Χρόνος για γράψιμο έλεγε το πρόγραμμα, και με την Ιρλανδέζα είχαν συμφωνήσει να ψάξουν για κανένα καφέ. Ο Καναδός, που είχε βάλει VPN, είχε δει, λέει, διάφορα καφέ στον χάρτη, όχι μακριά από το ξενοδοχείο. Φτάνοντας το προηγούμενο βράδυ, μάλλον είχαν πάρει λάθος κατεύθυνση. Περπατούσαν για ώρα σε μια λεωφόρο χωρίς να βρουν ανοιχτά μαγαζιά, εκτός από ένα φαρμακείο. Κοντοστάθηκαν μπροστά στην κουρτίνα από χάντρες που κρεμόταν στην είσοδο και η φαρμακοποιός από μέσα τους έκανε νόημα δείχνοντας το κινητό της. Kακώς δεν μπήκαν να ρωτήσουν. Θα πρέπει να είχε το app που χρησιμοποιούσαν εδώ για να συνεννοούνται με τους ξένους, κι ας μην υπήρχαν ξένοι. Οι μόνοι ξένοι ήταν αυτοί. Λίγο πιο κάτω, τρία γερόντια καθισμένα σε κάτι σκαλιά τους πέταξαν αγέλαστα μια φράση που θα μπορούσε να είναι προσβολή. Σαν να ήθελε να το επιβεβαιώσει, το κίτρινο πεκινουά που είχαν μαζί τους γρύλισε εχθρικά.
Τώρα όμως ήταν και πάλι μέρα, και τη νύχτα είχαν κοιμηθεί καλά. Πώς είχαν κοιμηθεί τη νύχτα ήταν το μόνιμο θέμα στο πρόγευμα, και ίσως για να το αποφύγουν ο Ιταλός και η Γαλλίδα είχαν κατέβει πιο νωρίς. Τους βρήκαν στη ρεσεψιόν, μαζί με τον Καναδό και έναν από τους ντόπιους συγγραφείς, που δεν τους είχε ακολουθήσει σε όλες τις εκδρομές με το πούλμαν. Στον αριστερό του καρπό φορούσε ένα βραχιόλι με πέτρες σε γήινα χρώματα, μάλλον από νεφρίτη.
«Θα πάμε για ψώνια» εξήγησε ο Καναδός. Και χρησιμοποιώντας την προσωπική αντωνυμία για να αναφερθεί στον Κινέζο: «Θα μας δείξει την πόλη».
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο το προηγούμενο βράδυ, είχαν πετύχει στην είσοδο τον ίδιο Κινέζο, μαζί κι άλλους δύο από την τοπική ομάδα. Ετοιμάζονταν για έξω. «Πού πάτε; Γιατί δεν μας παίρνετε κι εμάς;» είχε ρωτήσει χρησιμοποιώντας την εφαρμογή στο κινητό τους η Γαλλίδα. «Αυτοί ξέρουν πού να βρουν μπαρ!» σχολίασε μετά γυρνώντας απ’ την άλλη. Οι Κινέζοι έβαλαν τα γέλια. Κακώς είχαν θεωρήσει πως από αγγλικά κανείς τους δεν σκάμπαζε γρι. Μιλώντας στο app, ο Κινέζος με το βραχιόλι υποσχέθηκε πως θα τους έβγαζαν την επομένη. Την επομένη το βράδυ, κατάλαβαν αυτοί. Ίσως όμως εκείνος εννοούσε το πρωί.
Οι δυο Αυστραλοί κι ο Πορτογάλος δεν είχαν δείξει ενδιαφέρον, αλλά ο Ιταλός και η Γαλλίδα θα ακολουθούσαν. Για καλή τους τύχη, η Αμερικανίδα είχε ήδη βγει με κάποιους άλλους ντόπιους. Ήταν το είδος της Αμερικάνας που μιλάει όπου και να βρίσκεται, και με φωνή καμπάνα. Στο πούλμαν, οι δικοί τους έπιαναν θέση από την έξω πλευρά, καταλαμβάνοντας με τις τσάντες τους και το κάθισμα δίπλα στο παράθυρο. Οι Κινέζοι πάλι δεν έδειχναν να έχουν προτιμήσεις ανάμεσα στους δυτικούς, ούτε έτρεφαν αντιπάθειες. Δεν ήταν βέβαια υποχρεωμένοι να την υποστούν όσο ταξίδευαν. Στις διαδρομές με το πούλμαν, δυτικοί και Κινέζοι κάθονταν χωριστά.
«Πάμε κι εμείς για λίγο» πρότεινε η Ιρλανδέζα, «κι αν βρούμε στο δρόμο κανένα καφέ, τους εγκαταλείπουμε.»
Έδειχνε διαφορετικός, ντυμένος πιο νεανικά και με μαλλιά πιο μακριά, που του έφταναν σχεδόν ως τη γραμμή του σαγονιού. Κι ήταν και το βραχιόλι. «Πώς τον λένε;» πρόλαβε να ρωτήσει τον Καναδό την ώρα που διέσχιζαν τον δρόμο. Ο Καναδός ομολόγησε πως δεν θυμόταν, κι ας είχε προβάρει το όνομά του λίγο πριν στο ξενοδοχείο. «What’s your name;» τον ρώτησε μένοντας πίσω - οι άλλοι τέσσερις συνέχιζαν μπροστά. Ξεχώρισε τρεις συλλαβές στην απάντηση, κάτι σαν Τζιαν Σαντσχίν. Προσπάθησε δυο τρεις φορές να το πει σωστά, αλλά ποτέ δεν έφτασε αρκετά κοντά σ’ αυτό που έλεγε εκείνος. Το δυσκολότερο ήταν να συγκρατήσει τον τόνο με τον οποίο προφερόταν η κάθε συλλαβή. Ήταν ο τόνος μιας αυθεντικής ερώτησης ή ενός «Τι;» που προδίδει εκνευρισμό; Ένας τόνος εμφατικής άρνησης; Ή απορίας; Δεν του είπε ότι πριν έρθει εδώ είχε δοκιμάσει να μάθει μερικές λέξεις. Στο youtube, νεαρές Κινέζες με διακριτικό μακιγιάζ διέδιδαν ότι οι ίδιοι τόνοι υπάρχουν και στα αγγλικά, και ο καθένας είναι σε θέση να τους μιμηθεί αυθόρμητα όταν το απαιτεί το context. Το μόνο που είχε να κάνει ένας επίδοξος σινολόγος ήταν να μάθει ποιοι τόνοι αντιστοιχούσαν σε κάθε λέξη, ξεκινώντας από μερικά βασικά παραδείγματα. Άλλο που αυτή δυσκολευόταν να το μάθει και μ’ ένα σκέτο όνομα – δισύλλαβο, αν αφαιρούσες το επίθετο, που ήταν η πρώτη συλλαβή.
Θα έπαιρνε ώρα να του τα εξηγήσει αυτά μιλώντας στην εφαρμογή, που μερικές φορές μετέφραζε άλλα αντ’ άλλων. Εξάλλου, εκείνος δεν μπορούσε να μπει στο youtube, που σίγουρα το μπλόκαρε το Μεγάλο Τείχος Προστασίας της Κίνας. Προχωρούσε δίπλα της, σταματώντας κάθε φορά που αυτή ήθελε να φωτογραφίσει κάτι. Κι έριχνε συχνά πυκνά ματιές στο κινητό του, ψάχνοντας ίσως την κατεύθυνση στον χάρτη. Δυο τρεις φορές έκανε ή δέχτηκε κάποιο τηλεφώνημα. Δεν ένιωθε υποχρεωμένη να τροφοδοτεί την κουβέντα. Το ότι η επικοινωνία εξαρτιόταν από το app ήταν ένας πρόσθετος λόγος για να μιλάει μόνο όταν έβρισκε κάτι να πει.
Περπατούσαν στην ίδια λεωφόρο που είχαν ακολουθήσει και το προηγούμενο βράδυ, κάτω από έναν συννεφιασμένο ουρανό που παγίδευε τη ζέστη. Στο φως της μέρας, η θέα ήταν ακόμη πιο αποκαρδιωτική. Παραμελημένες προσόψεις, οι περισσότερες γκρίζες ή καφετιές, μπαλκόνια κλειστά σαν θερμοκήπια, και πίσω από την τζαμαρία απλωμένα ρούχα, που θα έκαναν μέρες να στεγνώσουν. Είχε δοκιμάσει να πλύνει στο ξενοδοχείο και ήξερε. Αλλού, αντί για την μπουγάδα, πεταμένη παλιατσαρία - απόδειξη ότι για τους ενοίκους το μπαλκόνι ήταν «τυφλό», τίποτα παραπάνω από μια αποθήκη για να στοιβάζει κανείς τα σκουπίδια του. Στις περισσότερες πολυκατοικίες υπήρχαν άδεια διαμερίσματα: πηχυαίοι αριθμοί τηλεφώνων στα τζάμια πρόδιδαν τις αποτυχημένες προσπάθειες ανεύρεσης αγοραστή. Και ποιος θα διάλεγε να έρθει να ζήσει εδώ;
Τέτοια κτήρια είχαν δει και στην πρωτεύουσα αυτής της επαρχίας. Όμως εκεί, νεόχτιστοι ουρανοξύστες σε φωτεινότερους τόνους του καφέ και του γκρι έδιναν στο κέντρο μια φουτουριστική όψη που θύμιζε κλιπ από το Blade Runner.
Οι άλλοι προχωρούσαν πάντα μπροστά, ανά δύο. Η Γαλλίδα τώρα με τον Καναδό, ο Ιταλός με την Ιρλανδέζα. Στο προηγούμενο ξενοδοχείο, ο Καναδός τους είχε ζητήσει ένα βράδυ την ώρα που καληνυχτίζονταν στην είσοδο να πάρουν μαζί το ασανσέρ. Με την Ιρλανδέζα συνήθιζαν να παίρνουν ένα άλλο, που τις άφηνε πιο κοντά στα δικά τους δωμάτια. Τον συνόδευσαν ως την πόρτα του σέρνοντας μαζί τους και τη Γαλλίδα, που παραπονιόταν ακόμη που εδώ κλείνουν όλα τόσο νωρίς. Τώρα ποιος ξέρει τι του έλεγε. Ο Καναδός έριχνε κάθε τόσο μια ματιά πίσω του, θέλοντας ίσως να βεβαιωθεί ότι η οπισθοφυλακή δεν είχε γίνει καπνός.
Σε μια στιγμή, αυτή σταμάτησε για να φωτογραφίσει ένα μικρό κινέζικο φορτηγάκι και ο Σαντσχίν στάθηκε να την περιμένει. Της άρεσαν αυτά τα λιλιπούτεια οχήματα με τα λαμπερά χρώματα και τις ζωγραφιές, που θύμιζαν αυτοκινητάκια για παιδιά. Ένας άντρας και μια γυναίκα με ταλαιπωρημένα πρόσωπα και χέρια προσπαθούσαν να ξεφορτώσουν απ’ την καρότσα μεγάλες σακούλες νάιλον που περιείχαν κάτι παράξενα χρυσά πακετάκια.
«Τι είναι αυτά;» ρώτησε τον Σαντσχίν. Δυο βήματα πιο κάτω, τα ίδια χρυσά πακετάκια έμοιαζαν να είναι το μοναδικό εμπόρευμα σ’ ένα μαγαζί που είχε ορθάνοιχτες όλες του τις πόρτες.
Παίρνοντας το κινητό για να διαβάσει μεταφρασμένη την απάντηση, της φάνηκε φυσικό ν’ αγγίξει τα χέρια του. Είχε τα εκφραστικά δάχτυλα ενός ποιητή. Στο παραθυράκι της εφαρμογής έγραφε πως την επομένη ήταν η Ημέρα των Νεκρών. Για να τιμήσουν τη μνήμη τους, οι συγγενείς θα έπαιρναν μέρος στο σκούπισμα των τάφων. «Σκούπισμα των τάφων» - η έκφραση της έκανε εντύπωση. Τα χρυσά πακετάκια περιείχαν ψεύτικα λεφτά. Σύμφωνα με το έθιμο, έπρεπε να καούν πάνω στον τάφο, εξασφαλίζοντας στο πνεύμα του νεκρού μια μετά θάνατον ευημερία.
Θα ήταν τουλάχιστον σαράντα χρονών. Δεν θα είχε αγαπημένους νεκρούς; Τι μπορεί να είχε χάσει στη ζωή του; Tέτοιου είδους ερωτήσεις δεν ήταν περισσότερο αδιάκριτες από το «Γιατί γράφεις;» ή «Ποια θέματα σε απασχολούν;». Αντί να τον ρωτήσει όμως, του είπε πως και στην Ελλάδα έχουν μια τέτοια μέρα, το Ψυχοσάββατο. Είδε ότι του άρεσε η φράση Σάββατο των ψυχών. Αντάλλαξαν έτσι μερικές κουβέντες ακόμη, ενώ οι άλλοι τέσσερις έφευγαν μπροστά. Φέρνοντας κάθε τόσο το τηλέφωνο κοντά της για να βεβαιωθεί ότι η αναγνώριση ομιλίας γίνονταν σωστά στα αγγλικά, κι ύστερα πάλι για να διαβάσει σε μετάφραση αυτά που έλεγε εκείνος στα κινέζικα, είχε πολλές φορές την ευκαιρία ν’ αγγίξει τα χέρια του. Κι αυτός τα δικά της.
Έφτασαν μετά από λίγο σ’ έναν ανοιχτό χώρο, κάτι σαν υπερυψωμένη πλατεία. Πλατεία Τιεν Αν Μεν, αντήχησε στο μυαλό της από κάπου η φράση. Τα ίδια μουντά κτίρια ένα γύρο. Επιγραφές με τεράστια κόκκινα, κίτρινα ή χρυσά γράμματα. Διαφημιστικές αφίσες με πρόσωπα που έφεραν σχεδόν δυτικά χαρακτηριστικά. Ένα πελώριο τσιμεντένιο γλυπτό στη μέση θύμιζε αόριστα το σήμα του αμερικάνικου δολαρίου. Σε μικρή απόσταση απ’ τα σπίτια, πυλώνες με δορυφορικούς δίσκους και αλεξικέραυνα. «Πού μας πάει;» ρώτησε νευρικά ο Ιταλός. «Να του ζητήσουμε καλύτερα να μας βρει ένα καφέ;» πρότεινε η Ιρλανδέζα.
Ο Σαντσχίν πήρε βιαστικά κάποιο τηλέφωνο. Χρειαζόταν κι άλλες οδηγίες; Όποιοι κι αν ήταν αυτοί με τους οποίους είχε συνεννοηθεί τόσες φορές στη διαδρομή, δεν μπορεί να μην ήξεραν να τους προτείνουν ένα μέρος να καθίσουν, κι ας ήταν μόνο για τσάι.
«Εδώ είναι, φτάσαμε» τους έδειξε να κατέβουν από κάτι σκαλιά. Βγήκαν σε μια στοά με μαγαζιά, τα περισσότερα με ρούχα. Κάμποσα τζινάδικα, άλλα με τσάντες και πλαστικούρα κάθε λογής, με παπούτσια εκπάγλου ασχήμιας. Κοιτούσαν γύρω τους και δεν ήξεραν πώς να του πουν πως δεν υπήρχε τίποτα να αγοράσουν εδώ.
Στο παραπλεύρως δρομάκι είδαν μια σειρά από κοσμηματοπωλεία - στις βιτρίνες, μονόπετρα και δαχτυλίδια από ροζ χρυσό. Έκαναν μια ανιχνευτική βόλτα, αλλά του κάκου: στο εμπορικό κέντρο της πόλης δεν υπήρχε κανένα μέρος που να σερβίρει καφέ. Επέστρεψαν άκεφα στα σκαλιά που οδηγούσαν στην πλατεία, και ο Σαντσχίν έβγαλε να καπνίσει ένα τσιγάρο. To φίλτρο είχε χρώμα μπλε μεταλλικό.
«Hellooo!»
Την ίδια στιγμή αντίκρισαν στην είσοδο της στοάς την Αμερικανίδα, να τους κουνάει το χέρι με ανυπόκριτη χαρά. Τι άποψη είχαν οι Κινέζοι για τα αβυσσαλέα ντεκολτέ και τα έξωμα που λανσάριζε, άσχετο πόσο έκαιγε ο ήλιος; Κανένας δεν γδυνόταν τόσο εδώ. Ίσως γι’ αυτό, οι δύο ντόπιοι συγγραφείς που την πλαισίωναν έδειχναν συγκρατημένοι. Παρά το μάξι και τις φουσκάλες που είχε βγάλει στα πόδια της (ένεκα οι UGG από μακρύμαλλο μαύρο πρόβατο που φορούσε στις εκδρομές στα βουνά), η Αμερικανίδα διέσχισε πολύ γρήγορα την απόσταση που τους χώριζε, με δυο τρεις τσάντες να τραμπαλίζονται από την κάθε πλευρά. Όχι μόνο είχε ψωνίσει, τους πληροφόρησε ενθουσιασμένη, αλλά οι Κινέζοι την είχαν βοηθήσει και να παζαρέψει.
«Κι εσείς;»
«Εμείς ψάχνουμε κανένα καφέ» πέταξε αυθόρμητα η Ιρλανδέζα, κι αμέσως έσπευσε να συμπληρώσει: «Για να γράψουμε...»
Ήταν η στιγμή να το πουν καθαρά στον Σαντσχίν, πράγμα που ανέλαβε να κάνει η ίδια, αγγίζοντας και πάλι τα χέρια του. Εκείνος απευθύνθηκε στο κινητό με μια έκφραση γαλήνια.
«Είμαστε σε μια μικρή πόλη και δεν υπάρχουν καφέ» μετέφρασε στα αγγλικά η εφαρμογή. Ο Σαντσχίν της ξαναπήρε το τηλέφωνο, για να προσθέσει κάτι ακόμα:
«Οι Κινέζοι συγγραφείς γράφουν στο σπίτι τους, και όχι σε καφέ.»
«Γυρνάμε στο ξενοδοχείο!» φώναξε ο Ιταλός και του ζήτησε το κινητό.
Η Γαλλίδα δίπλα του κρυφογελούσε.
«Θέλουμε να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο!» ανακοίνωσε τώρα στη συσκευή ο Ιταλός, χωρίζοντας κωμικά τις λέξεις.
Σκύβοντας πάλι πάνω απ’ το τηλέφωνο, ο Σαντσχίν ξανάπε κάτι με ήρεμη και καθαρή φωνή.
Εκνευρισμένος ο Ιταλός έβγαλε ν’ ανάψει τσιγάρο, κι εκείνη κατάφερε να χωθεί ανάμεσα στους δυο τους.
«Αν δεν θέλετε να κάνετε ψώνια, τότε θα σας συνοδέψουμε στο ξενοδοχείο» μετέφερε στους άλλους αυτό που είχε μεταφράσει η εφαρμογή.
Για λόγους που ίσως σχετίζονταν με τη Γαλλίδα, με μια διάρροια που τον είχε πιάσει το τελευταίο διήμερο και τον είχε κάνει να χάσει την εκδρομή στην ηφαιστειακή λίμνη ή, έστω, με την ανικανοποίητη επιθυμία του να φάει πίτσα, ο Ιταλός έχασε τον έλεγχο.
«Θα πάμε μόνοι μας!» φώναξε απότομα αρπάζοντας το κινητό. «Τον ξέρουμε τον δρόμο!»
Ο Σαντσχίν ξανάρχισε να μιλάει πάνω απ’ τη συσκευή, τώρα με φωνή ακόμη πιο αργή. Εκείνη προσπάθησε να πιάσει το βλέμμα του, αλλά τα βλέφαρά του ήταν συνέχεια χαμηλωμένα. Την τελευταία στιγμή, κάτι θα πρέπει να αφαίρεσε απ’ όσα είχε πει, γιατί στο κουτάκι της μετάφρασης εμφανίστηκε μια μόνο φράση:
«Όμως εμείς είμαστε υπεύθυνοι για την ασφάλειά σας.»
Ο Καναδός δοκίμασε να ελαφρύνει τη θέση του. Είπε σε ουδέτερο τόνο πως ήθελε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο γιατί έκανε υπερβολική ζέστη κι έπρεπε να κάνει ένα ντους.
Οι υπόλοιποι δεν είπαν τίποτα.
Βγαίνοντας στο παραπλεύρως δρομάκι, άφησαν την Αμερικανίδα, τον Σαντσχίν και τους άλλους δυο Κινέζους σ’ ένα από τα κοσμηματοπωλεία.
Δυο βήματα πιο κάτω, ο Καναδός ζήτησε συγγνώμη. Τελικά ήθελε να μείνει μόνος για να σκεφτεί, και προτιμούσε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο χωριστά.
Εκείνη αναρωτήθηκε αν ήταν μια δικαιολογία για να πάει να βρει τους άλλους. Αν ένιωθε κι αυτός, όπως κι η ίδια, ότι τους είχαν προσβάλει.
Οι τέσσερίς τους πήραν την κατεύθυνση προς το ξενοδοχείο, χωρίς να μιλάνε. Σ’ αυτή την πλευρά του δρόμου, τα μαγαζιά είχαν στενές και σκοτεινές εισόδους και οι αναγουλιαστικές μυρωδιές σφαγείου που έφταναν στο πεζοδρόμιο την έκαναν να φαντάζεται πράξεις ανείπωτης βαρβαρότητας.
«Θέλω να πάω μόνος μου, δεν θέλω να με συνοδεύσεις, αυτό ακριβώς του είπα» ξέσπασε σε μια στιγμή ο Ιταλός. «Δεν ξέρω αν προσβλήθηκε, δεν ήθελα να του βάλω τις φωνές, αλλά μ’ ενοχλεί να μου κανονίζουν συνέχεια το πρόγραμμα!»
«Κι εμένα!» συμφώνησε η Γαλλίδα. «Μ’ όλες αυτές τις μετακινήσεις για να μας δείξουν αξιοθέατα δεν έχω προλάβει να γράψω. Και δεν κατάλαβα καθόλου γιατί έπρεπε να μας φέρουν εδώ.»
Κρυφά ή φανερά, όλοι τους είχαν αναρωτηθεί γιατί οι διοργανωτές επέλεξαν αυτή την επαρχία. Βρισκόταν στη Βορειοανατολική Κίνα, στα πέρατα της γης, κολλητά στη Βόρειο Κορέα. Η φύση άξιζε τον κόπο, αλλά ασφαλώς θα υπήρχαν φυσικές ομορφιές και πολύ πιο κεντρικά.
Εκείνη τη στιγμή, η Ιρλανδέζα σήκωσε τη μηχανή της να βγάλει μια φωτογραφία. Από την απέναντι πλευρά του δρόμου ερχόταν μια γυναίκα φορτωμένη με κάτι σακούλες γεμάτες μελιτζάνες. Η σκηνή είχε κάτι. Τα παράταιρα ρούχα της γυναίκας, το αποκαμωμένο ύφος της, μαζί κι οι μελιτζάνες - πολύ μακριές και με γυριστές άκρες. Μόλις όμως κατάλαβε πως τη φωτογραφίζουν, η άγνωστη έβαλε τις φωνές κι άρχισε να τρέχει όσο της το επέτρεπαν οι βαριές σακούλες της.
«Αυτοί μας φωτογραφίζουν όλη την ώρα, αλλά κοίτα πώς κάνουν όταν πάμε να τους φωτογραφίσουμε εμείς!» σχολίασε ο Ιταλός. «Έπρεπε να ρωτήσω πρώτα» είπε απολογητικά η Ιρλανδέζα. «Γι’ αυτούς τους ανθρώπους είμαστε μάλλον οι κακοί από τη διεφθαρμένη Δύση...»
Η Γαλλίδα γέλασε με το χαρακτηριστικό υψίφωνο γελάκι της. Η ίδια ήξερε ιστορίες από πρώτο χέρι, όπως αυτή που είχε ακούσει από μια καλή της φίλη. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Κίνα πριν από καμιά δεκαπενταετία, η φίλη βρέθηκε σ’ ένα λεωφορείο όπου ένας επιβάτης άρχισε να φωνάζει πως του έκλεψαν το πορτοφόλι. Ο οδηγός σταμάτησε το όχημα, ήρθε η αστυνομία, έγινε σε όλους σωματική έρευνα και ο κλεφτης βρέθηκε. Αντί να τον συλλάβουν όμως, τον εκτέλεσαν επί τόπου.
«Εδώ οι άνθρωποι φοβούνται... Αυτό θέλω να πω!» η Γαλλίδα υπογράμμισε το επιμύθιο με το ίδιο γελάκι.
«Είναι μυθιστοριογράφος η φίλη σου;» πήγε να αστειευτεί ο Ιταλός.
Η Γαλλίδα του έδωσε ένα χαϊδευτικό μπατσάκι.
«Και ψέματα να είναι, η Κίνα είναι παγκοσμίως πρώτη σε εκτελέσεις» είπε η Ιρλανδέζα. «Και η εικόνα που παρουσιάζουν τα στατιστικά στοιχεία είναι πιο κολακευτική απ’ την πραγματικότητα.»
«Πέρα απ’ αυτό, έτσι και φτάσει κανείς στο εδώλιο του κατηγορουμένου στην Κίνα, έχει ελάχιστες πιθανότητες να αθωωθεί» βεβαίωσε η Γαλλίδα.
Ο Ιταλός έκανε μια κίνηση με το χέρι του σαν να ήθελε να σβήσει τον δρόμο από έναν νοητό μαυροπίνακα.
«Σκέτη κατάθλιψη να ζει κανείς εδώ» είπε μουντά.
Η Γαλλίδα ξανάβαλε τα γέλια.
Κάποιος που έχει γεννηθεί εδώ δεν νιώθει απαραιτήτως δυστυχής, βάλθηκε να λέει η Ιρλανδέζα. Δεν έχει facebook, twitter, youtube, για να συγκρίνει με το «Αλλού».
Ξεκίνησαν οι δυο τους μια κουβέντα για το τι ήταν χειρότερο: η λογοκρισία για τους εδώ, που δεν έχουν πρόσβαση στο ίντερνετ ή η παραπληροφόρηση για τους δυτικούς, που έχουν. Για τον Ιταλό, η απάντηση ήταν ξεκάθαρη, ενώ η Ιρλανδέζα επέμενε πως και τα δυο συστήματα ευνοούν τη χειραγώγηση, το καθένα με τον τρόπο του.
Τους άκουγε χωρίς να συμμετέχει, έχοντας θυμηθεί ξαφνικά την ερώτηση που της έκανε το πρώτο κιόλας βράδυ ο ένας Αυστραλός.
«Πώς είναι να γράφεις σε μια τόσο μικρή γλώσσα;»
«Σαν να έχεις γεννηθεί στο λάθος μέρος» θα είχε δώσει ειλικρινή απάντηση σε κάποιον που δεν θα την είχε θίξει, έστω και χωρίς να το θέλει. «Μικρή γλώσσα, αλλά με μεγάλη ιστορία» είχε περιοριστεί να του απαντήσει ψυχρά. Βρισκόντουσαν σ’ ένα πάρκο που ήταν διακοσμημένο με πρωτότυπα φανάρια για τη θερινή σεζόν: γιγάντια κύματα, δελφίνια, καβούρια, κοχύλια και κοράλλια από παπιέ μασέ. Μετά απ’ αυτή τη στιχομυθία, ο πολύχρωμος φωτισμός του πάρκου είχε πάψει να δίνει την ίδια θαλπωρή.
Από μια άποψη, καλύτερα που ο Σαντσχίν δεν είχε μείνει μαζί τους. Κάτι μπορεί να καταλάβαινε απ’ την κουβέντα στα αγγλικά. Της είχε πει πως ζούσε σε μια κοντινή πόλη, που πόση διαφορά μπορεί να είχε απ’ αυτήν εδώ;
«Είχε πλάκα πάντως αυτό που μας είπε» ξανάκουσε τη φωνή της Γαλλίδας, «πως οι Κινέζοι συγγραφείς γράφουν στο σπίτι τους.»
Γράφουν στο σπίτι τους. Η Λιου Σια είχε από καιρό σταματήσει να γράφει. Μια μέρα στο πούλμαν είχε ρωτήσει την Ιρλανδέζα, που ήταν ποιήτρια, αν την ήξερε. Μια Κινέζα ποιήτρια, τη Λιου Σια, που την είχαν για χρόνια σε κατ’ οίκον περιορισμό. Είχε γράψει γι’ αυτήν και η Guardian. Η Ιρλανδέζα δεν την είχε ξανακούσει. Το άρθρο της Guardian αφορούσε κυρίως τον άντρα της, τον συγγραφέα και ακτιβιστή Λιου Σιαομπό, που είχε τιμηθεί στη Δύση με Νόμπελ Ειρήνης. Οι δυο τους είχαν ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της κοινής τους ζωής χωριστά, εκείνος εκτίοντας διαδοχικές ποινές φυλάκισης κι εκείνη στο σπίτι, υπό αστυνομική παρακολούθηση. Μόνο ένα ποίημά της ήξερε κι η ίδια. Το είχε βρει στα αγγλικά, στην ιστοσελίδα του Poetry Foundation, και το είχε μεταφράσει στα ελληνικά. Μιλούσε για άδειες καρέκλες και για τον Βαν Γκογκ - απουσία, καθήλωση και τρέλα.
«Από περιέργεια, έχεις ακούσει για την πλατεία Τιεν Αν Μεν;» στράφηκε τώρα επίτηδες στον Ιταλό. Ο Λιου Σιαομπό ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που είχαν οργανώσει τα επεισόδια διαμαρτυρίας.
«Εκεί έγινε η εξέγερση των φοιτητών στο Πεκίνο, το ογδόντα εννιά» πετάχτηκε στη θέση του Ιταλού η Γαλλίδα. Τελικά ίσως κακώς την είχε υποτιμήσει.
Ο Ιταλός δεν έδειχνε να καταλαβαίνει για τι πράγμα μιλούσαν.
Η Γαλλίδα επωφελήθηκε για να τον πιάσει απ’ τον ώμο: «Είναι πολύ μικρός για να ξέρει.»
«Ήμουν εννιά χρονών το ογδόντα εννιά» συμφώνησε χαρούμενα εκείνος. Ήταν η δεύτερη φορά που έβγαζε τον εαυτό του λάδι. Προηγουμένως για τον τρόπο με τον οποίο μίλησε στον Σαντσχίν, και τώρα για την άγνοιά του.