Ο Κύριος Νί εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις οχτώ Ιανουαρίου 2000, ημέρα Σάββατο με το ποίημα «Ο πεζοπόρος», που αργότερα βρήκε τη θέση του στην συλλογή «Οι εχθροί και οι φίλοι μου», έκδοση του 2014.
Έκτοτε και μέχρι σήμερα με επισκέπτεται κατά διαστήματα, άλλοτε για να μου υπαγορεύσει στίχους που άκουσε άλλοτε να μου εμπιστευτεί κάποια από τις μικρές χαριτωμένες ιστορίες του, χρωματιστές ψηφίδες ριγμένες στο άπειρο σύμπαν, όπως έξοχα τις χαρακτηρίζει. Πιστεύω πλέον πως ο Κύριος Νί (Νάρνος), θέλοντας και μη θέλοντας, έγινε αμετάκλητα η σκιά μου.
Όμως, πώς είναι στ’ αλήθεια αυτός ο Κύριος Νί;
Από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησα, κατάλαβα ότι δεν μοιάζει με κανέναν άλλον άνθρωπο που ήξερα ως τότε, δεν μοιάζει καν ούτε και με εμένα τον ίδιο, έτσι είπα. Μετρίου αναστήματος, λιπόσαρκος, καλοστεκούμενος, καβουράκι τον χειμώνα που σκεπάζει τα πλούσια σπαστά μαλλιά του, μουστακάκι, ομπρέλα για τον βροχερό καιρό, ψαθάκι με μαύρη κορδέλα το καλοκαίρι, γυαλισμένα παπούτσια στην τρίχα και καλοσιδερωμένο κοστούμι, γιλεκάκι από μέσα και τέλος μονόχρωμη σκούρα γραβάτα ή παπιγιόν σε πουκάμισο με μπλε ή πράσινες κάθετες ρίγες.
Μόνο και μόνο από τον τρόπο που περπατάει χωρίς να βιάζεται, ή με τον τρόπο που διαχειρίζεται και στηρίζει το σώμα του πάνω στα δυο του πόδια, φωνάζει από μακρυά πως υπήρξε είτε καθηγητής στη μέση εκπαίδευση, είτε τραπεζικός που έφαγε όλη του τη ζωή πίσω από γκισέ, ή και λογιστής ακόμα που έφτασε μέχρι το αξίωμα του αρχιλογιστή σε μεγάλη εμπορική επιχείρηση με πλακάκια και είδη υγιεινής, αυτό και το πιο πιθανό, μέχρι την συνταξιοδότησή του και βεβαίως σε όλο τον σιωπηλό του βίο καραμπινάτο γεροντοπαλίκαρο από πεποίθηση.
Ο Κύριος Νί, μοναχικός και μονήρης, συνειδητός πολίτης πάππου προς πάππον της πόλεως των Αθηνών, αντιπαθεί τα κίτρινα ταξί και τους ταξιτζήδες, συμπαθεί τους κουλουρτζήδες στις γωνίες της Αθηνάς και της Αιόλου, αγαπά τον κουρέα του που τον έχει χρόνια και απολαμβάνει την περιποίηση που του προσφέρει στο τριχωτό της κεφαλής του, χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά τα μέσα μαζικής μεταφοράς για τις μετακινήσεις του και πάντοτε βρίσκεται πίσω από κάθε μεγάλο ή μικρό γεγονός της πόλης του, πίσω από κάθε αλήθεια ή ψέμα που αξίζει τον κόπο να καταγράψει και να σχολιάσει.
Ζούσε μαζί με την μητέρα του, μέχρι που εκείνη αποφάσισε να αποδημήσει σε αρκετά προχωρημένη ηλικία πριν από μερικά χρόνια, έπειτα έμεινε μόνος του στο παλαιό αστικό σπίτι τού μεσοπολέμου με αυλή, κήπο, πυκνές δάφνες, γιασεμί, οπωροφόρα και τρεις υπερήλικες αλλά πολύ δραστήριες χελώνες, ιδίως την άνοιξη που ξυπνούν από την χειμέρια νάρκη τους,
Δε μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι έχει φίλους ο Κύριος Νί, μόνο κάποιους γνωστούς και ίσως ίσως κάποιους μακρινούς συγγενείς που δεν τους βλέπει καν, ενώ κρατά ίσες αποστάσεις από μικρούς και μεγάλους, άντρες και γυναίκες.
Έχω την πεποίθηση ότι ο Κύριος Νί, ένας οξυδερκής παρατηρητής της ζωής μας στους κλειστούς και τους ανοιχτούς χώρους, υπήρξε πολύ πριν από εμάς σε αυτόν τον κόσμο και θα εξακολουθήσει να ζει και να υπάρχει μαζί με τις ιστορίες και τους στίχους του και μετά από την δική μας αναχώρηση, όπως ο θρυλικός Καπετάν Απέθαντος στον μπερντέ του θεάτρου σκιών.
Ο Κύριος Νί, ενέδωσε στην επιμονή μας, σχεδόν φορτική, και με ανεπιτήδευτη ευγένεια και συγκινητική γενναιοδωρία μάς παραχώρησε ένα μικρό μόνο μέρος από τις ιστορίες του· εμείς με την σειρά μας, επιχειρούμε σήμερα την πρώτη μας ανάρτηση. Παρακαλώ, μείνετε μαζί μας!
————————————————
ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΝΙ
————————————————