Λένε πως με το πέρασμα του χρόνου ξεχνάς. Στην περίπτωση όμως του Γιώργου Πάτσα, όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο έντονα έρχεται καθημερινά στη σκέψη μου να με συντροφεύει και να με καθοδηγεί. Ο πατέρας που δεν είχα; Ίσως.
Εργαζόμασταν πολύ αλλά περνούσαμε τέλεια. Πάντα ήρεμος, ευγενικός, και οργανωμένος. Στα οκτώ χρόνια τον είχα δει να θυμώνει μόνο μια φορά – και ευτυχώς όχι μαζί μου: ποιός είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε.
Εκείνο το χαμόγελο. Δίνω πολλά χρόνια από τη ζωή μου για ένα πρωινό καφεδάκι μαζί του.
Βρισκόμασταν το πρωί, συνήθως στο καφέ απέναντι από του Δευτεραίου με τα υφάσματα. «Βρε, παιδάκι μου, κάτσε να πιούμε έναν καφέ να μιλήσουμε πρώτα με ηρεμία», μου έλεγε, όταν εγώ πανικοβαλλόμουν από την πίεση τού χρόνου και του πρότεινα να πάμε κατευθείαν απέναντι.
Φυσικά είχε δίκιο. Καπετάνιος. Στη φουρτούνα των πολλαπλών παραστάσεων ήταν πάντα ψύχραιμος. Με τον φάκελο για την κάθε παράσταση, φωτοτυπίες για τον κάθε συνεργάτη, ξεκάθαρα σχέδια και σειρά από ζωγραφικές μακέτες. Όταν σχεδίαζε κάθε σκηνικό το έβλεπε ήδη φωτισμενο στην κάθε του λεπτομέρεια. «Θα του αρέσουν πολύ του Λευτερη», μού έλεγε (εννοώντας τον Παυλόπουλο, με τον οποίο συνεργάζονταν συχνά-πυκνά), δειχνοντάς μου τις ζωγραφικές μακέτες με αναπαράσταση των φωτισμών σκηνή προς σκηνή.
Καφεδάκι. «Πώς είσαι;» η πρώτη του κουβέντα. Εκείνος ήταν πολύ ευχαριστημένος με τη ζωή του, τη Νικαίτη, τη Μαριάννα, τον Νικηφόρο, τα παιδιά. Τα τελευταία χρόνια ο γάτος επίσης είχε μπει στην οικογένεια.
Αφού συζητούσαμε τα προσωπικά μας και την καλλιτεχνική επικαιρότητα, περνούσαμε πάντα στην εκάστοτε πολιτική κατάσταση για την οποία ήταν απόλυτα ενημερωμένος και, ως ευαίσθητος άνθρωπος που νοιάζεται για την επίδραση στην κοινωνική ζωή, κατέληγε να είναι ανήσυχος και σκεφτικός. Βάζοντας σε λειτουργία το ανεξάντλητο χιούμορ του μού έλεγε: «Ας πάμε τώρα να δούμε καμμιά δαντέλα». Ζητούσε τον λογαριασμό, πάντα πουρμπουάρ. Κύριος.
Πηγαίναμε απέναντι, πάνω πρώτα, στα γυναικεία. Σιφόν, βελούδα, μπροκάρ, δαντέλες. Μόνο τα όμορφα, καλόγουστα υφάσματα τον ενδιέφεραν. Έπρεπε να ανοίξουμε τα τόπια να κοιτάξουμε το ύφασμα. Ξεδίπλωνα κάνα δυο μέτρα από το τόπι και κρατούσα το ύφασμα πάνω μου για να το δει στο φως, να το κοιτάξει από μακριά με τα σχέδια των κοστουμιών στο χέρι. Μάστορας.
Σχεδίαζε υπέροχα φορέματα, παντελόνια, φούστες. Δεν είδα ποτέ ηθοποιό δυσαραστημένο στις πρόβες των κοστουμιών για τις πενήντα τουλάχιστον παραστάσεις που κάναμε μαζί. Και καταλάβαινε πάντα τις ανάγκες των ηθοποιών και των συνεργατών χωρός όμως να αλλάζει το όραμά του. Όταν ήταν λογικές. Όταν ένας νεαρός ηθοποιός του παραπονέθηκε για το πόσο αφόρητα θα ζεσταίνεται με το σακάκι και το παντελόνι του στη σκηνή, του απάντησε χαμογελαστά: «Εγώ γι’ αυτό δεν έγινα ηθοποιός».
Πάντα θετικός. Είχαμε υπέροχους συνεργάτες. Καλούς κατασκευαστές σκηνικών και κοστουμιών, ζωγράφους, τεχνικούς: Μελισσάρη, κυρία Χαρά, Καίσαρη, Μούρτας, Λαζαρίδης, Αφροδίτη, και όλα πήγαιναν συνήθως ρολόι. Αλλά και όταν γινόταν κάποιο λάθος, ποτέ δεν ήταν απαισιόδοξος: «Περίμενε να το σκεφτούμε λίγο, περίμενε, Λουκία μου, μη βιάζεσαι». Έβρισκε έναν τρόπο να το γυρίσει σε κάτι θετικό, πάντα είχε να προτείνει μια λύση χωρίς ποτέ να προσβάλει κανέναν.
Δύσκολα κάποιος του αντιστεκόταν. Όταν είχαμε κάποιον δύσκολο, στραβωμένο συνεργάτη, τον άκουγε και μετά του έλεγε με χαμόγελο: «Για πες, εσύ τι προτείνεις, πώς το σκέφτεσαι;» και ο άλλος από κει που παραπονιόταν συνεχώς και γκρίνιαζε, άρχιζε να συνεργάζεται και να προτείνει λύσεις σε δευτερόλεπτα. Μαγικός. Ο Γιώργος.
Τι συνδυασμός οργάνωσης, ηρεμίας, φρέσκιας σκέψης και ταλέντου! Πήγαινα στη δουλειά και παρ’ όλο το τρέξιμο, ποτέ δεν ένιωσα πανικό – το αντίθετο· αντιπροσώπευε ώρες ευχαρίστησης. Με τον όμορφο τρόπο του βγάζαμε τόνους δουλειάς οι δυο μας. Μια σεζόν είχαμε επτά παραστάσεις ταυτόχρονα. Σε ένα βράδυ είχαμε δυο γενικές δοκιμές. Εγώ πήγα στη μια και εκείνος στην άλλη. Στις πρεμιέρες δεν πήγαινε ποτέ, ούτε εγώ χωρίς εκείνον.
Στις πρόβες καθόμασταν στις πίσω θέσεις. Όταν τον στεναχωρούσε κάτι που έβλεπε στον τρόπο που διεκπεραιωνόταν η παράσταση, μου ελεγε: «Πάω να πάρω κάτι να πιούμε· έτσι όπως έχουν τα πράγματα, ένα τζιν το χρειάζομαι». Όταν δεν του άρεσε αυτό που έβλεπε στη σκηνή ποτέ δεν έκανε κριτική με άσχημο τρόπο. «Μα γιατί, ρε παιδί μου;», γυρνούσε και μου έλεγε και έψαχνε να βρει μια εξήγηση για τον λόγο που η παράσταση είχε κατεβάσει τον πήχυ. Αναζητούσε πάντα την καλή ποιότητα. Και πίστευε και υποστήριζε τους νέους δημιουργούς – σκηνοθέτες και σκηνογράφους.
Χρησιμοποιώ αόριστο χρόνο αλλά η φιλία μας συνεχίζεται. Ζει μέσα μου και ανατρέχω συνεχώς σε κείνον όταν ψάχνω για κατευθύνσεις. Αν έχεις την τιμή και την τύχη να βρεθείς κοντά του για λίγο καιρό, η στάση σου απέναντι στη ζωή και στη δουλειά αλλάζει για πάντα. Ένα χάρισμα που θα το ονομάσω ποιότητα συμπεριφοράς, απαλό, χωρίς τίποτα πομπώδες και επιβλητικό. Η σωστή αύρα.
Δεν έχω συναντήσει άνθρωπο που να τον έχει γνωρίσει και να μην σχηματίζεται χαμόγελο στο πρόσωπό του την ώρα που μιλάει για κείνον.
Και τον κουβαλώ πολύ συνειδητά, με απίστευτη χαρά μέσα μου. Δάσκαλος.
Όσο πιο πολύ απομακρύνεται η μέρα που τον είδα για τελευταία φορά, τόσο πιο έντονα και ξεκάθαρα διαγράφεται η φυλακισμένη σαν άγριο πουλί ματιά του, που με διαπέρασε εκείνη την τελευταία φορά και μου θυμίζει, όπου κι αν είμαι, να υπάρχω με σύνεση, περηφάνια και ευχαρίστηση.
[ Λονδινο, 27 Ιουνιου 2019 ]