Ο γυάλινος δρομέας στο κέντρο της πλατείας
ανάμεσα Χίλτον κι Ευαγγελισμού
μ' όλα τα φώτα – τα φρενήρη ΙΧ
κι η κάθε του στιγμή μια λάμψη ευλύγιστη
στη ράγα της ταχύτητάς της που την αναιρεί
Ή είναι οι προθέσεις που σφραγίζουν το αποτέλεσμα
Άλλοτε στην έκρηξη ενός πάθους άλλοτε σε μι' αγάπη
αδυσώπητη σαν θάνατος
Αδύνατον να ιεραρχήσεις το ποτάμι του αίματος∙
αλώβητος να βγεις μέσα απ' τον βούρκο των συμπτώσεων
Κάθε πρωί το μέλλον πλησιάζει
ανταύγειες φορτωμένο αλλόκοτες
κι ανίδεα στις ξόβεργες πουλιά
ενώ ο μικρός τυφλός κορυδαλλός της νιότης
εβένινη σκιά στο ανάριο τραγούδι του έρωτα
Νυχτώνει∙ τσιρίζουν τα νυχτεριδάκια ολόγυρα
τον στόχο δεν τον βλέπουν μα τον νιώθουν
κυνηγώντας τον
Άλλωστε ποιό μυστήριο λύνεται εξηγώντας το;
Κι ο φίνος ο ιστός μιας νάρκης επικίνδυνα γλυκιάς
στα κουρασμένα μέλη αργά απλώνεται
Μονάχα ο γυάλινος δρομέας τρέχει ακόμη
στην ιλιγγιώδη ρότα της μνήμης σου
Τοτέμ βλεμμάτων και διαθέσεων
μαζεύει της ζωής τα τρίμματα
της άγνωστης ψυχής σου τα σκιρτήματα
Γλυπτό του αέναου περισπασμού
κρυστάλλωμα της διάχυσης του νου
και των αισθήσεων
μνημείο του θρυμματισμένου χρόνου σου
Ώσπου μια μέρα ακινητεί∙
τ' ορμητικό ποτάμι που ΄σουν κάποτε εκύλησε
Και σου 'μεινε μονάχα το ίχνος το βαθύ
της άδειας κοίτης του
ένας ουρανός που πια δεν καθρεφτίζεσαι
κι οι πέτρες – λευκές κροκάλες αιχμηρές
σαν μια ζωή αταξίδευτη
Γυμνές είναι οι πατούσες σου γυμνές
Λοιπόν τώρα
Περπάτησε!