Είμαι μικρή, πολύ μικρή, ντυμένη με φουστανάκια. Πατάω με τα ποδαράκια μου πάνω στα δικά σου. Με κρατάς από τα χέρια και χορεύουμε πάνω στον δικό σου βηματισμό. Είμαι ευτυχισμένη. Χορεύω με τον μπαμπά μου.
Επιστρέφεις βράδυ από τις πρόβες. Πολλές φορές κρατιέμαι ξύπνια για να σε προλάβω. Σε περιμένω σαν Χριστούγεννα. Μου δίνεις γλυκά φιλιά. Μου φέρνεις πάντα κι από κάτι. Τις περιπέτειες του Λούκυ Λουκ, σοκολάτες, δωράκια από τα ταξίδια σου… Νιώθω ασφαλής μαζί σου. Με βάζεις για ύπνο με χάδι.
Πολλές φορές με παίρνεις μαζί στο γραφείο. Σχεδιάζουμε παρέα. Εσύ τα θεατρικά σου πάνω στο σχεδιαστήριο κι εγώ με τις κηρομπογιές στο τραπέζι μπροστά από τον καθρέπτη. Στο βάθος ακούγονται οι Pink Floyd. Σε βλέπω συχνά-πυκνά να με κοιτάς μέσα από τον καθρέπτη χαμογελώντας.
Μεγαλώνω. Περνάω την εφηβεία μου κι εσύ σχεδόν ποτέ δεν χάνεις την υπομονή σου, όσο δύστροπη κι αν είμαι. Προσπαθείς να βάλεις τάξη στην αναρχία του μυαλού μου με υπομονή. Να με κατευθύνεις χωρίς να μου κόψεις κανένα όνειρο, έστω κι αν είναι ουτοπικό. Έχεις την υπομονή του Ιωβ. Μια μέρα ζορίζεσαι. Βουρκώνεις. Μου λες «δεν καταλαβαίνεις πως στα λέω όλα αυτά επειδή σ’ αγαπάω;». Τότε υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην σε κάνω ποτέ ξανά να δακρύσεις. Μόνο να γελάς. Ουσιαστικά υποσχέθηκα να γίνω σαν εσένα, μόνο που το κατάλαβα πολύ αργότερα…
Πάντα υπάρχουν τόσα πολλά να πούμε. Είσαι ποιητής της εικόνας αλλά τα πόδια σου πατάνε γερά στο έδαφος… Κοιτάς μπροστά. Οργανώνεις. Φροντίζεις να προλάβεις καταστάσεις, να μεριμνήσεις, να προφυλάξεις. Δίνεις στους γύρω σου το τεράστιο δώρο να μη χρειάζεται να ανησυχούν. Τρέχεις σε χίλια θέατρα ταυτόχρονα. Μα για τους ανθρώπους έχεις πάντα χρόνο. Ο μπαμπάς είναι εδώ. Ο Γιώργος είναι εδώ.
Όταν δεν είμαι στα καλά μου, με ακούς. Γνήσια και προσεκτικά. Νιώθω την ενσυναίσθηση τόσο έντονα που είναι σχεδόν χειροπιαστή. Ακόμα κι απ’ το τηλέφωνο. Και μέσα από τη σιωπή σου ακούω την αγωνία σου για μένα. Κανένα «πρόβλημα» δεν είναι για σένα ανάξιο αναφοράς.
Σε σκέφτομαι πάντα με το μηχανικό μολύβι στην τσέπη του πουκαμίσου σου. Να σχεδιάζεις ιδέες τη στιγμή της γέννησής τους, πάνω σε ό,τι υλικό βρεις. Να σκίζεις τα χάρτινα τραπεζομάντηλα στις ψαροταβέρνες, να σχεδιάζεις ακόμα και πάνω στο πακέτο των τσιγάρων της μάνας μου… Κι ύστερα να χώνεις μικρά χαρτάκια με ιδέες στο τσεπάκι σου. Ονειρόκοσμοι πάνω σε λίγα εκατοστά χαρτί. Σε σκέφτομαι να μου νιαουρίζεις. Να κάνεις σκανταλιά και να ξεσπάς σε γέλια. Κι απ’ την άλλη να είσαι πάντα τόσο διακριτικός και συνεσταλμένος… Τόσο ευγενικός… Με τα μάτια σου αχόρταγα κι ορθάνοιχτα να παρατηρούν. Σε σκέφτομαι να αγαπάς τη ζωή με χίλιους διαφορετικούς τρόπους.
Όλοι σε ξέρουν σαν σπουδαίο καλλιτέχνη μα εγώ σε ξέρω ως σπουδαίο άνθρωπο και πατέρα. Η αγάπη δεν είναι δεδομένη στις οικογένειες. Όμως εσύ είχες περίσσευμα. Και δεν είναι όλοι οι γονείς καλοί. Μα εγώ είμαι τυχερή. Ο μπαμπάς μου. Ο καλύτερος όλων. Αν μπορούσαμε να σε κλωνοποιήσουμε, αυτός ο κόσμος θα γινόταν θαυμάσιος.
Φτάνει η ώρα να φύγεις. Σου κρατάω τα χέρια, είμαι εκεί διαρκώς, σου μιλάω, σε χαϊδεύω, σε φιλώ, σε μυρίζω. Προσπαθώ να απορροφήσω την ουσία σου, να σε κρατήσω. Προσπαθώ να σου ανταποδώσω έστω λίγη από τη φροντίδα που μου έδειξες. Άνισα τα μεγέθη. Τουλάχιστον έτσι τα αντιλαμβάνομαι διότι εσύ δεν ζητάς ποτέ τίποτα. Γεμίζεις με το να δίνεις.
Πάει σχεδόν ενάμισης χρόνος που δεν είσαι εδώ αλλά είσαι μέσα σε ότι κάνω, με άλλη μορφή. Μπορεί να μην σου ξαναμαγειρέψω το αγαπημένο σου φαγητό, να μην σου χαϊδέψω τα μαλλάκια, να μην ξαναχορέψουμε μαζί… Αλλά όλα αυτά είναι εδώ μέσα από τη μνήμη. Την τρέφω, την χαϊδεύω, χορεύω μαζί της. Η ζωή τελειώνει. Η αγάπη όχι. Και η αγάπη που πήρα από εσένα, είναι η δύναμη μου.