Τις τελευταίες του στιγμές, λίγο πριν πεθάνει,
θα του πέρασε απ' το μυαλό του κι ο άλλος μας ο αδελφός, ο μεγαλύτερος.
Τα μεγάλα αδέλφια νικάνε πάντα τα μικρά,
που τρέχουν με κλάμματα να παραπονεθούνε στη μαμά.
Ο μεγάλος μας αδελφός ξέκοψε γρήγορα απ΄την οικογένεια.
Πήρε τη ζωή στα χέρια του, παντρεύτηκε,
έκανε παιδιά κι αυτά γίναν η νέα του ζωή.
Τίποτα δεν μπορείς να του προσάψεις.
Γλυκό καλαμπόκι, μουστάρδα απαλή, ρόφημα σοκολάτας,
κουλούρια μούστου, μπρελόκ για κλειδιά,
κατεψυγμένες πατάτες φούρνου, τζιν παντελόνι,
ζυμαρικά χωρίς γλουτένη, φρουτοποτό λεμονάδα,
επιδόρπιο γιαουρτιού, ρύζι με κάρυ,
σφολιατίνια με φέτα, πατάκι εξώπορτας.
Σκέφτηκε άραγε κι εμένα ο αδελφός μου, τις τελευταίες του στιγμές;
έστω για λίγο;
Παιδιά ήμασταν αγαπημένοι,
μέχρι που άρχισε ν’ αναμασά τα λόγια των μεγάλων:
πως δεν μπορούν να κάνουν οι άντρες κι οι γυναίκες τις ίδιες δουλειές,
πως δεν κάνει να παίζω μπάλα με τα αγόρια
και τέτοια.
Μου έλεγες πως ήμουν κατώτερή σου,
αλλά ποιός είχε τα κότσια να θάψει κάτι από σένα;
Θα έπρεπε να ’χα φύγει.
Να ’παιρνα λίγα πράγματα, να το ’σκαγα βράδυ,
μα να πήγαινα πού;
Όλοι μου λέγαν πως έγινα πλέον γυναίκα
κι έπρεπε να κάθομαι στα αυγά μου,
αλλά κι ο ίδιος μου ο αδελφός;
Αυτό δεν με πείραξε.
Αυτό μ’ έτσουξε, με τσουρούφλισε.
Εμείς που κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο,
που ήμασταν ένα, που παίζαμε τα ίδια παιχνίδια,
που σιχαινόμασταν τα ίδια φαγητά,
που υιοθετήσαμε μαζί το κουνέλι με το ένα αυτί,
κι όταν μάσαγε τα σεντόνια, τιμωρούμασταν και οι δυο;
Με το που μεγάλωσα,
με το που πετάχτηκε το στήθος μου,
μια απόσταση άνοιξε μεταξύ μας.
Ένα ρήγμα εκατοντάδων μέτρων
έφερε στην μία πλευρά τον αδελφό μου και στην άλλη εμένα.
Έπρεπε να το καταλάβω μια και καλή,
μπορούσα να είμαι φίλη με τα κορίτσια και μόνο μ' αυτά.
Εκείνη την εποχή πέθανε για πρώτη φορά ο αδελφός μου,
έκοψα κρυφά μερικές τρίχες απ’ τα μαλλιά του
και τις έθαψα ζωντανές σ’ ένα γλαστράκι.
Όταν δεν μπορείς πια να ζήσεις με κάποιον όπως παλιά,
κάτι πεθαίνει μέσα σου.
Μαραζώνει σαν ένα απότιστο φυτό,
που ξεραίνεται, όσο περνάει ο καιρός.
Οι άνθρωποι έρχονται κοντά και μετά χάνονται από δω κι από κει,
απομακρύνονται, παντρεύονται, πεθαίνουν, γίνονται φαντάσματα.
Τον έβλεπα τον αδελφό μου να μεγαλώνει,
να γίνεται άλλος άνθρωπος.
Όταν συναντιόμασταν,
λόγια χωρίς ουσία έβγαιναν απ’ το στόμα μας.
Είχε σπάσει σε κομμάτια αυτό που μας ένωνε
κι ήταν αδύνατο να ξανακολλήσει,
όχι σ’ αυτή τη ζωή τουλάχιστον.
Από τον αδελφό μου κράτησα την ανάμνηση της παιδικής μας ηλικίας,
την κράτησα σ’ ένα γλαστράκι στον κοιτώνα μου
και την πότιζα μέρα παρά μέρα,
λίγο, πολύ λίγο, όσο για να κρατιέται όρθια,
και να’ ναι πάντα μια ανάμνηση διψασμένη,
να περιμένει κάθε πρωί ανυπόμονη να της δώσω λίγες σταγόνες,
για να κρατάει τη δίψα της ζωντανή.
Μερικές μέρες μάλιστα νόμιζα πως έβλεπα τα μαλλιά του
να ανεβαίνουν στην επιφάνεια του χώματος έτοιμα να ανθίσουν,
να βγάλουν μικρά τριχολούλουδα.
Η Αντιγόνη βγαίνει και φέρνει σακούλες γεμάτες προϊόντα, τα βγάζει και συνεχίζει να τα στήνει κυκλικά γύρω της.
Χυμός πορτοκάλι, αποφλοιωμένες γαρίδες χωρίς ουρά,
γυαλιά ηλίου, ψίχα καβουριού, ρώσικη σαλάτα,
σολομός μαριναρισμένο με λεμόνι,
μαξιλαροθήκες, τσάντα θαλάσσης.
Ο πατέρας μου παντρεύτηκε τη μάνα του κι έκαναν τέσσερα παιδιά.
Πόσοι από εσάς, είστε παιδιά αιμομιξίας; Είναι κανείς;
Αλλά οι γονείς μου δεν το ήξεραν, όταν το έμαθαν τρελλάθηκαν, αρρώστησαν,
κατέστρεψαν τον εαυτό τους.
Κι όλα αυτά γιατί;
Από μια ατυχία, από μια σύμπτωση.
Ο πατέρας κι η μητέρα μου ερωτεύτηκαν,
ο ένας βρήκε στον άλλον το καταφύγιο, την ευτυχία.
Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου αντρόγυνο τόσο καλά μαζί.
Η μάνα μου ήταν πολύ μεγαλύτερή του,
αλλά έμοιαζε κορίτσι, γιατί έτσι την έβλεπε εκείνος.
Μαζί του κι όλος ο κόσμος.
Τα απογεύματα τα βογγητά τους πλημμύριζαν το σπίτι
κι αυτό ήταν ένα είδος χαράς για μας τα παιδιά, ένα παιχνίδι.
Οι γονείς μας έπαιζαν κι ήταν χαρούμενοι.
Εγώ δεν θέλω να μάθω τον έρωτα,
δεν θέλω να μάθω τί είναι.
Κι όχι γιατί δεν μπορώ, αλλά γιατί δεν θέλω.
Εδώ δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με τον άθαφτο αδελφό μου,
φαντάσου να συνέβαινε κάτι τέτοιο σε ένα δικό μου παιδί.
Δεν μπορούμε να τα ’χουμε όλα, μακάρι να τα είχαμε,
η πίτα μας να έμενε ολόκληρη κι ο σκύλος μας χορτάτος
και να γινόμασταν χαρούμενοι.
Εδώ μπροστά σας το ορκίζομαι: ποτέ δεν θα κάνω δικά μου παιδιά,
ποτέ δεν θα με δείτε να καμαρώνω δημόσια με τον σύζυγό μου,
δεν θα κολλήσω ποτέ πάνω του τα βράδια του χειμώνα να ζεσταθώ,
ποτέ μου δεν θα παντρευτώ.
Το φόρεμα που φοράω φτιάχτηκε για τον γάμο μου,
την πιο σπουδαία μέρα της ζωής μου.
Ήμουν περίεργη πώς θα ’ταν.
Όχι τόσο η τελετή, όσο η κοινή ζωή με τον άντρα μου.
Θα με σεβόταν;
Θα έπαιρνε το μέρος μου, αν ύψωνα τη φωνή μου στους φίλους του
ή αν τα έβαζα μαζί του;
Δεν είναι παίξε-γέλασε να κάνεις λίγο στην άκρη
και να στριμώξεις στη ζωή σου κάποιον άλλον, με άλλες επιθυμίες και όνειρα.
Κι αυτά τα όνειρα να τα κάνεις δικά σου.
Εγώ θα ήμουν έτοιμη,
να κάνω όλες τις απαραίτητες θυσίες,
μόνο αν ήταν έτοιμος κι ο άντρας μου να τις κάνει για μένα.
Αν πάλι ήμουν άτυχη και παντρευόμουν ένα μουλάρι
θα μουλάρωνα κι εγώ και θα’ χαμε κακά ξεμπερδέματα.
Γι’ αυτό καλύτερα μόνη μου.
Αυτό το φόρεμα το έφτιαξε η μάνα μου,
για τη σημαντικότερη μέρα της ζωής μου.
Σήμερα είναι μια τέτοια μέρα.
Κοιτάξτε το σχέδιό του, φτιαγμένο με τόσα όνειρα.
Δείτε πώς μπαίνουν τα χώματα στο κάτασπρο ύφασμα,
σαν φωλιές μυρμηγκιών, σαν κόκκοι καφέ.
Αν αυτό το φόρεμα έμενε σήμερα καθαρό,
ο κόσμος μας θα ήταν σίγουρα αλλιώτικος.
Η Αντιγόνη βγαίνει και φέρνει σακούλες γεμάτες προϊόντα, τα βγάζει και συνεχίζει να τα στήνει κυκλικά γύρω της, μέχρι να φτάσουν στο ύψος της μέσης της.
Δεν φόρεσα τυχαία αυτό το φόρεμα σήμερα.
Με το που πετάχτηκα στον ύπνο μου,
αμέσως πήρα το γλαστράκι με τα μαλλιά του αδελφού μου,
για να το θάψω με όλες τις τιμές στον κήπο του σπιτιού μας.
Εκεί που ο πατέρας μου έκανε πρόταση γάμου στη γυναίκα της ζωής του,
εκεί που κυνηγιόμουν με τ’ αδέλφια μου και δεν τους άφηνα να με πιάσουνε,
ας ήτανε πιο γρήγοροι.
Εκεί που βλέπαμε το κουνέλι μας με το ένα αυτί
να κάνει τρύπες παντού.
Πολλά πουλιά φώλιασαν στον κήπο μας,
αμέτρητες μέλισσες πήραν γύρη απ’ τα λουλούδια.
Πόσες πεταλούδες δεν πέρασαν από κει,
πόσες αποικίες μυρμηγκιών δεν έσκαψαν τον κήπο μας όλα αυτά τα χρόνια,
πόσα χελιδόνια δεν ήπιαν νερό απ’ τη λιμνούλα μας.
Εκεί πάτησαν οι πρόγονοί μου
και για λίγο ξέχασαν τις έγνοιες τους και ξαπόστασαν.
Είναι φάρμακο ο κήπος με τα χαμομήλια
που από μόνα τους αποφασίζουν να φυτρώσουν,
είναι μια όαση στη μέση των προβλημάτων μας.
Εκεί έσκαψα έναν λάκκο με τα χέρια μου,
έμπηξα τα δάχτυλά μου μέσα στο υγρό χώμα.
Άνοιξα μία μεγάλη τρύπα,
κι έβαλα μέσα το γλαστράκι με τα θαμμένα μαλλιά του αδελφού μου.
Κι έκλαψα με όλη μου τη καρδιά, εγώ που σπάνια κλαίω.
Ήταν σαν να έθαβα κάτι από μένα.
Ένα μέρος μου, που έπρεπε από καιρό να ’χε θαφτεί.
Δείτε το χώμα μέσα στα νύχια μου.
Ήταν σα να έσυρα το σώμα του και το ’χωσα μέσα,
να έβαλα δύο νομίσματα στα χρυσά του μάτια,
να έσκυψα και να τον φίλησα
σαν να φιλούσα το ίδιο μου το όνειρο.
Δεν είπα ούτε μια προσευχή, μόνο τον σκέπασα με χώμα.
Ξέρω πως πίστευε σε μια ανώτερη δύναμη.
Εγώ δεν πιστεύω σε κανέναν.
Όλοι σου λένε ψέματα, για ν’ αγοράσεις, να ξεχαστείς,
να ζήσεις όπως τους βολεύει.
Ο αδελφός μου ήταν πιστός, δεν τον κατακρίνω.
Καθένας μας κάνει ό,τι μπορεί.
Δεν γίνεται όλοι να ’χουμε δίκιο.
Έχουμε δίκιο για τον εαυτό μας, κυρίως γι’ αυτόν.
Ποιός μπορεί να μου πει πως παρανόμησα στον ύπνο μου;
Ποιοι θα έρθουν να με συλλάβουν,
να με κάνουν να ομολογήσω πως έθαψα ένα γλαστράκι;
Δεν φοβάμαι τον πόνο,
ούτε το πρώτο θύμα θα ήμουν, ούτε το τελευταίο.
Πόσα παιδιά δεν είναι θύματα στον κόσμο αυτή τη στιγμή;
Ανοίξτε τ’ αυτιά σας, όλο και κάτι θ’ ακούσετε.
Ο κόσμος μοιάζει με λάκκο, που κάποιοι τον σκάβουν συνεχώς,
χωρίς να ξέρουν για ποιον προορίζεται.
Σήμερα λέω να μεταλλαχτώ, να βρω την ησυχία μου.
Να μείνω έτσι, να κάνω τί;
Να ψάξω για το δίκιο μου; Πού να το βρω;
Σήμερα οι Κρέοντες ξεφυτρώνουν σαν τα σπυριά
σε πρόσωπο δεκαεξάχρονου.
Αν ερχόταν μπροστά μου το φάντασμα του αδελφού μου,
για να μου καθαρίσει τα νύχια
και να μου κάνει παράπονα που δεν τον έθαψα στ’ αλήθεια,
ξέρετε τί θα του έλεγα;
Το να σε θάψω θα ήταν μια πράξη εγωιστική,
δεν θα το έκανα για σένα, θα το έκανα γιατί έπρεπε.
Όμως τις τρίχες από τα μαλλιά σου τις έθαψα και τις έκλαψα,
και το ’κανα για σένα και για μένα.
Μόνο για μας τους δυο.
Η Αντιγόνη συνεχίζει να στήνει κυκλικά τα πράγματα γύρω της, μέχρι να φτάσουν στο ύψος του στομαχιού της. Ανοίγει ένα μπουκάλι νερό και καθαρίζει τα χέρια της.