγ­μα­τος.
Οι πα­ρα­τη­ρή­σεις αυ­τές εί­ναι θε­μι­τές∙ ωστό­σο, εί­ναι κα­τά κύ­ριο λό­γο πε­ρι­γρα­φι­κές και δεν εξη­γούν για­τί η συλ­λο­γή ασκεί αυ­τή την αι­νιγ­μα­τι­κή έλ­ξη. Θα δο­κι­μά­σω να απα­ντή­σω κα­τα­φεύ­γο­ντας σε μια σκέ­ψη που, από τό­τε που τη διά­βα­σα –πλέ­ον ού­τε θυ­μά­μαι πού–, την ανα­κα­λώ όταν ανα­ρω­τιέ­μαι τι ση­μαί­νει κα­λή λο­γο­τε­χνία: «Κά­θε έρ­γο τέ­χνης», λέ­ει η ρή­ση, «κρύ­βει μέ­σα του ένα εξη­με­ρω­μέ­νο θη­ρίο». Προ­σπα­θώ να φα­ντα­στώ το θη­ρίο που φω­λιά­ζει στα οχτώ δι­η­γή­μα­τα του Δεν εί­ναι ακό­μα. Και λέω: εί­ναι ένα θη­ρίο λυ­πη­μέ­νο, θη­λυ­κό, με κί­τρι­να μά­τια που σε κοι­τά­ζουν μα­γνη­τι­κά μες στο σκο­τά­δι –κά­τω απ’ το κρε­βά­τι, ή μάλ­λον από μια υπο­χθό­νια διά­στα­ση–, εί­ναι ένα θη­ρίο που δεν νιώ­θει φυ­σι­κά σ’ αυ­τόν τον κό­σμο∙ εί­ναι ακό­μα ένα θη­ρίο ευ­φυ­ές, σε διαρ­κή επι­φυ­λα­κή, ένα θη­ρίο ίσως βρα­χύ­σω­μο αλ­λά νευ­ρώ­δες και με αιχ­μη­ρά νύ­χια, που θα μπο­ρού­σε, αν ήθε­λε, να πλη­γώ­σει τον αντί­πα­λο, αλ­λά δεν θέ­λει: λί­γο από λύ­πη (στα δι­η­γή­μα­τα της συλ­λο­γής, ακό­μα κι όταν ο ήλιος με­σου­ρα­νεί, νιώ­θεις μια ψύ­χρα – «αυ­τή την ανοι­ξιά­τι­κη λέ­ξη»), λί­γο από αμε­τά­κλη­τη συ­στο­λή, το θη­ρίο της Ηλιο­πού­λου εί­ναι φι­λέ­ρη­μο, προ­τι­μά να απο­σύ­ρε­ται και να κα­λεί τον ανα­γνώ­στη –με τα λό­για της αφη­γή­τριας στο «Jackson road»– «στη βα­θιά κοι­λό­τη­τα μέ­σα στην οποία κρυ­βό­μουν, σχε­δόν σαν μέ­σα στο εσω­τε­ρι­κό ενός γι­γά­ντιου κο­χυ­λιού».

Γι’ αυ­τό, σκέ­φτο­μαι, εί­ναι γοη­τευ­τι­κή η συλ­λο­γή: για­τί το τρυ­φε­ρό και λυ­πη­μέ­νο θη­ρίο της –όπως, εδώ που τα λέ­με, εί­ναι όλα τα σω­στά θη­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας– δεν απο­κα­λύ­πτει, δεν χα­ρί­ζει και δεν χα­ρί­ζε­ται, αλ­λά πε­ρι­μέ­νει στο κο­χύ­λι του τον ασκη­μέ­νο και υπο­μο­νε­τι­κό ανα­γνώ­στη να το συ­να­ντή­σει στο ημί­φως όπου φω­λιά­ζει, στο τέ­λος μιας σπει­ροει­δούς δια­δρο­μής. Στην πο­ρεία, ο ανα­γνώ­στης θα συ­να­ντή­σει το δαι­μο­νι­κό βλέμ­μα μιας γά­τας που θα απο­ξε­νώ­σει δυο φί­λους, τον πα­ρά­δο­ξο δε­σμό με­τα­ξύ ενός ηλι­κιω­μέ­νου κι ενός λο­ξού νε­α­ρού, τις τε­τα­μέ­νες στι­χο­μυ­θί­ες ανά­με­σα σ’ ένα ζευ­γά­ρι κι έναν πι­κρό­χο­λο πα­τέ­ρα, θα δια­πι­στώ­σει τη δια­φο­ρά με­τα­ξύ της αυ­τά­ρε­σκης νε­α­νι­κής φρί­κης και της όντως φρί­κης ακού­γο­ντας τον μο­νό­λο­γο ενός υπε­ρή­λι­κα βιο­λι­στή, θα βυ­θι­στεί σε μια «πο­λυ­θρό­να-κα­τα­πα­κτή που οδη­γεί σ’ ένα σκο­τει­νό λα­γού­μι» (εκεί όπου οδη­γούν και οι εβδο­μή­ντα σε­λί­δες του βι­βλί­ου), θα ακού­σει τα ακα­τά­λη­πτα λό­για ενός προ­φή­τη και θα ιπ­πεύ­σει ένα κόκ­κι­νο τρέ­νο κι ένα παι­δι­κό πο­δή­λα­το προς την ελευ­θε­ρία. Και τε­λι­κά θα αντι­κρί­σει το ίδιο το θη­ρίο – αν στο με­τα­ξύ εκεί­νο δεν απο­φα­σί­σει να χω­θεί κά­που ακό­μα βα­θύ­τε­ρα. Αναμ­φί­βο­λα, πρό­κει­ται για μια δια­δρο­μή που αξί­ζει να ανα­κα­λύ­ψει ο ανα­γνώ­στης.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
Δεν εί­ναι ακό­μα
της Κα­τε­ρί­νας Ηλιο­πού­λου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: