[ ΕΝΟΤΗΤΑ Β΄ : ΑΚΑΙΡΕΣ (ή και ΑΣΚΟΠΕΣ) ΣΚΕΨΕΙΣ ]
Μέρος Α΄
[ ΕΝΟΤΗΤΑ Β΄ : ΑΚΑΙΡΕΣ (ή και ΑΣΚΟΠΕΣ) ΣΚΕΨΕΙΣ ]
Μέρος Α΄
Σε μια ακόμα από τις πολλές μάταιες προσπάθειες, το περασμένο καλοκαίρι, να βάλω τάξη στη βιβλιοθήκη μου, όπου έχουν συσσωρευθεί βιβλία και από προηγούμενες γενιές, έπεσα ξανά πάνω σ’ ένα παλιό, σχετικά μικρό, βιβλίο που κάθε τόσο προβάλλει μπροστά μου, σα να μου ζητάει να το διαβάσω. Ο τίτλος του Science and Mathematics in Classical Antiquity, ο συγγραφέας J.L. Heiberg και εκδότης το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (Oxford University Press), το 1922 – δηλαδή εδώ και σχεδόν ένα αιώνα.
Το ξεφύλλισα και είχε πολλά ενδιαφέροντα για τις επιστημονικές αναζητήσεις στην κλασική εποχή, αλλά προχωρούσε και πιο πέρα, στην ελληνιστική και πρώιμη βυζαντινή. Ήταν όντως συναρπαστικά τα όσα ανέφερε για την τεχνολογία στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια (για την οποία έχει αναπτυχθεί μια σημαντική έρευνα, με εκτενή δημοσιότητα, τα τελευταία χρόνια), αλλά αυτό που τράβηξε την προσοχή μου, σε μια φάση που έχω μπλέξει λίγο με την ιστορία της μετάφρασης (όπως θα είδε όποιος διάβασε το κείμενό μου στο «τεύχος» του Οκτωβρίου του Χάρτη), ήταν μια επισκόπηση του μεταφραστικού έργου των Αράβων από τον 8ο ως τον 10ο αιώνα μ.Χ., όταν σαν κατακτητές της Mέσης Aνατολής έρχονται σε επαφή με τον βυζαντινό πολιτισμό, σε μια φάση όπου έχει ξαναγεννηθεί το ενδιαφέρον για την ελληνική αρχαιότητα.
Ήταν ένα πελώριο έργο που καθοδηγήθηκε και χρηματοδοτήθηκε από μια εξουσία, η οποία αντιλήφθηκε την κρίσιμη σημασία της δουλειάς του ταπεινού μεταφραστή για τη συγκρότηση της κοινωνίας και την διαμόρφωση της ιδεολογίας ενός νέου κρατικού σχηματισμού.
Γιατί η ταχύτατη κατάκτηση από τους Άραβες μιας περιοχής με πιο «εξελιγμένο» πολιτισμό, έθεσε στους νέους κυρίαρχους μια σειρά από καινοφανή ζητήματα, που σχετίζονταν με τη διοίκηση, τη νομοθεσία, την επιστήμη και την τεχνολογία, αλλά και με την αποσαφήνιση θεολογικών θεμάτων καθώς αυτή η πιο εξελιγμένη κοινωνία που υποτάχτηκε, υιοθέτησε τη νέα θρησκεία που έφεραν οι κατακτητές μαζί τους.
Για να αντεπεξέλθουν στις νέες αυτές απαιτήσεις, οι κατακτητές υιοθέτησαν και αφομοίωσαν το ήδη υπάρχον υλικό σε όλους σχεδόν τους τομείς της διοίκησης και του πολιτισμού, με μόνη εξαίρεση τη γλώσσα – δεδομένου ότι πολύ γρήγορα τα αραβικά κατέστησαν κοινή γλώσσα των κατακτημένων περιοχών (με εξαίρεση την Περσία). Έτσι, τα έργα της κουλτούρας που αφομοίωσε το Ισλάμ έπρεπε πρώτα να μεταφραστούν.
Από τις σημειώσεις μου μετά την ανάγνωση των σχετικών σελίδων αυτού του μικρού βιβλίου, λοιπόν, αντιγράφω:
Αρχικά, στα χρόνια των Ουμαγιαδών (661-750), μεταφράζονται ορισμένα κείμενα ιατρικής (χρήσιμα για την υγεία των ηγεμόνων) και εν συνεχεία σποραδικά κείμενα της ελληνιστικής παράδοσης από τα συριακά. Μια πιο συστηματική προσπάθεια αρχίζει να γίνεται μετά το 750 με την έλευση των Αβασιδών.
Στα χρόνια της ηγεμονίας του Χαρούν αλ Ρασίδ (786-809) συναντάμε για πρώτη φορά μετάφραση απ’ ευθείας από τα ελληνικά στα αραβικά, με την απόδοση του Ευκλείδη από τον Αλ Χατζάζ. Ο ίδιος, λίγο αργότερα (827-828) στα χρόνια του έβδομου χαλίφη Αλ Μαμούν (813-833), θα μεταφράσει το έργο του Κλαύδιου Πτολεμαίου «Μεγίστη Σύνταξις» (που θα γίνει γνωστή στα αραβικά ως Αλ Μαγέστ, και στη δύση ως Almagest). Ο Αλ Μαμούν μάλιστα μνημονεύεται ως ο χαλίφης που ίδρυσε τον Οίκο της Σοφίας, που περιλάμβανε βιβλιοθήκη, ακαδημία και οικότροφους μεταφραστές.
Την ίδια περίοδο ο Αλ Μπατρίγκ μεταφράζει κι αυτός Πτολεμαίο – αυτή τη φορά πρόκειται για την Τετράβιβλο. Τα πρώτα αυτά επιτεύγματα βρίσκουν άξιους συνεχιστές αλλά και, κυρίως, μια κοινωνία που αναγνωρίζει τη σημασία του μεταφραστικού έργου για τη μετάδοση της γνώσης.
Στα μέσα του 9ου αιώνα οι τρεις αδελφοί Μουσά αφιερώνουν τα πλούτη τους για την απόκτηση ελληνικών χειρογράφων και προσλαμβάνουν μια στρατιά μεταφραστών για την απόδοσή τους στα αραβικά. Την εποχή αυτή εμφανίζονται οι μέγιστοι μεταφραστές φιλοσοφικών και επιστημονικών κειμένων: Ο Χουναΐν ιμπν Ισάκ (809-877), ο οποίος μετέφραζε από τα ελληνικά στα συριακά και στη συνέχεια επέβλεπε τους μαθητές του που μετέφραζαν από τα συριακά στα αραβικά, αλλά και ο ίδιος λέγεται ότι έκανε αυτού του είδους τις δευτερογενείς μεταφράσεις. Από το «γραφείο» του Χουναΐν προέκυψαν μεταφράσεις έργων του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και των Νεοπλατωνικών.
Ο γιος του, ο Ισάκ ιμπν Χουναΐν, μετέφρασε φιλοσοφία, αστρονομία και μαθηματικά από τον Αριστοτέλη, τον Ευκλείδη και τον Αρχιμήδη. Ο Θαμπίτ ιμπν Κούρρα (836-901), που ηγήθηκε σχολής η οποία ασχολήθηκε κυρίως με επιστημονικά κείμενα, μετέφρασε Αρχιμήδη, Ευκλείδη, Απολλώνιο και Πτολεμαίο. Μεταξύ των μεταφραστών των αδελφών Μουσά ήταν και ο Γιουσούφ αλ Χούρι, ο οποίος απέδωσε το χαμένο βιβλίο του Αρχιμήδη περί τριγώνων, τη μετάφραση του οποίου αργότερα επιμελήθηκε και αναθεώρησε ένας γιος τού ιμπν Κούρρα κατά τον 10ο αιώνα.
Στην περίοδο αυτή εμφανίζεται μια δεύτερη γενιά μεταφραστών, από τους οποίους ο πιο γνωστός είναι ο Γιαχία ιμπν Άντι (893-974). Γενικά, οι μεταφράσεις θεωρούνται πολύ ακριβείς, καθώς οι μεταφραστές επέλεγαν την κατά λέξη απόδοση και όχι τόσο την κομψότητα του ύφους. Οι περισσότεροι μεταφραστές δεν ήταν Άραβες, αλλά ντόπιοι της Συροπαλαιστίνης, νεστοριανοί και ιακωβίτες χριστιανοί.
Συνολικά ανάμεσα στο 800 και το 950 μεταφράστηκαν όλα τα έργα του Αριστοτέλη, με εξαίρεση τα «Πολιτικά», τουλάχιστον πέντε από τους σημαντικούς διαλόγους του Πλάτωνα («Τίμαιος», «Πολιτεία», «Νόμοι», «Φαίδων» και «Κρίτων»), έργα σχολιαστών του Αριστοτέλη όπως του Θεόφραστου, του Θεμίστιου και του Αλεξάνδρου της Αφροδισιάδος, καθώς και πολλά νεοπλατωνικά έργα, τα σημαντικότερα των οποίων η «Θεολογία Αριστοτέλους» και το γνωστό ως «Liber de Causis», που αποδίδονταν εσφαλμένα στον Αριστοτέλη (δεδομένου ότι υπήρχε η εντύπωση ότι ο Σταγειρίτης συνέχισε τη δουλειά του Πλάτωνα), αλλά προέρχονταν από τις «Εννεάδες» του Πλωτίνου και από τα «Στοιχεία Θεολογίας» του Πρόκλου αντίστοιχα. Μεταφράστηκαν επίσης και αρκετά κείμενα της στωικής, αλλά και της ερμητικής παράδοσης, καθώς και έργα που αποδίδονταν στον Εμπεδοκλή (ψευδο-Εμπεδοκλής).
Η σύγχυση πλατωνισμού και αριστοτελισμού επιδεινωνόταν και από το γεγονός ότι εν απουσία των «Πολιτικών» του Αριστοτέλη (άγνωστο αν αυτό έγινε από σχέδιο ή ήταν τυχαίο), οι αντιλήψεις για τα θέματα αυτά βασίζονταν μόνο στην «Πολιτεία» και τους «Νόμους» του Πλάτωνα.
Χωρίς να προχωρήσουμε σε θέματα φιλοσοφίας του πρώιμου αραβικού κόσμου, αξίζει να σκεφτούμε πως αυτά τα 150 χρόνια της μετάφρασης στα αραβικά συμπίπτουν με την αναβίωση του ενδιαφέροντος για την αρχαία γραμματεία στην Ευρώπη, όχι μόνο στην ανατολή (Βυζάντιο), αλλά και, σχεδόν ταυτόχρονα, στη Δύση (κράτος του Καρλομάγνου – ο οποίος στέφεται αυτοκράτορας από τον Πάπα το 800 μ.Χ.).
Ο 9ος αιώνας είναι το ξεκίνημα ενός πρώτου «ουμανισμού», που εκπροσωπείται από τον πατριάρχη Φώτιο στην ανατολή και τον μοναχό Αλκουίνο στην Δύση («υπουργό πολιτισμού» του Κάρολου). Σχεδόν ταυτόχρονα επινοούνται και νέα «εργαλεία» για τους γραφείς (είτε αντιγραφείς, είτε μεταφραστές).
Πρόκειται για την τυποποίηση μιας πιο γρήγορης γραφής, σαν μονοκοντυλιά (το συρμαιογραφείν), από όπου προκύπτουν τα «μικρά» (πεζά) γράμματα: Η μικρογράμματη στα ελληνικά και η Καρολίνεια μικρογράμματη (Carolingian miniscule – προς τιμήν του Καρόλου) στα λατινικά. Κι ένα μέρος της αρχαίας φιλοσοφίας και επιστήμης θα περάσει στη δυτική Ευρώπη από μεταφράσεις στα λατινικά αραβικών μεταφράσεων των ελληνικών κειμένων στα χρόνια του χαλιφάτου της Κόρδοβας (10ος αιώνας). Κάτι ενδιαφέρον μάλλον συνέβαινε εκείνον τον καιρό που, θαρρείς, έφερνε τους γειτονικούς κόσμους κοντά: τον ρωμαιοκαθολικό, τον ελληνορθόδοξο και τον αραβοϊσλαμικό.