Με τη ματιά προς την ελευθερία του ουρανού…

Μότσαρτ «Ντον Τζιοβάννι», Εθνική Λυρική Σκηνή 2004
Μότσαρτ «Ντον Τζιοβάννι», Εθνική Λυρική Σκηνή 2004
Img148

Εί­τε βρα­διά­ζει, εί­τε φέγ­γει, μέ­νει λευ­κό, το για­σε­μί.

Αυ­τό ήταν ο Γώρ­γος Πά­τσας. Το πιο δυ­να­μι­κό και κα­θα­ρό χάι­κου της ελ­λη­νι­κής σκη­νο­γρα­φί­ας. Κι ένα για­σε­μά­κι, για μέ­να και όσους τον αγα­πή­σα­με βα­θειά, που δεν άλ­λα­ζε χρώ­μα­τα, ού­τε στο φως της ημέ­ρας, ού­τε στα σκο­τά­δια της νύ­χτας! Πα­ρέ­με­νε λευ­κός, αδια­πραγ­μά­τευ­τα ταγ­μέ­νος στις επι­λο­γές της ζω­ής, της δου­λειάς, της Τέ­χνης, που υπη­ρέ­τη­σε μι­σό αιώ­να. Ατα­λά­ντευ­τα και αδια­πραγ­μά­τευ­τα. Χω­ρίς κραυ­γές, χω­ρίς πα­ρά­πο­να, χω­ρίς σκα­μπα­νε­βά­σμα­τα ηθι­κών επι­λο­γών, λό­γων και πρά­ξε­ων. Ήρε­μη δύ­να­μη σε στα­θε­ρή πο­ρεία. Κι ίσως εγώ, ένας άν­θρω­πος της υπερ­βο­λής, αυ­τό έβρι­σκα λυ­τρω­τι­κό στη σα­ρα­ντά­χρο­νη σχέ­ση μου μα­ζί του.
Άρ­χι­σε με ενα ού­ζο στον θρυ­λι­κό Από­τσο, όταν δού­λευα στη Με­σημ­βρι­νή και δεν έχει τε­λειώ­σει ακό­μη... Για­τί εί­μαι από εκεί­νους τους τυ­χε­ρούς που αξιώ­θη­καν μια πο­λύ­χρο­νη κα ου­σια­στι­κή φι­λία μα­ζί του κι από εκεί­νους τους πολ­λούς, ήδη, που δεν μπο­ρούν να βο­λευ­τούν με τη πα­ρη­γο­ριά της ανα­γκα­στι­κής του θα­νά­του λή­θης, αλ­λά οδεύ­ουν συ­χνά στα μο­νο­πά­τια της μνή­μης για να ξορ­κί­σουν την απου­σία και να βιώ­σουν έστω νο­ε­ρά την πα­ρου­σία εκεί­νου που ΔΕΝ ΕΙ­ΝΑΙ πια....
Το δι­κό μου Για­σε­μά­κι φώ­τι­σε πολ­λές φο­ρές με το φως του το δρό­μο μου κι εγώ με τη σει­ρά μου το πό­τι­σα πολ­λές φο­ρές με αγά­πη και ει­λι­κρι­νή αφο­σί­ω­ση. Και ξέ­ρω πως έχω, από χρό­νια πολ­λά, κα­τα­θέ­σει δη­μό­σια την δη­μο­σιο­γρα­φι­κή μου άπο­ψη, πί­στη και θαυ­μα­σμό, για τον σκη­νο­γρά­φο Γιώρ­γο Πά­τσα και το τε­ρά­στιο έρ­γο του. Ένα έρ­γο που αφή­νει ανε­ξί­τη­λο ίχνος στην ιστο­ρία της ελ­λη­νι­κής σκη­νο­γρα­φί­ας, από τη δε­κα­ε­τία του σκλη­ρού ’60 μέ­χρι τη μέ­ρα που έφυ­γε.
Άρα, μου μέ­νει να μι­λή­σω για τον άν­θρω­πο και την προ­σω­πι­κό­τη­τά του, αυ­τή που έκρυ­βε το­σο κα­λά πί­σω από τα γυα­λιά και το γλυ­κό χα­μό­γε­λο.
Την κα­τα­δε­κτι­κό­τη­τα με όσους συ­νερ­γα­ζό­ταν, έχο­ντάς την υιο­θε­τή­σει, λες από την γέν­νη­σή του, με μια από­λυ­τη κα­τά­φα­ση στα μι­κρά της ζω­ής που τα γνώ­ρι­ζε, αλ­λά δεν επέ­τρε­πε να τον αγ­γί­ξουν. Και μα­ζί, έναν από­λυ­το έρω­τα στην Ομορ­φιά της Τέ­χνης του και της Τέ­χνης του Θε­ά­τρου.
Μια αφο­σί­ω­ση που εκ­φρά­ζο­νταν στις δου­λειές του σχε­δόν σαν μο­να­στι­κή κα­τα­νυ­κτι­κή προ­σευ­χή, σιω­πη­λή δέ­η­ση, πά­ντα με τα πό­δια στε­ρεά στη Γη, πο­τέ γο­να­τι­στός και πά­ντα με τη μα­τιά προς την ελευ­θε­ρία του ου­ρα­νού.
Για μέ­να, ο Γιώρ­γος Πά­τσας ήταν αε­τός της Γης, που πο­τέ δεν πα­ρα­πο­νέ­θη­κε για τον χα­μέ­νο Ου­ρα­νό του. Στέ­κο­νταν σιω­πη­λός, αφου­γκρα­ζό­ταν, λες, την Ομορ­φιά στο με­δού­λι των έρ­γων που έντυ­νε κι ύστε­ρα δού­λευε στο ερ­γα­στή­ρι του μό­νος, γορ­γά σκι­τσά­ρο­ντας για να δώ­σει μορ­φή και σχή­μα στην έμπνευ­ση. Ατέ­λειω­τες μέ­ρες και νύ­χτες με­τά, δού­λευε ανα­ζη­τώ­ντας και το τε­λευ­ταίο κομ­μά­τι ύφα­σμα και το πιο μι­κρό ξύ­λο, και το πιο δύ­σκο­λο κομ­μά­τι στο φρο­ντι­στή­ριο, και το πιο με­γά­λο πα­νί...
Αχ ! αυ­τά τα πα­νιά του, όταν τα έρι­χνε στα σκη­νι­κά.
Κι εκεί­να τα υφά­σμα­τα με τα σά­πια, μα­τω­μέ­να, πορ­φυ­ρά χρώ­μα­τα, όταν τα έβα­φε για να τυ­λί­ξει σώ­μα­τα ηρώ­ων, ερ­μη­νεύ­ο­ντας το έρ­γο και οδη­γώ­ντας την κί­νη­ση, από μύ­θο σε μύ­θο, από στί­χο σε στί­χο, από τρέ­λα σε πό­νο κι από ζωή στον θά­να­το ...
Πά­ντα στις κο­ρυ­φο­γραμ­μές που όρι­ζε ο σκη­νο­θέ­της, εί­τε αυ­τός λε­γό­ταν Σπύ­ρος Ευαγ­γε­λά­τος, εί­τε Θό­δω­ρος Αγ­γε­λό­που­λος. Και πά­ντα η δου­λειά με την έγκυ­ρη υπο­γρα­φή του: Γιώρ­γος Πά­τσας!
Και ήξε­ρες ότι έχει υπη­ρε­τή­σει το όρα­μα του σκη­νο­θέ­τη χω­ρίς να προ­δώ­σει ού­τε το δι­κό του, ού­τε το Θέ­α­τρο, ού­τε την Ομορ­φιά με την οποία ο Πά­τσας δε σε πα­γί­δευε, αλ­λά σε έπαιρ­νε απα­λά από το χέ­ρι και σε οδη­γού­σε εντός της, στους ρυθ­μούς του Κό­σμου και του έρ­γου, ερ­μη­νεύ­ο­ντας και όχι φω­να­σκώ­ντας... Ένα μο­να­δι­κό και κα­θό­λου επι­κίν­δυ­νο σου­έλ... Αυ­τό το κρυ­φό σιω­πη­λό κύ­μα από το βυ­θό της θε­α­τρι­κής Θά­λασ­σας, εντός μας!
Τώ­ρα που εκεί­νος δεν εί­ναι πια, προ­σπα­θώ να φέ­ρω στο νου μου τις αμέ­τρη­τες δου­λειές του που εί­δα σε τό­σα χρό­νια. Τε­λι­κά πα­ρα­δέ­χο­μαι πως μέ­νω με μια γεύ­ση ηρε­μί­ας στα χεί­λη, από ευ­χα­ρί­στη­ση, για τα κόκ­κι­να και τα λευ­κά, για τα το­πία ζω­ής και θα­νά­του που έστη­νε κά­θε φο­ρά επι σκη­νής, για τους ζη­τιά­νους και τους βα­σι­λιά­δες, για τους επα­να­στά­τες και τους υπο­ταγ­μέ­νους, για όλους της Γης και του Θε­ά­τρου τους κο­λα­σμέ­νους που έντυ­σε ο Γιώρ­γος. Και εί­δα­με, όσοι τα εί­δα­με σε αυ­τή την έντι­μη, αξιο­πρε­πή δη­μιουρ­γι­κή πο­λύ­χρο­νη πο­ρεία του στο θέ­α­τρο, στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, στην όπε­ρα, πα­ντού όπου ερ­γά­στη­κε και έπλα­σε τον πη­λό της με­γά­λης δου­λειάς του «με λο­γι­σμό και μ’ όνει­ρο» πά­ντα. Χω­ρίς πο­τέ να πα­ρα­πο­νε­θεί για τα μι­κρά, τα τι­πο­τέ­νια.

Αι­σχύ­λου «Επτά επί Θή­βας», Αμ­φι-Θέ­α­τρο, Επί­δαυ­ρος 1995

Τη μέ­ρα που τον απο­χαι­ρε­τή­σα­με για τε­λευ­ταία φο­ρά, κοί­τα­ζα από μια γω­νία τον κό­σμο που έκλαι­γε γύ­ρω, νέ­ους και κα­τα­ξιω­μέ­νους του ελ­λη­νι­κού θε­ά­τρου και σκέ­φθη­κα σχε­δόν φω­να­χτά «Δεν υπάρ­χει ού­τε ένας στο σκλη­ρό αυ­τό χώ­ρο που να μπο­ρεί να πει κα­κό λό­γο για τον Γιώρ­γο».
Το επα­νέ­λα­βα όταν η Νι­καί­τη μού ζή­τη­σε να τον απο­χαι­ρε­τή­σω. Και το πι­στεύω βα­θιά, πως ο Γιώρ­γος άφη­σε πί­σω του εκτός από το έρ­γο του, μό­νο αγά­πη και σε­βα­σμό.
Εί­μαι λοι­πόν τυ­χε­ρή που αξιώ­θη­κα να με θε­ω­ρεί φί­λη μέ­χρι το τέ­λος.
Τι κέρ­δι­σε η Τέ­χνη (του) από τον Γιώρ­γο Πά­τσα μπο­ρώ να το πω με μια φρά­ση: το δυ­να­μι­κό επι σκη­νής Απο­τέ­λε­σμα της δη­μιουρ­γι­κής και τα­πει­νής του Αφο­σί­ω­σης.
Τι έχα­σε η Τέ­χνη (του) από την απου­σία του εί­ναι δύ­σκο­λο να το γρά­ψει κα­νείς με μια φρά­ση. Θα έλε­γα τη δια­κο­πή του αδιά­λει­πτου της πο­ρεί­ας ενός αλη­θι­νού δη­μιουρ­γού.
Αλ­λά αυ­τός εί­ναι ο Θά­να­τος κι αυ­τή η Ζωή. Το κοι­νό μα­κρύ τα­ξί­δι της μέ­ρας μέ­σα στη νύ­χτα. Με το Γιώρ­γο έζη­σα με­γά­λα τμή­μα­τα αυ­τού του τα­ξι­διού...
Από εκεί­νο το με­ση­μέ­ρι στου Από­τσου, νε­α­ρή δη­μο­σιο­γρά­φος τό­τε, μέ­χρι το τε­λευ­ταίο με­ση­μέ­ρι στο σπί­τι μου. Έναν χρό­νο πριν αρ­ρω­στή­σει.
– Ήρ­θα να σε δω. Ανη­συ­χώ για σέ­να, βρε που­λά­κι μου. Ήρ­θα να μου μι­λή­σεις, όπως μι­λά­με εμείς οι δυο τό­σα χρό­νια. Κι ήρ­θα για να σου φέ­ρω αυ­τό. Για­τί θέ­λω να το έχεις εσύ!
Εί­πε κι έβγα­λε από τη μπόρ­σα του την πρώ­τη ζω­γρα­φι­κή μα­κέ­τα για το πορ­φυ­ρό κο­στού­μι της Μή­δειας, που ερ­μή­νευ­σε ιδα­νι­κά, κα­τά την τα­πει­νή μου γνώ­μη, η με­γά­λη του θε­ά­τρου μας, Κα­ρυο­φυλ­λιά Κα­ρα­μπέ­τη, το 1997, σε σκη­νο­θε­σία Νι­καί­της Κο­ντού­ρη στην Επί­δαυ­ρο, με το Εθνι­κό Θέ­α­τρο.
– Τι ση­μαί­νει αυ­τό Γιώρ­γο; τα­ρά­χτη­κα. Με απο­χαι­ρε­τάς;
– Δες το κι έτσι. Κά­πο­τε θα απο­χαι­ρε­τη­θού­με.
– Και ποιος σου δί­νει το δι­καί­ω­μα να απο­φα­σί­ζεις ότι θα μεί­νω εγώ πί­σω; Θύ­μω­σα, δά­κρυ­σα, δο­κί­μα­σα να επι­στρέ­ψω το πο­λύ­τι­μο χαρ­τί.
– Θέ­λω να το έχεις εσύ κι ο Κων­στα­ντί­νος, αν φύ­γεις πρώ­τη.
– Ορ­κί­σου, βρε, ότι δεν συμ­βαί­νει κά­τι.
– Σε ποιο Θεό; γέ­λα­σε. Κι όταν έφυ­γε έκλα­ψα... Όπως κλαίω κά­θε που θε­λω να του μι­λή­σω και συ­νει­δη­το­ποιώ ότι δεν εί­ναι πια... Τό­σες πα­ρα­στά­σεις, τό­σες ει­κό­νες, τό­σες πρε­μιέ­ρες, τό­σες αγά­πες, γά­μοι, απο­χαι­ρε­τι­σμοί, έρω­τες, χω­ρι­σμοί, γεν­νή­σεις, θά­να­τοι, ξε­νύ­χτια επι­δαύ­ρια, αθη­ναϊ­κά, σα­λο­νι­κιώ­τι­κα, τό­σες βόλ­τες με αμά­ξι και κου­βέ­ντα, τό­σα Χρι­στού­γεν­να, τό­σες αγω­νί­ες, δυ­σκο­λί­ες, επι­τυ­χί­ες, απο­τυ­χί­ες, αγκα­λιές, εκ­μυ­στη­ρεύ­σεις, φό­βοι, χα­ρές, νί­κες, ήτ­τες, προ­δο­σί­ες, όλα κρε­μα­σμέ­να σαν πα­λιά ρού­χα στην κρε­μά­στρα, στο ντου­λά­πι της Μνή­μης. Κι εσύ να λεί­πεις, βρε που­λά­κι μου. Κι εγώ να ψά­χνω να βρω τη λέ­ξη για να γρά­ψω ποιος και τι ήσουν για το Θέ­α­τρο και για μέ­να! ΓΙΑ­ΣΕ­ΜΑ­ΚΙ ΜΑΣ ! ΓΙΑ­ΣΕ­ΜΑ­ΚΙ ΜΟΥ !

Img359
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: