Αντιγόνη μου

Αντιγόνη μου

Η Αντιγόνη με λευκό βρώμικο φόρεμα και χέρια λερωμένα από χώμα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ:

Το χάπενινγκ που ήρθατε να δείτε είναι έτοιμο ν’ αρχίσει.
Η Αντιγόνη θα μείνει για λίγο όπως είναι μαζί σας,
και θα κάνει ό,τι μπορεί για να περάσετε καλά.
Μπορεί να βγει από μία τούρτα,
να εκτελέσει ασκήσεις ακροβατικές,
να διαλέξει κάποιον από εσάς, να του δώσει κάτι δικό της.
Ένα φιλί, ένα μικρό αναμνηστικό.
Κυρίως θα σας δείξει τα χέρια της.
Αυτά τα χέρια δεν θα τ’ αγγίξει ακόμα το νερό.
Δεν θα πιάσουν μια κούπα καφέ αχνιστό.
Δεν θα ξεφυλλίσουν ένα περιοδικό.
Για λίγο, δεν θ’ ανοίξουν μια πόρτα,
ούτε θα ξύσουν ένα μολύβι τόσο πολύ,
που η μύτη του να μπορεί να σε τρυπήσει.

Και τα μάτια μου δεν θα έχουν μάτια για τίποτα άλλο.
Θα κοιτούν τα ανοιχτά μου χέρια.
Να βλέπουν τα σχέδια που κάνει πάνω τους το χώμα,
τις γραμμές που ανοίγουν,
ικανές να προφητεύουν κάθε στιγμή το παρελθόν.
Γιατί το μέλλον θα το πάρει ο αέρας, να το αλλάξει.

Κι αν ανοίξει μια πόρτα και φυσήξει,
κι ο νοτιάς έρθει κατά πάνω μου,
να πάρει μακριά λίγο από το χώμα που ’χει κολλήσει στα χέρια μου,
θα τρέξω να κρυφτώ κάτω από το κρεβάτι,
πίσω από την κουρτίνα, μέσα σε μια ντουλάπα.
Και θα μετρώ τους κόκκους που’ φύγαν απ' τις παλάμες μου
θ’ αγαναχτώ, θα απελπίζομαι,
θα ρίχνω ένα ολόκληρο κλάμμα για κάθε κόκκο χώματος.
Γιατί μ’ αυτό σκέπασα τον αδελφό μου.
Αυτό το ίδιο χώμα τον έβαλε μέσα στη γη. Κοιτάξτε το.
Είναι πολύτιμο στα χέρια μου,
πιο όμορφο απ’ όλα μου τα δαχτυλίδια.

Κι αν γείρω λίγο εδώ και κοιμηθώ, που δεν το πιστεύω,
κι έρθει απρόσκλητος ο ύπνος στα μάτια μου,
αυτά τα χέρια, θα σας βάλω να μου τα δέσετε
με δυο μεταξωτές κορδέλλες στο κρεβάτι,
μην τύχει και κλείσω τις γροθιές μου στον ύπνο μου κατά λάθος.
Κάποτε αυτό το χώμα μακάρι να σκεπάσει και μένα,
να με χώσει βαθιά στη γη, στον μαλακό της πάτο.
Εκεί που το δέρμα πάει περίπατο,
να μείνουν τα οστά σαν ακτινογραφία ενός
που’ πεσε από τις σκάλες κι έσπασε σε κομμάτια, ο καημένος.

Όμως, τα κόκκαλα μέσα στη γη μην τα λυπάστε.
Βγάζουν κατάρτια με μαύρα πανιά και ταξιδεύουν σαν πειρατές.
Ποτέ στο ίδιο σημείο δεν μένουν.
Έλκονται από άλλα κόκκαλα.
Πάνε σε περιοχές απάτητες,
ψάχνουν να βρουν συνοδοιπόρους,
μαζί με κείνους, τους χαμένους συγγενείς.
Έχουν τη μνήμη για οδηγό.
Τί να τα κάνεις τα μάτια,
όταν έχεις για οδηγό τη μνήμη ολόκληρη;

Κι όταν πεθάνω και το δέρμα μου γίνει λίπασμα,
τα κόκκαλα, σαν πουλιά αποδημητικά,
που ξέρουν τον δρόμο πολύ πριν μάθουν να πετούν,
θα ξεκινήσουν το ταξίδι τους.
Να ξαναβρεθούν με τα κόκκαλα του αδελφού και του πατέρα μου,
και του πατέρα του πατέρα μου,
μαζί και μ’ όλα τα οστά από τα θηλυκά της ξεροκέφαλης γενιάς μου,
να φτιάξουν κάτω απ’ το έδαφος ένα κάτασπρο μέγαρο,
τον οίκο των οστών μας.
Κι αυτός ο οίκος θα κρατήσει για πάντα.
Νέα κόκκαλα θα’ ρχονται να ενωθούν με τα παλιά,
να κάνουν τα θεμέλιά μας δυνατά.
Εκεί, μέσα στο χώμα,
καθαροί από την θνητή μας περιπλάνηση,
εκεί βαθιά θα σταματήσουμε, θα ησυχάσουμε
εις τους αιώνες των αιώνων.

Κανείς δεν πρέπει να στερεί την παντοτινή γαλήνη,
ούτε να καταργεί την τάξη των πραγμάτων.
Ποιός έχει το δικαίωμα;
Πρέπει να παριστάνεις το θεό, για να διατάζεις στις μέρες μας
να μείνουν οι νεκροί άταφοι.
Και τί θα γίνουν τα κουφάρια τους;
Υπάρχουν στην εποχή μας αρπαχτικά που τρώνε ανθρώπους;
Η πείνα σε κάνει να τρως ό, τι μπορεί να τρώγεται.
Όποιος διατάζει να μην έχεις έστω έναν τάφο μετά τον θάνατό σου,
τίποτα δεν φοβάται.
Στρέφει τον φόβο, σαν όπλο, σε όποιον θέλει να τρομάξει.
Τρομοκράτες είναι αυτοί
που φυτεύουν φωτιά στις πόλεις;
Ή εκείνοι που σπέρνουν την αγριάδα μέσα μας;
Εγώ δεν φοβάμαι, κι όχι γιατί είμαι γενναία.

    Η Αντιγόνη κοιτάει τα χέρια της.

Σκορπίζει κι αυτό σιγα σιγά.
Τίποτα δεν μένει για πάντα στην ίδια θέση, ούτε καν λίγο χώμα.

Η Αντιγόνη βγαίνει και φέρνει σακούλες γεμάτες προϊόντα.

Απόψε είδα ένα όνειρο,
από κείνα που σε κάνουν να πετάγεσαι στον ύπνο σου.
Προχωρώ μέσα σ’ ένα σύννεφο από μύγες,
το βουητό τους μου τρυπάει τα αυτιά, μου δείχνει και τον δρόμο.
Ένας άνθρωπος κανονικός θα έκλεινε τα μάτια του,
εκτός κι αν δούλευε στην κρεαταγορά.
Βρίσκω τον αδελφό μου ανάμεσα στα πτώματα των άλλων.
Τον αναγνωρίζω αμέσως.
Φοβάμαι μήπως είναι αλλοιωμένος, αλλά δεν είναι.
Τον σέρνω μακριά τους.
Έχω μαζί μου νερό και σαπούνι.
Στο όνειρό μου, βγάζω το απαλό του πουκάμισο, το παντελόνι του.
Τα ακριβά του ρούχα μοιάζουνε με κουρέλια.
Ό,τι πολύτιμο είχε, του το πήραν.
Αλλά όταν φτάνει εκείνη η στιγμή, τι να τα κάνεις τα πράγματα.
Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένας αγαπημένος,
να μην πας μόνος σου σαν το σκυλί.
Ή έστω μία ιδέα που είχες πιστέψει πολύ
ή μια εικόνα για τον παράδεισο τον ίδιο.
Θα μου πείτε ποιον παράδεισο απ’ όλους;
Ο «εκεί πάνω» μας άφησε στα σίγουρα.
Τέτοιο μπελά που βρήκε απ’ τους ανθρώπους,
ούτε που θα το φανταζόταν.
«Στο διάολο, στα κομμάτια, κομμάτια να γίνουν οι θνητοί!»
Και γίναμε.

Ένα κομμάτι από το χέρι του αδελφού μου,
ένα κομμάτι από το πόδι του.
Το κάθε δάχτυλο το καθάρισα με το φόρεμά μου.
Χωρίς συναίσθημα, μέσα στο όνειρό μου,
πλένω ένα-ένα τα μέλη του.
Το αίμα έχει βάψει το δέρμα του κι οι μύγες βολτάρουν πάνω-κάτω,
μήπως και βρουν να φάνε κάτι της προκοπής,
μήπως πάρουν τίποτα χρήσιμο να μεταφέρουν στις μυγοφωλιές τους.
Τα πόδια τους κατακόκκινα,
βουτηγμένα στο πορφυρό μελάνι του νεκρού μου.
Τις διώχνω με το χέρι.
Κόβω τα νύχια του με τα δόντια μου.
Τα μάτια του τα καθαρίζω προσεκτικά με τη γλώσσα μου,
νιώθω πάνω της να περνάνε οι τελευταίες του εικόνες.
Τα πρόσωπα που είδε και του ’φεραν χαμόγελο.
Αυτά τα λίγα πρόσωπα που θυμόμαστε, σε ώρα ανάγκης,
να είναι κοντά μας πριν την τελευταία μας σύσπαση.
Πετάχτηκα στον ύπνο μου,
μου πήρε ώρα να ηρεμήσω,
άλλα ήξερα καλά τί έπρεπε να κάνω.

    Η Αντιγόνη βγαίνει και φέρνει σακούλες γεμάτες προϊόντα, τα βγάζει κι αρχίζει και τα στήνει κυκλικά γύρω της.

Κομπόστα βύσσινο, φρέσκο φύλλο ζύμης για τάρτα,
γεμιστά σοκολατάκια, παπούτσια αθλητικά, μπισκότα με βανίλια,
μανιτάρια κομμένα, βούτυρο γάλακτος,
ξύδι με θυμαρίσιο μέλι, μπλουζάκι μακό, λιαστές ντομάτες,
σιμιγδάλι ψιλό, συμπυκνωμένο γάλα ελαφρύ,
χωριάτικες φρυγανιές με σουσάμι.

Ο αδελφός μου λίγο πριν πεθάνει,
θυμήθηκε πρώτη και καλύτερη τη μάνα μας.
Πώς να παραλείψεις μια τέτοια γυναίκα;
Πώς να ξεχάσεις το χάδι της;
Το απαλό της χέρι στο παιδικό σου πρόσωπο.
Να σου πιάνει το μέτωπο, να δει αν έχεις πυρετό.
Να σε πηγαίνει πρώτη μέρα στο σχολείο κι ας μην θέλεις να πας.
Να μη θέλεις ν’ αφήσεις το χέρι της, να μπεις μέσα στην τάξη.
Να περιμένεις με αγωνία το πρώτο διάλειμμα,
να δεις αν είναι έξω από τα κάγκελα της αυλής, για να σε περιμένει.
Να μοιραστεί την αγωνία σου
στο πρώτο απ’ τα χιλιάδες διαλείμματα που ’ναι να ’ρθούν.
Σε προαύλια από άμμο
που θα γίνουν κι αυτά ανάμνηση μιας ανάμνησης.

Εγώ, αν πέθαινα, θα σκεφτόμουν πρώτο τον πατέρα μας.
Ο αδελφός μου, όμως, θυμήθηκε εκείνη
και μετά τον μπαμπά λίγο πιο θολά
γιατί έλειπε από το σπίτι συχνά.
Πότε σε δουλειές, πότε ακολουθώντας το πεπρωμένο του.
Όταν όμως ήταν σπίτι, έδινε όλη την προσοχή στη γυναίκα του.
Κρίμα όταν ένας άντρας δεν είναι παρών
στα χρόνια που μεγαλώνουν τα παιδιά του.
Η φαντασία, που θα ’πρεπε να ’ταν Θεά στον Όλυμπο,
αλλά κανείς δεν την προσέλαβε για αυτή τη δουλειά,
φτιάχνει για τον πατέρα περιπέτειες ηρωικές.
Το μόνο που ένα παιδί ονειρεύεται είναι να του μοιάσει,
να μπει στη θέση του.
Μέχρι να ’ρθει η στιγμή, το παιδί να μεγαλώσει
και να ρίξει τον ήρωα από το βάθρο του.
Τότε, σαν εξαγριωμένο θαύμα, παύει να είναι παιδί
και γίνεται ένας έφηβος σκληρός, απογοητευμένος,
κι ένα εκατομμύριο φορές πιο κυνικός.

Ο πατέρας μας ζει, αλλά δεν ξέρω πού είναι.
Τον περιμένω εδώ και καιρό να γυρίσει, αλλά πού;
Έρχονται και μου λένε πως τον είδαν από δω κι από κει.
Με ψευτομάλωνε, που δεν συμπεριφερόμουν σαν τ’ άλλα κορίτσια,
αλλά μου είχε αδυναμία.
Και του αναγνωρίζω ένα πράγμα:
το πόσο αγαπούσε τη μητέρα μας.
Αυτό με κάνει λίγο και τον συγχωρώ που έφυγε.
Ποτέ δεν σήκωσε χέρι πάνω της.
Ποτέ του δεν της ύψωσε τη φωνή του.
Την έβλεπε κι έλιωνε, τόσο την αγαπούσε.

Γι’ αυτό με το που εκείνη πέθανε, έφυγε μακριά.

                Η Αντιγόνη βγαίνει και φέρνει σακούλες γεμάτες προϊόντα, τα βγάζει και συνεχίζει να τα στήνει κυκλικά γύρω της, μέχρι να φτάσουν στο ύψος των γονάτων της.

Τις τελευταίες του στιγμές, λίγο πριν πεθάνει,
θα του πέρασε απ' το μυαλό του κι ο άλλος μας ο αδελφός, ο μεγαλύτερος.
Τα μεγάλα αδέλφια νικάνε πάντα τα μικρά,
που τρέχουν με κλάμματα να παραπονεθούνε στη μαμά.
Ο μεγάλος μας αδελφός ξέκοψε γρήγορα απ΄την οικογένεια.
Πήρε τη ζωή στα χέρια του, παντρεύτηκε,
έκανε παιδιά κι αυτά γίναν η νέα του ζωή.
Τίποτα δεν μπορείς να του προσάψεις.

Γλυκό καλαμπόκι, μουστάρδα απαλή, ρόφημα σοκολάτας,
κουλούρια μούστου, μπρελόκ για κλειδιά,
κατεψυγμένες πατάτες φούρνου, τζιν παντελόνι,
ζυμαρικά χωρίς γλουτένη, φρουτοποτό λεμονάδα,
επιδόρπιο γιαουρτιού, ρύζι με κάρυ,
σφολιατίνια με φέτα, πατάκι εξώπορτας.

Σκέφτηκε άραγε κι εμένα ο αδελφός μου, τις τελευταίες του στιγμές;
έστω για λίγο;
Παιδιά ήμασταν αγαπημένοι,
μέχρι που άρχισε ν’ αναμασά τα λόγια των μεγάλων:
πως δεν μπορούν να κάνουν οι άντρες κι οι γυναίκες τις ίδιες δουλειές,
πως δεν κάνει να παίζω μπάλα με τα αγόρια
και τέτοια.

Μου έλεγες πως ήμουν κατώτερή σου,
αλλά ποιός είχε τα κότσια να θάψει κάτι από σένα;

Θα έπρεπε να ’χα φύγει.
Να ’παιρνα λίγα πράγματα, να το ’σκαγα βράδυ,
μα να πήγαινα πού;
Όλοι μου λέγαν πως έγινα πλέον γυναίκα
κι έπρεπε να κάθομαι στα αυγά μου,
αλλά κι ο ίδιος μου ο αδελφός;
Αυτό δεν με πείραξε.
Αυτό μ’ έτσουξε, με τσουρούφλισε.
Εμείς που κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο,
που ήμασταν ένα, που παίζαμε τα ίδια παιχνίδια,
που σιχαινόμασταν τα ίδια φαγητά,
που υιοθετήσαμε μαζί το κουνέλι με το ένα αυτί,
κι όταν μάσαγε τα σεντόνια, τιμωρούμασταν και οι δυο;
Με το που μεγάλωσα,
με το που πετάχτηκε το στήθος μου,
μια απόσταση άνοιξε μεταξύ μας.
Ένα ρήγμα εκατοντάδων μέτρων
έφερε στην μία πλευρά τον αδελφό μου και στην άλλη εμένα.
Έπρεπε να το καταλάβω μια και καλή,
μπορούσα να είμαι φίλη με τα κορίτσια και μόνο μ' αυτά.

Εκείνη την εποχή πέθανε για πρώτη φορά ο αδελφός μου,
έκοψα κρυφά μερικές τρίχες απ’ τα μαλλιά του
και τις έθαψα ζωντανές σ’ ένα γλαστράκι.
Όταν δεν μπορείς πια να ζήσεις με κάποιον όπως παλιά,
κάτι πεθαίνει μέσα σου.
Μαραζώνει σαν ένα απότιστο φυτό,
που ξεραίνεται, όσο περνάει ο καιρός.
Οι άνθρωποι έρχονται κοντά και μετά χάνονται από δω κι από κει,
απομακρύνονται, παντρεύονται, πεθαίνουν, γίνονται φαντάσματα.
Τον έβλεπα τον αδελφό μου να μεγαλώνει,
να γίνεται άλλος άνθρωπος.
Όταν συναντιόμασταν,
λόγια χωρίς ουσία έβγαιναν απ’ το στόμα μας.
Είχε σπάσει σε κομμάτια αυτό που μας ένωνε
κι ήταν αδύνατο να ξανακολλήσει,
όχι σ’ αυτή τη ζωή τουλάχιστον.

Από τον αδελφό μου κράτησα την ανάμνηση της παιδικής μας ηλικίας,
την κράτησα σ’ ένα γλαστράκι στον κοιτώνα μου
και την πότιζα μέρα παρά μέρα,
λίγο, πολύ λίγο, όσο για να κρατιέται όρθια,
και να’ ναι πάντα μια ανάμνηση διψασμένη,
να περιμένει κάθε πρωί ανυπόμονη να της δώσω λίγες σταγόνες,
για να κρατάει τη δίψα της ζωντανή.
Μερικές μέρες μάλιστα νόμιζα πως έβλεπα τα μαλλιά του
να ανεβαίνουν στην επιφάνεια του χώματος έτοιμα να ανθίσουν,
να βγάλουν μικρά τριχολούλουδα.

Η Αντιγόνη βγαίνει και φέρνει σακούλες γεμάτες προϊόντα, τα βγάζει και συνεχίζει να τα στήνει κυκλικά γύρω της.

Χυμός πορτοκάλι, αποφλοιωμένες γαρίδες χωρίς ουρά,
γυαλιά ηλίου, ψίχα καβουριού, ρώσικη σαλάτα,
σολομός μαριναρισμένο με λεμόνι,
μαξιλαροθήκες, τσάντα θαλάσσης.
Ο πατέρας μου παντρεύτηκε τη μάνα του κι έκαναν τέσσερα παιδιά.
Πόσοι από εσάς, είστε παιδιά αιμομιξίας; Είναι κανείς;
Αλλά οι γονείς μου δεν το ήξεραν, όταν το έμαθαν τρελλάθηκαν, αρρώστησαν,
κατέστρεψαν τον εαυτό τους.
Κι όλα αυτά γιατί;
Από μια ατυχία, από μια σύμπτωση.
Ο πατέρας κι η μητέρα μου ερωτεύτηκαν,
ο ένας βρήκε στον άλλον το καταφύγιο, την ευτυχία.
Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου αντρόγυνο τόσο καλά μαζί.
Η μάνα μου ήταν πολύ μεγαλύτερή του,
αλλά έμοιαζε κορίτσι, γιατί έτσι την έβλεπε εκείνος.
Μαζί του κι όλος ο κόσμος.
Τα απογεύματα τα βογγητά τους πλημμύριζαν το σπίτι
κι αυτό ήταν ένα είδος χαράς για μας τα παιδιά, ένα παιχνίδι.
Οι γονείς μας έπαιζαν κι ήταν χαρούμενοι.

Εγώ δεν θέλω να μάθω τον έρωτα,
δεν θέλω να μάθω τί είναι.
Κι όχι γιατί δεν μπορώ, αλλά γιατί δεν θέλω.
Εδώ δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με τον άθαφτο αδελφό μου,
φαντάσου να συνέβαινε κάτι τέτοιο σε ένα δικό μου παιδί.
Δεν μπορούμε να τα ’χουμε όλα, μακάρι να τα είχαμε,
η πίτα μας να έμενε ολόκληρη κι ο σκύλος μας χορτάτος
και να γινόμασταν χαρούμενοι.
Εδώ μπροστά σας το ορκίζομαι: ποτέ δεν θα κάνω δικά μου παιδιά,
ποτέ δεν θα με δείτε να καμαρώνω δημόσια με τον σύζυγό μου,
δεν θα κολλήσω ποτέ πάνω του τα βράδια του χειμώνα να ζεσταθώ,
ποτέ μου δεν θα παντρευτώ.

Το φόρεμα που φοράω φτιάχτηκε για τον γάμο μου,
την πιο σπουδαία μέρα της ζωής μου.
Ήμουν περίεργη πώς θα ’ταν.
Όχι τόσο η τελετή, όσο η κοινή ζωή με τον άντρα μου.
Θα με σεβόταν;
Θα έπαιρνε το μέρος μου, αν ύψωνα τη φωνή μου στους φίλους του
ή αν τα έβαζα μαζί του;
Δεν είναι παίξε-γέλασε να κάνεις λίγο στην άκρη
και να στριμώξεις στη ζωή σου κάποιον άλλον, με άλλες επιθυμίες και όνειρα.
Κι αυτά τα όνειρα να τα κάνεις δικά σου.
Εγώ θα ήμουν έτοιμη,
να κάνω όλες τις απαραίτητες θυσίες,
μόνο αν ήταν έτοιμος κι ο άντρας μου να τις κάνει για μένα.
Αν πάλι ήμουν άτυχη και παντρευόμουν ένα μουλάρι
θα μουλάρωνα κι εγώ και θα’ χαμε κακά ξεμπερδέματα.
Γι’ αυτό καλύτερα μόνη μου.

Αυτό το φόρεμα το έφτιαξε η μάνα μου,
για τη σημαντικότερη μέρα της ζωής μου.
Σήμερα είναι μια τέτοια μέρα.
Κοιτάξτε το σχέδιό του, φτιαγμένο με τόσα όνειρα.
Δείτε πώς μπαίνουν τα χώματα στο κάτασπρο ύφασμα,
σαν φωλιές μυρμηγκιών, σαν κόκκοι καφέ.
Αν αυτό το φόρεμα έμενε σήμερα καθαρό,
ο κόσμος μας θα ήταν σίγουρα αλλιώτικος.

    Η Αντιγόνη βγαίνει και φέρνει σακούλες γεμάτες προϊόντα, τα βγάζει και συνεχίζει να τα στήνει κυκλικά γύρω της, μέχρι να φτάσουν στο ύψος της μέσης της.

Δεν φόρεσα τυχαία αυτό το φόρεμα σήμερα.
Με το που πετάχτηκα στον ύπνο μου,
αμέσως πήρα το γλαστράκι με τα μαλλιά του αδελφού μου,
για να το θάψω με όλες τις τιμές στον κήπο του σπιτιού μας.
Εκεί που ο πατέρας μου έκανε πρόταση γάμου στη γυναίκα της ζωής του,
εκεί που κυνηγιόμουν με τ’ αδέλφια μου και δεν τους άφηνα να με πιάσουνε,
ας ήτανε πιο γρήγοροι.
Εκεί που βλέπαμε το κουνέλι μας με το ένα αυτί
να κάνει τρύπες παντού.
Πολλά πουλιά φώλιασαν στον κήπο μας,
αμέτρητες μέλισσες πήραν γύρη απ’ τα λουλούδια.
Πόσες πεταλούδες δεν πέρασαν από κει,
πόσες αποικίες μυρμηγκιών δεν έσκαψαν τον κήπο μας όλα αυτά τα χρόνια,
πόσα χελιδόνια δεν ήπιαν νερό απ’ τη λιμνούλα μας.
Εκεί πάτησαν οι πρόγονοί μου
και για λίγο ξέχασαν τις έγνοιες τους και ξαπόστασαν.
Είναι φάρμακο ο κήπος με τα χαμομήλια
που από μόνα τους αποφασίζουν να φυτρώσουν,
είναι μια όαση στη μέση των προβλημάτων μας.

Εκεί έσκαψα έναν λάκκο με τα χέρια μου,
έμπηξα τα δάχτυλά μου μέσα στο υγρό χώμα.
Άνοιξα μία μεγάλη τρύπα,
κι έβαλα μέσα το γλαστράκι με τα θαμμένα μαλλιά του αδελφού μου.
Κι έκλαψα με όλη μου τη καρδιά, εγώ που σπάνια κλαίω.
Ήταν σαν να έθαβα κάτι από μένα.
Ένα μέρος μου, που έπρεπε από καιρό να ’χε θαφτεί.
Δείτε το χώμα μέσα στα νύχια μου.
Ήταν σα να έσυρα το σώμα του και το ’χωσα μέσα,
να έβαλα δύο νομίσματα στα χρυσά του μάτια,
να έσκυψα και να τον φίλησα
σαν να φιλούσα το ίδιο μου το όνειρο.
Δεν είπα ούτε μια προσευχή, μόνο τον σκέπασα με χώμα.
Ξέρω πως πίστευε σε μια ανώτερη δύναμη.
Εγώ δεν πιστεύω σε κανέναν.
Όλοι σου λένε ψέματα, για ν’ αγοράσεις, να ξεχαστείς,
να ζήσεις όπως τους βολεύει.
Ο αδελφός μου ήταν πιστός, δεν τον κατακρίνω.
Καθένας μας κάνει ό,τι μπορεί.
Δεν γίνεται όλοι να ’χουμε δίκιο.
Έχουμε δίκιο για τον εαυτό μας, κυρίως γι’ αυτόν.

Ποιός μπορεί να μου πει πως παρανόμησα στον ύπνο μου;
Ποιοι θα έρθουν να με συλλάβουν,
να με κάνουν να ομολογήσω πως έθαψα ένα γλαστράκι;
Δεν φοβάμαι τον πόνο,
ούτε το πρώτο θύμα θα ήμουν, ούτε το τελευταίο.
Πόσα παιδιά δεν είναι θύματα στον κόσμο αυτή τη στιγμή;
Ανοίξτε τ’ αυτιά σας, όλο και κάτι θ’ ακούσετε.
Ο κόσμος μοιάζει με λάκκο, που κάποιοι τον σκάβουν συνεχώς,
χωρίς να ξέρουν για ποιον προορίζεται.

Σήμερα λέω να μεταλλαχτώ, να βρω την ησυχία μου.
Να μείνω έτσι, να κάνω τί;
Να ψάξω για το δίκιο μου; Πού να το βρω;
Σήμερα οι Κρέοντες ξεφυτρώνουν σαν τα σπυριά
σε πρόσωπο δεκαεξάχρονου.
Αν ερχόταν μπροστά μου το φάντασμα του αδελφού μου,
για να μου καθαρίσει τα νύχια
και να μου κάνει παράπονα που δεν τον έθαψα στ’ αλήθεια,
ξέρετε τί θα του έλεγα;
Το να σε θάψω θα ήταν μια πράξη εγωιστική,
δεν θα το έκανα για σένα, θα το έκανα γιατί έπρεπε.
Όμως τις τρίχες από τα μαλλιά σου τις έθαψα και τις έκλαψα,
και το ’κανα για σένα και για μένα.
Μόνο για μας τους δυο.

                Η Αντιγόνη συνεχίζει να στήνει κυκλικά τα πράγματα γύρω της, μέχρι να φτάσουν στο ύψος του στομαχιού της. Ανοίγει ένα μπουκάλι νερό και καθαρίζει τα χέρια της.

Πάει και το χώμα.
Εγώ λέω ν’ αλλάξω από μόνη μου.
Να μην περιμένω τα χειρότερα.
Να είμαι εγώ αυτή που τη ζωή μου θα την πάρει και θα τη σηκώσει
και θα την πάει κι εγώ δεν ξέρω πού.
Η ρουτίνα είναι δώρο,
δεν τη στερείς απ’ τον εαυτό σου ελαφρά τη καρδία.
Κοιτάξτε πόσα πράγματα πήρα.
Ρολλό κοτόπουλο με γέμιση, ποικιλία αλλαντικών,
μαγιό ολόσωμο, δανέζικο σκληρό τυρί,
σαλάτα σγουρή, σκουλαρίκια ασημένια,
καινούργιες κουρτίνες, μπριζόλες Ολλανδίας με κόκκαλο…

Μακάρι να υπήρχε ένα μαγαζί όπου θα μπορούσα να αγοράσω
τον ήχο του νερού,
και δύο γονείς συνηθισμένους,
και δύο αδέλφια ζωντανά κι αγαπημένα,
και μια αδελφή επαναστάτρια,
και μια βόλτα με σύζυγο και φίλους,
κι εκείνα τα καλοκαίρια που δεν θέλαμε να βγούμε από τη θάλασσα,
όταν ήμασταν παιδιά και νομίζαμε πως όλα είναι παιχνίδι.
Μακάρι να μπορούσα να αγοράσω κι αυτό που βλέπεις,
όταν ξαναβρίσκεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια των παιδιών σου.
Πού να τα πουλάνε αυτά;

Αν πάντως έκανα παιδιά, θα έκανα κι εγώ τέσσερα όπως και οι γονείς μας,
όλα θηλυκά.
Και θα τους έκανα όλα τα χατίρια.
Τα καλομαθημένα μου κορίτσια.
Μαζί θα φτιάχναμε μια συμμορία και θ’ αλλάζαμε τα πάντα.
Και θα τις άφηνα να ζήσουν τη ζωή τους.
Τα κορίτσια μου δεν ξέρω αν θα κυβερνούσαν τον κόσμο,
αλλά θα κυβερνούσαν τον εαυτό τους.
Δεν είναι και λίγο πράγμα.
Το ξέρω πως να ζητάς το δίκαιο είναι τρελό,
αλλά εμείς θα το προσπαθούσαμε μαζί, μάνα και κόρες.
Η Αντιγόνη κι οι αντικόρες της να κάνουν μία μεγάλη αλλαγή.
Θα δώσω μια τελευταία συμβουλή
στα παιδιά που δεν θα γεννηθούν ποτέ από μένα:
Να είναι προσεκτικά με τις μεγάλες αλήθειες, με τ’ αξιώματα κυρίως.
Να τα σκέφτονται, να τα εξετάζουν καλά,
κι αν μπορούν να τ’ αμφισβητούν,
ας το κάνουν.

Το χάπενινγκ που ήρθατε να δείτε είναι έτοιμο να κορυφωθεί.
Η Αντιγόνη δεν θα κάνει ακροβατικά, δεν θα καταπιεί σπαθιά,
δεν θα φιλήσει τον πλουσιότερο από εσάς,
Η Αντιγόνη δεν θα σαπίσει πίσω από σπηλιές κλειστές,
δεν θα τριγυρνά σαν φάντασμα αδέσποτο στον κόσμο αυτό.
Και σίγουρα δεν θα αφήσει κανέναν να της κάνει κακό.
Κανένας δεν έχει δικαίωμα να πάρει τη ζωή ενός ανθρώπου,
εκτός φυσικά από τον ίδιο.
Στο μέλλον θα επιτρέπουν χώρους για να πεθάνεις
με υπαλλήλους έτοιμους να βοηθήσουν να βρεις τον κατάλληλο τρόπο.
Κι όχι γιατί είσαι άρρωστος, αλλά γιατί το θέλεις.
Αλλά εγώ δεν έχω κατάθλιψη, έχω στα σίγουρα περηφάνια.
Αυτή μου τη διέγνωσαν από παιδί,
δύσκολη αρρώστια, μεγάλος μπελάς.

Μας δίνουν ένα σώμα και συνηθίζουμε μέσα του.
Το βλέπουμε να ψηλώνει, να παίρνει βάρος.
Και το συνηθίζουμε.
Νομίζουμε πως θα είναι για πάντα δικό μας.
Κάνουμε δίαιτα, γυμναστική,
το ντύνουμε με ρούχα να φαίνεται όμορφο,
σαν να ντύνουμε μια κούκλα που μας έκαναν δώρο.
Και το συνηθίζουμε.
Νομίζουμε πως η κούκλα αυτή είναι δική μας
και θα την έχουμε για όλη μας τη ζωή.
Μας ρίχνουν σ’ ένα από τα δύο φύλα
και μας δίνουν οδηγίες χρήσης
που τις μαθαίνουμε κατά γράμμα.
Μας δίνουν μια αποστολή κι ένα σωρό κανόνες.
Μας δίνουν μια ζωή και τη συνηθίζουμε, τη θεωρούμε δεδομένη.
Άτιμο πράγμα η καθημερινότητα.
Απαίσιο να σου στερηθεί η συνήθεια,
κάτι τόσο δικό σου, τόσο ιδιωτικό, τόσο οικείο.

Η Αντιγόνη συνεχίζει να στήνει κυκλικά τα πράγματα γύρω της, που έχουν φτάσει το ύψος του στήθους της.

Κι αν ερχόταν κάποιος, ένας άνθρωπος διαφορετικός.
Κάτι σαν υπερήρωας, με δυνάμεις ψυχικές,
που θα φόβιζε τους κακούς,
να κρυφτούν στις ποντικοφωλιές τους.
Κι αν ερχόταν κάποιος σαν τον πατέρα μου, ας πούμε,
που εδώ και τώρα θα μ’ αγκάλιαζε.
Και θα μου έλεγε:
εγώ δεν θα σ’ αφήσω να αλλάξεις.

Αν υπήρχε ένας ήρωας, θα ερχόταν στα σίγουρα,
γιατί θα μ’ αγαπούσε όπως ένας πατέρας αγαπάει την κόρη του.
Κι εγώ θα ήμουν για πάντα δίπλα του,
να τον βλέπω να γερνάει, να γίνεται ενενήντα χρονών.
Δεν θα του έβρισκα μια κυρία να τον προσέχει,
θα έκανα γι’ αυτόν κάτι περισσότερο:
Εγώ με τις κόρες μου θα τον είχαμε βασιλιά,
λες κι ήταν το δικό μας μωρό.
Κι όταν ο θάνατος ερχόταν στα βαθιά του γεράματα, θα ήμουν δίπλα του.
Θα του κρατούσα το χέρι και θα του ’λεγα ιστορίες απ’ τα παλιά,
τότε που ήταν νέος,
που μου ’λεγε τα βράδια πριν κοιμηθώ,
και πλέον τις έχει ξεχάσει προ πολλού.
Θα του τις θύμιζα με κάθε λεπτομέρεια,
να δει πως ήταν κι εκείνος κάποτε παιδί, ένα αγοράκι.
Κι έτσι ξαλαφρωμένος, ν’ αφήσει την τελευταία του ανάσα,
να τον ρουφήξει μια μαύρη τρύπα,
να τον μεταφέρει στον γαλαξία των μωρών.

Αν πραγματικά υπήρχε ένας ήρωας, θα ερχόταν εδώ και τώρα και θα ’βγαζε
τις σοκολάτες, τα απορρυπαντικά, τις λάμπες,
τα μωρομάντιλα, τα κορν-φλέικς,
θα μ’ έβαζε να πλυθώ απ’ την κορφή έως τα νύχια,
θα μου διάλεγε ρούχα καθαρά,
να με βάλει στο κρεβάτι μου να κοιμηθώ,
να βουλιάξουν τα κόκκαλά μου σε μαλακό στρώμα.

    Η Αντιγόνη στήνει κυκλικά τα πράγματα γύρω της, μέχρι να φτάσουν στο ύψος του λαιμού της.

Η αδελφή μου ήθελε να τα ξεχάσουμε όλα,
να θάψουμε το παρελθόν,
να τ’ αφήσουμε όλα πίσω μας.
Άλλωστε, για να κάνεις ένα νέο ξεκίνημα πρέπει κάτι να θυσιάσεις,
να αφήσεις πίσω κάτι δικό σου, κάτι αγαπημένο.
Εγώ λέω να αφήσω πίσω μου εμένα.
Μεγάλωσα πια, πρέπει να δω την πραγματικότητα,
πάντα μου το έλεγε η Ισμήνη.

Αγαπημένη μου αδελφή, όπου κι αν βρίσκεσαι,
το δικό σου κομμάτι του παζλ
ταίριαξε στον κόσμο με ευκολία.
Το δικό μου απ’ την άλλη ήταν αταίριαστο,
σαν να μπήκε στο κουτί του παζλ από λάθος,
ενώ άνηκε σε άλλο τοπίο.
Αλλά σήμερα εδώ μπροστά σας το τροχίζω,
κόβω τις μυτερές του άκρες, τις κάνω καμπύλες,
έτσι, θα εφαρμόσω κι εγώ, θα χωρέσω.

Από δω και στο εξής θα αγοράζω για να ζήσω,
θα αγοράζω συνέχεια.
Η ευτυχία υπάρχει κρυμμένη στα μαγαζιά.
Θα χαϊδεύω τα ράφια,
θα κυλάω στους διαδρόμους με το καροτσάκι μου,
θα το γεμίζω με καινούργιες μάρκες,
νέα βιολογικά, γεύσεις φανταστικές.
Τόσα πολλά, που θα χρειαζόμουν χρόνια για τα δοκιμάσω όλα.
Θα φροντίζω τον εαυτό μου γεμίζοντας τις σακούλες.
Θα ξεχνιέμαι στις ημερομηνίες λήξης, στα μεγέθη, στις προσφορές.
Δεν υπάρχει χειρότερος εφιάλτης
από το να σου απαγορεύουν να ψωνίζεις,
να μην έχεις λεφτά να δώσεις για να πάρεις.
Όταν πεθαίνει ένας αγοραστής,
τα πράγματα που θα έπαιρνε μένουν λυπημένα στα ράφια.

Συχνά ονειρεύομαι πως θα ξαμοληθούμε όλοι μαζί στις αγορές.
Θα πάρουμε ακίνητα, μπλούζες, μπουφάν, μετοχές, αυτοκίνητα.
Θα είμαστε περήφανοι που τα καταφέραμε, που επιβιώσαμε,
που περάσαμε αυτή τη δοκιμασία δια πυρός και σιδήρου.
Τα πράγματα είναι φάρμακο, φέρνουν λησμονιά.
Αυτό είναι το πιο σημαντικό μάθημα
που μπορείτε να δίνετε καθημερινά στα παιδιά σας:
Το μόνο που ένας άνθρωπος χρειάζεται
είναι περισσότερα από όσα έχει.

                Η Αντιγόνη παραθέτει τα τελευταία προϊόντα κυκλικά, το ένα πάνω στο άλλο. Πλέον δεν φαίνεται.

Το κουκούλι μου είναι έτοιμο.
Θα κλείσω για λίγο τα μάτια μου
κι όταν τα ανοίξω...

                Tα τοποθετημένα αντικείμενα πέφτουν. Από πίσω δεν υπάρχει τίποτα. Η Αντιγόνη, φορώντας ρούχα καθημερινά, κάθεται ανάμεσα στους θεατές.

Πάει κι αυτό, τελείωσε.
Σε λίγο θα γυρίσουμε σπίτι μας,
να βάλουμε άνετα ρούχα, να φάμε κάτι ελαφρύ,
να χαλαρώσουμε στον καναπέ,
μπροστά στην τηλεόραση.
Έγινα κι εγώ σαν κι εσάς, καιρός δεν ήταν;
Κι όταν τελειώσει το έργο, θα τα ξεχάσουμε όλα.
Περιμένετε μόνο για μία υπόκλιση.

                Η Αντιγόνη υποκλίνεται.