Η απουσία σαν ένα πελώριο λευκό πανί

Βιτζέντζου Κορνάρου «Ερωτόκριτος», Αμφι-Θέατρο 1975
Βιτζέντζου Κορνάρου «Ερωτόκριτος», Αμφι-Θέατρο 1975

Μου εί­ναι ακό­μα σχε­δόν αδύ­να­το να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω ότι ο Γιώρ­γος δεν εί­ναι πια εδώ. Μέ­σα μου, το πρό­σω­πό του εί­ναι από­λυ­τα συν­δε­δε­μέ­νο με την οι­κο­γέ­νειά μου και ει­δι­κά με τον πα­τέ­ρα μου. Και έτσι που τους σκέ­φτο­μαι και τους δυο, που έφυ­γαν σε τό­σο σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα ο ένας από τον άλ­λον, δι­πλα­σιά­ζε­ται μέ­σα μου η απου­σία σαν ένα πε­λώ­ριο λευ­κό πα­νί, από εκεί­να που τό­σο αγα­πού­σαν και οι δύο να χρη­σι­μο­ποιούν στα σκη­νι­κά των πα­ρα­στά­σε­ων που έφτια­χναν πα­ρέα – μι­λά­με για πά­νω από εκα­τό πα­ρα­γω­γές στην Ελ­λά­δα και στο εξω­τε­ρι­κό.
Ως ηθο­ποιός συ­νερ­γά­στη­κα μα­ζί του στα πρώ­τα μου βή­μα­τα, στο Αμ­φι-Θέ­α­τρο, στην Ευ­γέ­να του Μον­τσε­λέ­ζε, όπου συμ­με­τεί­χα ως μου­σι­κός της πα­ρά­στα­σης, αφού μό­λις εί­χα τε­λειώ­σει το Λύ­κειο, και στον Μάν­φρεντ (Ηρώ­δειο), ένα δρα­μα­τι­κό ποί­η­μα του Λόρ­δου Βύ­ρω­να σε μου­σι­κή Ρό­μπερτ Σού­μαν, όταν βρι­σκό­μουν στο δεύ­τε­ρο έτος της Δρα­μα­τι­κής Σχο­λής του Εθνι­κού Θε­ά­τρου.
Ως σκη­νο­θέ­τις ευ­τή­χη­σα να συ­νερ­γα­στώ μα­ζί του μό­νο μία φο­ρά, στον Γυά­λι­νο Κό­σμο του Τε­νε­σί Ουίλ­λιαμς στο θέ­α­τρο Χορν, το 2011 (και σε επα­νά­λη­ψη το 2012). Εί­χα ξε­κι­νή­σει να σκη­νο­θε­τώ μό­λις πριν από πέ­ντε χρό­νια και η προ­ο­πτι­κή συ­νερ­γα­σί­ας με τον Γιώρ­γο Πά­τσα, πα­ρά το γε­γο­νός ότι υπήρ­χε με­τα­ξύ μας μια τε­ρά­στια οι­κειό­τη­τα, αφού ήταν ο πιο αγα­πη­μέ­νος φί­λος του πα­τέ­ρα μου και άν­θρω­πος πο­λύ ζε­στός και ευ­γε­νι­κός, με γέ­μι­ζε δέ­ος. Θυ­μά­μαι εί­χα πά­ει πο­λύ αγ­χω­μέ­νη στην πρώ­τη μας συ­νά­ντη­ση. Η πρα­ό­τη­τα και η από­λυ­τα ανοι­χτή διά­θε­ση του Γιώρ­γου, όμως, διέ­λυ­σαν κά­θε δι­κή μου αμη­χα­νία και έφε­ραν μια υπέ­ρο­χη συ­νερ­γα­σία.
Ως σκη­νο­θέ­τις πια θαύ­μα­σα στον Γιώρ­γο Πά­τσα την από­λυ­τη δια­θε­σι­μό­τη­τά του. Ένα βλέμ­μα «ανοι­χτό» στη μα­τιά του άλ­λου, που κα­τορ­θώ­νει κά­τι μο­να­δι­κό: να δια­τη­ρή­σει αναλ­λοί­ω­τη την ποιό­τη­τα της σφρα­γί­δας του, συ­νο­μι­λώ­ντας με την επο­χή του. Όταν, πρω­τά­ρης εσύ, έχεις απέ­να­ντί σου έναν κο­ρυ­φαίο καλ­λι­τέ­χνη, που κα­τά­φε­ρε να δη­μιουρ­γή­σει και να εξε­λί­ξει το προ­σω­πι­κό του απο­τύ­πω­μα για πά­νω από 50 χρό­νια, υπο­γρά­φο­ντας συ­νερ­γα­σί­ες με με­ρι­κούς από τους κο­ρυ­φαί­ους του Θε­ά­τρου και του Κι­νη­μα­το­γρά­φου και βλέ­πεις, αυ­τόν, τον κο­ρυ­φαίο, να έχει μια τό­σο αν­θρώ­πι­νη, προ­σγειω­μέ­νη προ­σέγ­γι­ση, γε­μά­τη σε­βα­σμό ακό­μα και σε εσέ­να τον πρω­τά­ρη, ξέ­ρεις ότι έχεις δί­πλα σου έναν πο­λύ σπά­νιο άν­θρω­πο. Και αυ­τό ήταν ο Γιώρ­γος Πά­τσας, σπά­νιος.
Και ως καλ­λι­τέ­χνης και ως Άν­θρω­πος.

Γ. Σέντερμπεργκ «Γερτρούδη», Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας 1997
Γ. Σέντερμπεργκ «Γερτρούδη», Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας 1997
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: