Κοσμολογία του Χάρου & άλλα ποιήματα

Μετάφραση: Γιώργος Χουλιάρας
William Kentridge, σχέδιο από τη σειρά «Στερεοσκόπιο» (1998-99) παστέλ και μολύβια σε χαρτί. Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Νέα Υόρκη
William Kentridge, σχέδιο από τη σειρά «Στερεοσκόπιο» (1998-99) παστέλ και μολύβια σε χαρτί. Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Νέα Υόρκη

Η μη­τέ­ρα του εί­χε μεί­νει κα­τά­πλη­κτη, όταν απά­ντη­σε κα­τα­φα­τι­κά σε ερώ­τη­ση αν ακό­μη έγρα­φε ποι­ή­μα­τα σε με­γά­λη ηλι­κία, θυ­μό­ταν ο Τσαρλς Σί­μικ (Charles Simic, 1938) έχο­ντας πε­ρά­σει τα εβδο­μή­ντα. «Επί­σης με ρω­τούν», συ­νέ­χι­σε, «άτο­μα που έχω να δω χρό­νια, ελ­πί­ζο­ντας ίσως ότι εγκα­τέ­λει­ψα αυ­τό το ανό­η­το πά­θος. Αντι­δρούν λες και τα έφτια­ξα με μα­θή­τρια γυ­μνα­σί­ου και πά­με γυ­μνοί για βου­τιές». Άλ­λη τυ­πι­κή ερώ­τη­ση εί­ναι για το πό­τε απο­φά­σι­σε να γί­νει ποι­η­τής, λες και πρό­κει­ται για από­φα­ση που κα­τό­πιν ανα­κοι­νώ­νεις στην οι­κο­γέ­νειά σου, που ωρύ­ο­νται «Θεέ μου, τι κά­να­με για να μας συμ­βεί αυ­τό;». «Πε­ρι­μέ­νουν να ακού­σουν κά­τι ηρω­ι­κό, ενώ εγώ εξη­γώ ότι άρ­χι­σα να γρά­φω ποι­ή­μα­τα όπως κά­θε νέ­ος, που θέ­λει να εντυ­πω­σιά­σει τα κο­ρί­τσια. Και έτσι απα­ντώ για­τί γρά­φω στα αγ­γλι­κά και όχι στη μη­τρι­κή μου γλώσ­σα, κα­θώς θα ήταν δύ­σκο­λο να γοη­τευ­θούν Αμε­ρι­κα­νί­δες χω­ρίς να ξέ­ρουν σερ­βι­κά. Τα ποι­ή­μα­τα που γρά­φω θυ­μί­ζουν παρ­τί­δες σκά­κι, που μου εί­χε μά­θει συ­ντα­ξιού­χος κα­θη­γη­τής αστρο­νο­μί­ας όταν ήμουν έξι ετών στο Βε­λι­γρά­δι, στον πό­λε­μο. Η ποί­η­ση απο­τε­λεί άμυ­να του ατό­μου ενα­ντί­ον κά­θε γε­νί­κευ­σης που θέ­λει να πε­ριο­ρί­σει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σε ένα μο­να­δι­κό εν­νοιο­λο­γι­κό σύ­στη­μα. Ένα όμορ­φο ποί­η­μα εί­ναι ένα μυ­στι­κό που μοι­ρά­ζο­νται δύο άτο­μα που δεν έχουν πο­τέ συ­να­ντη­θεί. Νο­μί­ζω πως κα­μία ιστο­ρία αγά­πης δεν μπο­ρεί να συ­γκρι­θεί με αυ­τό».  Οι τί­τλοι (στα αγ­γλι­κά ) των ποι­η­μά­των που με­τα­φρά­ζο­νται: Charon’s Cosmology, Clouds Gathering, Errata, Labor and Capital, Inner Man, So Early in the Morning, Heights of Folly, Empire of Dreams, On This Very Street in Belgrade, Watermelons, Poem Without a Title, Read Your Fate, My Weariness of Epic Proportions, How to Psalmodize και Eyes Fastened With Pins.

Κοσμολογία του Χάρου & άλλα ποιήματα

Κοσμολογία του Χάρου

Με το αμυδρό φανάρι του μόνο
Να του λέει πού βρίσκεται
Και κάθε φορά ένα βουνό
Φρέσκα πτώματα να φορτώσει

Να μεταφέρει στην άλλη πλευρά
Όπου πολύ περισσότερα υπάρχουν
Θα έλεγα ότι ήδη είναι μπερδεμένος
Για το ποια πλευρά είναι ποια

Θα έλεγα δεν έχει σημασία
Κανείς δεν παραπονιέται πως πρέπει
Τις τσέπες τους να ψάξει
Ένα ξεροκόμματο σε μία λουκάνικο σε άλλη

Πολύ σπάνια ένας καθρέφτης
Ή ένα βιβλίο που το πετά
Πάνω από την κουπαστή στο σκοτεινό ποτάμι
Γρήγορο και ψυχρό και βαθύ

Σύννεφα μαζεύονται

Έμοιαζε το είδος της ζωής που θέλαμε.
Άγριες φράουλες και κρέμα το πρωί.
Ηλιόλουστο κάθε δωμάτιο.
Οι δυο μας περπατώντας δίπλα στη θάλασσα γυμνοί.

Κάποια απογεύματα, ωστόσο, βρίσκαμε πως ήμασταν
Αβέβαιοι για το τι ακολουθεί.
Σαν τραγικοί ηθοποιοί σε θέατρο που έπιασε φωτιά,
Με πουλιά να κάνουν κύκλους πάνω από τα κεφάλια μας,
Τα σκοτεινά πεύκα περιέργως ακίνητα,
Κάθε βράχος που πατούσαμε ματωμένος από το ηλιοβασίλεμα.

Είχαμε επιστρέψει στη βεράντα μας πίνοντας κρασί.
Γιατί πάντοτε αυτός ο υπαινιγμός ενός δυστυχισμένου τέλους;
Σύννεφα με σχεδόν ανθρώπινη μορφή
Να μαζεύονται στον ορίζοντα, αλλά τα υπόλοιπα υπέροχα
Με τον αέρα τόσο μαλακό και τη θάλασσα ήρεμη.

Η νύχτα ξαφνικά πάνω μας, μια νύχτα χωρίς αστέρια.
Εσύ να ανάβεις ένα κερί, να το μεταφέρεις γυμνή
Στην κρεβατοκάμαρά μας και να το σβήνεις γρήγορα.
Τα σκοτεινά πεύκα και το χορτάρι περιέργως ακίνητα.

Παροράματα

Όπου λέει χιόνι
διαβάστε δαγκωματιές παρθένου
Όπου λέει μαχαίρι διαβάστε
διαπέρασες τα κόκκαλά μου
σαν αστυνομική σφυρίχτρα
Όπου λέει τραπέζι διαβάστε άλογο
Όπου λέει άλογο διαβάστε δέμα μετανάστη
Τα μήλα θα παραμείνουν μήλα
Κάθε φορά που εμφανίζεται καπέλο
σκέψου τον Ισαάκ Νεύτωνα
να διαβάζει την Παλαιά Διαθήκη
Αφαίρεσε όλες τις τελείες
Είναι ουλές από λέξεις
που δεν κατάφερα να πω
Βάλε ένα δάχτυλο πάνω από κάθε ανατολή
αλλιώς θα σε τυφλώσει
Εκείνο το άτιμο μυρμήγκι σαλεύει ακόμη
Θα υπάρξει άραγε χρόνος να καταγραφούν
όλα τα προς αντικατάσταση λάθη
όλα τα χέρια όπλα κουκουβάγιες πιάτα
όλα τα πούρα λίμνες δάση και φτάσε
εκείνο το μπουκάλι μπίρας το πιο μεγάλο λάθος μου
η λέξη που επέτρεψα να γραφεί
όταν έπρεπε να είχα φωνάξει
το όνομά της

Εργασία και κεφάλαιο

Το πόσο απαλό είναι αυτό το στρώμα
Του μοτέλ όπου κάναμε έρωτα
Αποδεικνύει με τρόπο εντυπωσιακό
Την ανωτερότητα του καπιταλισμού.

Στο εργοστάσιο κατασκευής, φαντάζομαι,
Οι εργαζόμενοι είναι ευτυχισμένοι σήμερα.
Είναι Κυριακή και εργάζονται επιπλέον
Ώρες, όπως εμείς, χωρίς να πληρώνονται.

Ωστόσο, ο τρόπος που ανοίγεις τα πόδια σου
Και με φτάνεις με το χέρι σου
Με κάνει να σκέφτομαι την Επανάσταση.
Κόκκινα λάβαρα, επίθεση του πλήθους.

Κάποιος ανεβαίνει σε ένα κιβώτιο
Καθώς οι φλόγες τυλίγουν το παλάτι.
Και ο γέρος πρίγκιπας, τον βλέπουν όλοι,
Κάνει ένα βήμα προς τον θάνατό του από εξώστη.

Κοσμολογία του Χάρου & άλλα ποιήματα

Ο μέσα άνθρωπος

Δεν είναι το σώμα
Που είναι ένας ξένος.
Είναι κάποιος άλλος.

Προβάλλουμε το ίδιο
Άσχημο μούτρο
Προς τον κόσμο.
Όταν ξύνομαι
Ξύνεται και αυτός.

Υπάρχουν γυναίκες
Που λένε ότι τον έχουν αγκαλιάσει.
Ένα σκυλί
Με ακολουθεί παντού.
Μπορεί να είναι δικό του.

Αν είμαι ήσυχος, είναι πιο ήσυχος.
Έτσι τον ξεχνώ.
Όμως καθώς σκύβω
Να δέσω τα κορδόνια μου,
Αυτός στέκεται όρθιος.

Ρίχνουμε μία μόνο σκιά.
Τίνος σκιά;

Θα ήθελα να πω:
«Ήταν στην αρχή
Και θα είναι στο τέλος»,
Αλλά δεν είναι σίγουρο.

Τη νύχτα
Καθώς κάθομαι
Ανακατεύοντας την τράπουλα της σιωπής μας,
Του λέω:

«Αν και αρθρώνεις
Κάθε μία από τις λέξεις μου,
Είσαι ένας ξένος.
Ήρθε η ώρα να μιλήσεις.»

Τόσο νωρίς το πρωί

Μου προκαλεί πόνο να βλέπω μια ηλικιωμένη να ανησυχεί
Για λίγα κέρματα έξω από ένα παντοπωλείο –
Πόσο γρήγορα την ξεχνώ καθώς η δική μου θλίψη
Με βρίσκει πάλι – ένας φίλος στην πόρτα του θανάτου
Και η μνήμη της βραδιάς που περάσαμε μαζί.

Είχα τόση αγάπη στην καρδιά μου έπειτα,
Θα μπορούσα να τρέξω στον δρόμο γυμνός
Βέβαιος ότι όποιον συναντούσα θα καταλάβαινε
Την τρέλα μου και την ανάγκη μου να τους πω
Για τη ζωή που είναι μαζί σκληρή και όμορφη,

Αλλά δεν το έκανα – παρά τα ακαταμάχητα πειστήρια:
Ένα κοράκι σκυμμένο πάνω από νεκρό σκίουρο στον δρόμο,
Οι θάμνοι πασχαλιάς που ανθίζουν σε κάποια αυλή,
Και η εικόνα ενός σκύλου ελεύθερου από την αλυσίδα του
Που ψάχνει στον κάδο απορριμμάτων ενός γείτονα.

Ύπατη μωρία

Ω κοράκια που φτερουγίζετε πάνω από το κεφάλι μου κρώζοντας!
Αποδέχομαι πως είμαι, κάποιες φορές,
Ξαφνικά, και χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση,
Υπερβολικά ευτυχισμένος.

Ένα πρωινό κατά τα άλλα χωρίς ήλιο,
Κάνοντας περίπατο αγκαζέ
Και περνώντας από δέντρα σε σχήμα αγχόνης
Με την αγαπητή μου Ελένη,
Που επίσης είναι παράξενο πουλί,

Με μια αίσθηση ότι είχα κληθεί
Επειγόντως, αλλά με ευγενέστατη πρόσκληση
Σε πρόγευμα με φέτες καρπούζι
Και συντροφιά γυμνές και γυμνούς θεούς
Σε ένα στρώμα χιόνι από την προηγούμενη νύχτα.  

Αυτοκρατορία των ονείρων

Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου μου των ονείρων
Είναι πάντοτε αργά απόγευμα
Σε μια κατεχόμενη χώρα.
Μια ώρα πριν από την απαγόρευση κυκλοφορίας.
Μικρή επαρχιακή πόλη.
Τα σπίτια όλα σκοτεινά.
Ξεκοιλιασμένες προσόψεις καταστημάτων.

Βρίσκομαι στη γωνία ενός δρόμου
Όπου δεν θα έπρεπε να είμαι.
Μόνος και χωρίς πανωφόρι
Βγήκα για να ψάξω
Για ένα μαύρο σκυλί που απαντά στο σφύριγμά μου.
Έχω ένα είδος αποκριάτικης μάσκας
Που φοβάμαι να φορέσω.

Σε αυτόν ακριβώς τον δρόμο στο Βελιγράδι

Η μητέρα σου σε μετέφερε
Από τα καπνισμένα ερείπια ενός κτηρίου
Και σε ακούμπησε σε αυτό το πεζοδρόμιο
Σαν κούκλα φασκιωμένη σε καμένα κουρέλια,
Όπου τώρα στάθηκες χρόνια αργότερα
Μιλώντας σε ένα άστεγο σκυλί,
Μισοκρυμμένο πίσω από ένα αυτοκίνητο,
Τα μάτια του ξεχειλίζοντας ελπίδα
Καθώς λίγο προχώρησε, έτοιμο για τα χειρότερα.

Καρπούζια

Πράσινοι Βούδες
Στον πάγκο με τα φρούτα.
Τρώμε το χαμόγελο
Και φτύνουμε τα δόντια.

Εικονογράφηση  Brooke Schnabel (2012)
Εικονογράφηση Brooke Schnabel (2012)

Ποίημα χωρίς τίτλο

Λέω στο μολύβι    
Γιατί άφησες
Να σε χυτεύσουν σε σφαίρα;
Ξέχασες τους αλχημιστές;
Εγκατέλειψες την ελπίδα
Να μεταμορφωθείς σε χρυσό;

Κανείς δεν απαντά.
Μολύβι. Σφαίρα. Με ονόματα
Όπως αυτά
Ο ύπνος είναι βαθύς και παρατεταμένος.

Διάβασε τη μοίρα σου

Ένας κόσμος εξαφανίζεται.
Μικρέ δρόμε,
Ήσουν υπερβολικά στενός,
Πολύ χαμένος στη σκιά ήδη.

Είχες μόνο ένα σκυλί,
Ένα μοναχικό παιδί.
Έκρυβες τον πιο μεγάλο σου καθρέφτη,
Τους ξεντυμένους σου εραστές.

Κάποιος τους απομάκρυνε
Με ανοιχτό φορτηγό.
Ήταν ακόμη γυμνοί, ταξιδεύοντας
Πάνω στον καναπέ τους

Διασχίζοντας πεδιάδα που σκοτείνιαζε,
Κάποιο άγνωστο Κάνσας ή Νεμπράσκα
Με μια καταιγίδα να φουντώνει.
Η γυναίκα ανοίγοντας μια κόκκινη ομπρέλα

Πάνω στο φορτηγό. Το αγόρι
Και το σκυλί τρέχοντας από πίσω τους.
Λες και κυνηγούσαν κόκορα
Με το κεφάλι του κομμένο

Επικών διαστάσεων κούρασή μου

Μου αρέσει όταν
Ο Αχιλλέας
Σκοτώνεται
Και ακόμη και ο φίλος του Πάτροκλος –
Και εκείνος ο θερμοκέφαλος Έκτορας –
Και ολόκληρη Ελλήνων και Τρώων
Η Χρυσή Νεολαία
Λίγο πολύ
Με έμπειρο τρόπο σφαγιάζονται    
Ώστε τελικά επικρατεί
Ειρήνη και ησυχία
(Έχοντας οι θεοί προσωρινά
Σκάσει)
Μπορεί να ακούσει κανείς
Ένα πουλί να τραγουδά
Και μια κόρη να ρωτά τη μητέρα της
Αν μπορεί να πάει στο πηγάδι
Και βεβαίως μπορεί
Από εκείνο το υπέροχο μικρό μονοπάτι
Που περνά
Από τον ελαιώνα

Πώς να ψαλμωδείτε

1. Ο Ποιητής
Κάποιος άγρυπνος όταν άλλοι κοιμούνται,
Που κοιμάται όταν άλλοι έχουν ξυπνήσει.
Ένας αναλφάβητος που υπογράφει τα πάντα με ένα Χ.
Κάποιος που ενώ θα τον κρεμάσουν λέει ένα αστείο.

2. Το Ποίημα
Είναι ένα κομμάτι κρέας
Που κουβαλά ένας διαρρήκτης
Για να αποσπάσει την προσοχή του σκύλου.

Μάτια στερεωμένα με καρφίτσες

Πόσο δουλεύει ο θάνατος,
Κανείς δεν ξέρει πόσο μεγάλη                        
Μέρα έχει. Η μικρή σύζυγος
Πάντοτε μόνη σιδερώνοντας
Πλυμένα ρούχα του θανάτου.
Οι όμορφες κόρες στρώνοντας
Τραπέζι για το γεύμα του θανάτου.
Οι γείτονες παίζοντας
Πινάκλ στην πίσω αυλή
Ή απλώς καθισμένοι στα σκαλιά
Πίνοντας μπίρα. Ο θάνατος,
Εν τω μεταξύ, σε άγνωστη
Περιοχή της πόλης ψάχνοντας
Για κάποιον με άσχημο βήχα,
Αλλά η διεύθυνση κάπου λάθος,
Ούτε ο θάνατος δεν βρίσκει άκρη
Με τόσες κλειστές πόρτες …
Και αρχίζει να βρέχει.
Μεγάλη νύχτα με αέρα έρχεται.
Χωρίς ούτε μια εφημερίδα ο θάνατος
Να καλύψει το κεφάλι του, χωρίς ούτε ένα
Νόμισμα να της τηλεφωνήσει που μαραζώνει,
Ενώ ξεντύνεται αργά, νυσταγμένη,
Και απλώνεται γυμνή
Από την πλευρά του θανάτου στο κρεβάτι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: