Είτε βραδιάζει, είτε φέγγει, μένει λευκό, το γιασεμί.
Αυτό ήταν ο Γώργος Πάτσας. Το πιο δυναμικό και καθαρό χάικου της ελληνικής σκηνογραφίας. Κι ένα γιασεμάκι, για μένα και όσους τον αγαπήσαμε βαθειά, που δεν άλλαζε χρώματα, ούτε στο φως της ημέρας, ούτε στα σκοτάδια της νύχτας! Παρέμενε λευκός, αδιαπραγμάτευτα ταγμένος στις επιλογές της ζωής, της δουλειάς, της Τέχνης, που υπηρέτησε μισό αιώνα. Αταλάντευτα και αδιαπραγμάτευτα. Χωρίς κραυγές, χωρίς παράπονα, χωρίς σκαμπανεβάσματα ηθικών επιλογών, λόγων και πράξεων. Ήρεμη δύναμη σε σταθερή πορεία. Κι ίσως εγώ, ένας άνθρωπος της υπερβολής, αυτό έβρισκα λυτρωτικό στη σαραντάχρονη σχέση μου μαζί του.
Άρχισε με ενα ούζο στον θρυλικό Απότσο, όταν δούλευα στη Μεσημβρινή και δεν έχει τελειώσει ακόμη... Γιατί είμαι από εκείνους τους τυχερούς που αξιώθηκαν μια πολύχρονη κα ουσιαστική φιλία μαζί του κι από εκείνους τους πολλούς, ήδη, που δεν μπορούν να βολευτούν με τη παρηγοριά της αναγκαστικής του θανάτου λήθης, αλλά οδεύουν συχνά στα μονοπάτια της μνήμης για να ξορκίσουν την απουσία και να βιώσουν έστω νοερά την παρουσία εκείνου που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ πια....
Το δικό μου Γιασεμάκι φώτισε πολλές φορές με το φως του το δρόμο μου κι εγώ με τη σειρά μου το πότισα πολλές φορές με αγάπη και ειλικρινή αφοσίωση. Και ξέρω πως έχω, από χρόνια πολλά, καταθέσει δημόσια την δημοσιογραφική μου άποψη, πίστη και θαυμασμό, για τον σκηνογράφο Γιώργο Πάτσα και το τεράστιο έργο του. Ένα έργο που αφήνει ανεξίτηλο ίχνος στην ιστορία της ελληνικής σκηνογραφίας, από τη δεκαετία του σκληρού ’60 μέχρι τη μέρα που έφυγε.
Άρα, μου μένει να μιλήσω για τον άνθρωπο και την προσωπικότητά του, αυτή που έκρυβε τοσο καλά πίσω από τα γυαλιά και το γλυκό χαμόγελο.
Την καταδεκτικότητα με όσους συνεργαζόταν, έχοντάς την υιοθετήσει, λες από την γέννησή του, με μια απόλυτη κατάφαση στα μικρά της ζωής που τα γνώριζε, αλλά δεν επέτρεπε να τον αγγίξουν. Και μαζί, έναν απόλυτο έρωτα στην Ομορφιά της Τέχνης του και της Τέχνης του Θεάτρου.
Μια αφοσίωση που εκφράζονταν στις δουλειές του σχεδόν σαν μοναστική κατανυκτική προσευχή, σιωπηλή δέηση, πάντα με τα πόδια στερεά στη Γη, ποτέ γονατιστός και πάντα με τη ματιά προς την ελευθερία του ουρανού.
Για μένα, ο Γιώργος Πάτσας ήταν αετός της Γης, που ποτέ δεν παραπονέθηκε για τον χαμένο Ουρανό του. Στέκονταν σιωπηλός, αφουγκραζόταν, λες, την Ομορφιά στο μεδούλι των έργων που έντυνε κι ύστερα δούλευε στο εργαστήρι του μόνος, γοργά σκιτσάροντας για να δώσει μορφή και σχήμα στην έμπνευση. Ατέλειωτες μέρες και νύχτες μετά, δούλευε αναζητώντας και το τελευταίο κομμάτι ύφασμα και το πιο μικρό ξύλο, και το πιο δύσκολο κομμάτι στο φροντιστήριο, και το πιο μεγάλο πανί...
Αχ ! αυτά τα πανιά του, όταν τα έριχνε στα σκηνικά.
Κι εκείνα τα υφάσματα με τα σάπια, ματωμένα, πορφυρά χρώματα, όταν τα έβαφε για να τυλίξει σώματα ηρώων, ερμηνεύοντας το έργο και οδηγώντας την κίνηση, από μύθο σε μύθο, από στίχο σε στίχο, από τρέλα σε πόνο κι από ζωή στον θάνατο ...
Πάντα στις κορυφογραμμές που όριζε ο σκηνοθέτης, είτε αυτός λεγόταν Σπύρος Ευαγγελάτος, είτε Θόδωρος Αγγελόπουλος. Και πάντα η δουλειά με την έγκυρη υπογραφή του: Γιώργος Πάτσας!
Και ήξερες ότι έχει υπηρετήσει το όραμα του σκηνοθέτη χωρίς να προδώσει ούτε το δικό του, ούτε το Θέατρο, ούτε την Ομορφιά με την οποία ο Πάτσας δε σε παγίδευε, αλλά σε έπαιρνε απαλά από το χέρι και σε οδηγούσε εντός της, στους ρυθμούς του Κόσμου και του έργου, ερμηνεύοντας και όχι φωνασκώντας... Ένα μοναδικό και καθόλου επικίνδυνο σουέλ... Αυτό το κρυφό σιωπηλό κύμα από το βυθό της θεατρικής Θάλασσας, εντός μας!
Τώρα που εκείνος δεν είναι πια, προσπαθώ να φέρω στο νου μου τις αμέτρητες δουλειές του που είδα σε τόσα χρόνια. Τελικά παραδέχομαι πως μένω με μια γεύση ηρεμίας στα χείλη, από ευχαρίστηση, για τα κόκκινα και τα λευκά, για τα τοπία ζωής και θανάτου που έστηνε κάθε φορά επι σκηνής, για τους ζητιάνους και τους βασιλιάδες, για τους επαναστάτες και τους υποταγμένους, για όλους της Γης και του Θεάτρου τους κολασμένους που έντυσε ο Γιώργος. Και είδαμε, όσοι τα είδαμε σε αυτή την έντιμη, αξιοπρεπή δημιουργική πολύχρονη πορεία του στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην όπερα, παντού όπου εργάστηκε και έπλασε τον πηλό της μεγάλης δουλειάς του «με λογισμό και μ’ όνειρο» πάντα. Χωρίς ποτέ να παραπονεθεί για τα μικρά, τα τιποτένια.
Τη μέρα που τον αποχαιρετήσαμε για τελευταία φορά, κοίταζα από μια γωνία τον κόσμο που έκλαιγε γύρω, νέους και καταξιωμένους του ελληνικού θεάτρου και σκέφθηκα σχεδόν φωναχτά «Δεν υπάρχει ούτε ένας στο σκληρό αυτό χώρο που να μπορεί να πει κακό λόγο για τον Γιώργο».
Το επανέλαβα όταν η Νικαίτη μού ζήτησε να τον αποχαιρετήσω. Και το πιστεύω βαθιά, πως ο Γιώργος άφησε πίσω του εκτός από το έργο του, μόνο αγάπη και σεβασμό.
Είμαι λοιπόν τυχερή που αξιώθηκα να με θεωρεί φίλη μέχρι το τέλος.
Τι κέρδισε η Τέχνη (του) από τον Γιώργο Πάτσα μπορώ να το πω με μια φράση: το δυναμικό επι σκηνής Αποτέλεσμα της δημιουργικής και ταπεινής του Αφοσίωσης.
Τι έχασε η Τέχνη (του) από την απουσία του είναι δύσκολο να το γράψει κανείς με μια φράση. Θα έλεγα τη διακοπή του αδιάλειπτου της πορείας ενός αληθινού δημιουργού.
Αλλά αυτός είναι ο Θάνατος κι αυτή η Ζωή. Το κοινό μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα. Με το Γιώργο έζησα μεγάλα τμήματα αυτού του ταξιδιού...
Από εκείνο το μεσημέρι στου Απότσου, νεαρή δημοσιογράφος τότε, μέχρι το τελευταίο μεσημέρι στο σπίτι μου. Έναν χρόνο πριν αρρωστήσει.
– Ήρθα να σε δω. Ανησυχώ για σένα, βρε πουλάκι μου. Ήρθα να μου μιλήσεις, όπως μιλάμε εμείς οι δυο τόσα χρόνια. Κι ήρθα για να σου φέρω αυτό. Γιατί θέλω να το έχεις εσύ!
Είπε κι έβγαλε από τη μπόρσα του την πρώτη ζωγραφική μακέτα για το πορφυρό κοστούμι της Μήδειας, που ερμήνευσε ιδανικά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η μεγάλη του θεάτρου μας, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, το 1997, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη στην Επίδαυρο, με το Εθνικό Θέατρο.
– Τι σημαίνει αυτό Γιώργο; ταράχτηκα. Με αποχαιρετάς;
– Δες το κι έτσι. Κάποτε θα αποχαιρετηθούμε.
– Και ποιος σου δίνει το δικαίωμα να αποφασίζεις ότι θα μείνω εγώ πίσω; Θύμωσα, δάκρυσα, δοκίμασα να επιστρέψω το πολύτιμο χαρτί.
– Θέλω να το έχεις εσύ κι ο Κωνσταντίνος, αν φύγεις πρώτη.
– Ορκίσου, βρε, ότι δεν συμβαίνει κάτι.
– Σε ποιο Θεό; γέλασε. Κι όταν έφυγε έκλαψα... Όπως κλαίω κάθε που θελω να του μιλήσω και συνειδητοποιώ ότι δεν είναι πια... Τόσες παραστάσεις, τόσες εικόνες, τόσες πρεμιέρες, τόσες αγάπες, γάμοι, αποχαιρετισμοί, έρωτες, χωρισμοί, γεννήσεις, θάνατοι, ξενύχτια επιδαύρια, αθηναϊκά, σαλονικιώτικα, τόσες βόλτες με αμάξι και κουβέντα, τόσα Χριστούγεννα, τόσες αγωνίες, δυσκολίες, επιτυχίες, αποτυχίες, αγκαλιές, εκμυστηρεύσεις, φόβοι, χαρές, νίκες, ήττες, προδοσίες, όλα κρεμασμένα σαν παλιά ρούχα στην κρεμάστρα, στο ντουλάπι της Μνήμης. Κι εσύ να λείπεις, βρε πουλάκι μου. Κι εγώ να ψάχνω να βρω τη λέξη για να γράψω ποιος και τι ήσουν για το Θέατρο και για μένα! ΓΙΑΣΕΜΑΚΙ ΜΑΣ ! ΓΙΑΣΕΜΑΚΙ ΜΟΥ !