«Οι λεπτομέρειες είναι χαμένες στη σκόνη του χρόνου…»

«Οι λεπτομέρειες είναι χαμένες στη σκόνη του χρόνου…»

Θα πρέπει να μην ανα­ζη­τώ τα «για­τί» και να εμ­μέ­νω και πάλι στα «πώς» — ακό­μα και με μια χιου­μο­ρι­στι­κή, εν­δε­χο­μέ­νως και αυ­το­σαρ­κα­στι­κή, ίσως μά­λι­στα και ευ­με­νώς (με γαρ­νι­τού­ρα μιαν ανέ­με­λη επι­κεί­κεια) αυ­το­ε­ξευ­τε­λι­στι­κή, διά­θε­ση, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, «Πώς, πού να πά­ρει, βρέ­θη­κα στο Άμ­στερ­νταμ ενώ βρι­σκό­μουν στο Πα­ρί­σι;» Και οι πέ­τρες γύ­ρω μου γνώ­ρι­ζαν την απά­ντη­ση: εάν κα­τα­να­λώ­σεις ικα­νή πο­σό­τη­τα λευ­κού οί­νου, κα­τό­πιν το γυ­ρί­σεις στο ιρ­λαν­δέ­ζι­κο ουί­σκι, κά­νεις διά­λειμ­μα για με­ρι­κές μαύ­ρες μπί­ρες στο Irish Pub της rue de la Bûcherie, και εν συ­νε­χεία, και προς τι­μήν του και εις μνή­μην του, πιεις αυ­τά που ήπιε —και κα­τέ­γρα­ψε σε έναν φά­κε­λο αλ­λη­λο­γρα­φί­ας— την Τε­τάρ­τη, 9 Μα­ΐ­ου του 1962, ο Γκι Ντε­μπόρ (το ντο­κου­μέ­ντο βρί­σκε­ται στον τό­μο Guy Debord, Oeuvres, εκ­δό­σεις Gallimard, σει­ρά Quarto, σ. 597), δεν μπο­ρεί πα­ρά να βρε­θείς στο Άμ­στερ­νταμ ενώ βρι­σκό­σουν στο Πα­ρί­σι, και να μει­διάς με τον εαυ­τό σου, αδια­φο­ρώ­ντας πλέ­ον για τα για­τί και φρο­ντί­ζο­ντας να πε­ρι­πλα­νη­θείς στο ωραία λα­βυ­ριν­θώ­δες Αμ­στε­λό­δα­μον, να φτά­σεις στη Μαύ­ρη Εκ­κλη­σία όπου την προη­γου­μέ­νη εί­χαν απαγ­γεί­λει με­τα­μπήτ­νικς ποι­η­τές και εί­χαν παί­ξει ξέ­φρε­νη τζαζ Τσέ­χοι τζα­ζί­στες, να θυ­μη­θείς ότι ο Γιώρ­γος Κα­κου­λί­δης εί­χε κά­νει το τα­ξί­δι του μέ­λι­τός του στο Άμ­στερ­νταμ όπου, όταν η Λη­τώ, η γυ­ναί­κα του, δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κε ότι μάλ­λον ξο­δεύ­ουν πολ­λά και θα δυ­σκο­λευ­τούν να επι­στρέ­ψουν, ο ανά πά­σα ώρα και στιγ­μή ποι­η­τής Κα­κου­λί­δης πέ­τα­ξε στο κα­νά­λι όλα τα χρή­μα­τα που εί­χαν (το τι έγι­νε με­τά εί­ναι μια άλ­λη ωραία ιστο­ρία που θα γρά­ψω σε με­ρι­κές ημέ­ρες).

Θα πρέπει να μην ανα­ζη­τώ τα «για­τί» και να εμ­μέ­νω και πάλι στα «πώς» — πώς ακρι­βώς, με ποια μέ­θο­δο που οφεί­λω να επι­νο­ή­σω τά­χι­στα και με ποια στρα­τη­γι­κή που θα απο­κλεί­ει τα αμέ­τρη­τα λά­θη που ελ­λο­χεύ­ουν στο επι­κεί­με­νο ερω­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα, θα με­τα­φρά­σω το Άσμα Ασμά­των, και θα το με­τα­πλά­σω κα­τό­πιν, και εν συ­νε­χεία θα το δια­λύ­σω και θα το μο­ντά­ρω προ­σθέ­το­ντας και πα­ρεμ­βάλ­λο­ντας δι­κά μου ερω­τι­κά θραύ­σμα­τα και σμι­λέ­μα­τα και σκα­λί­σμα­τα (όπως μο­ντά­ρου­με το φιλ­μι­κό μας υλι­κό για να φτιά­ξου­με μια ται­νία που να τι­μά τον Γιό­νας Μέ­κας), θα το πα­ρα­δώ­σω στον πα­λιό­φι­λο εξαί­ρε­το παί­κτη/ρέ­κτη τυ­πο­γρά­φο Νί­κο Βο­ζί­κη και στις εκ­δό­σεις Διάτ­των και θα κρα­τώ τον Μάρ­τιο στα χέ­ρια μου ένα πα­νέ­μορ­φο βι­βλίο διά του οποί­ου θα πα­νη­γυ­ρί­σω την έγκαι­ρη και έγκυ­ρη, ευ­λο­γη­μέ­νη και ευ­φρό­συ­νη ανα­νέ­ω­ση ενός πα­λαιό­τε­ρου ανα­πά­ντε­χου ξε­μυα­λί­σμα­τός μου που το εί­χα (βλα­κω­δώς;) λιώ­σει μέ­σα σε μια λά­βα σύ­νε­σης και σω­φρο­σύ­νης, και που το εί­χα πνί­ξει (ανο­ή­τως;) σε μια δω­δε­κα­ή­με­ρη κρα­σο­κα­τά­νυ­ξη; Πώς θα με­τα­φρά­σω το «Φωνὴ ἀδελ­φι­δοῦ μου / ἰδοὺ οὗτος πηδῶν ἐπὶ τὰ ὄρη,/ διαλ­λό­με­νος ἐπὶ τοὺς βου­νούς»; Με τι θα συν­δυά­σω το «Ὡς κρί­νον ἐν μέ­σω ἀκανθῶν,/ οὕτως ἡ πλη­σί­ον μου ἀνὰ μέ­σον τῶ θυ­γα­τέ­ρων» και το «Ὡς σπαρ­τί­ον τὸ κόκ­κι­νον χεί­λη σου / καὶ ἡ λα­λιά σου ὡραία./ Ὡς λέ­πυ­ρον ρό­ας μῆλόν σου/ ἐκτὸς τῆς σιω­πή­σε­ώς σου»; Πώς θα βρω χα­ρα­κτι­κά, για την κό­σμη­ση του βι­βλί­ου, τα οποία θα θυ­μί­ζουν αμυ­δρώς έρ­γα του Έγκον Σί­λε που τό­σο αρέ­σουν στην πη­γή του ξε­μυα­λί­σμα­τός μου και στην θρυαλ­λί­δα της ανα­νέ­ω­σης του ξε­μυα­λί­σμα­τός μου; Κι ακό­μα: πώς σε μια πό­λη όπου οι πά­ντες ξέ­ρουν τους πά­ντες, οι πά­ντες μι­λούν για τους πά­ντες, και οι πά­ντες δεν δια­θέ­τουν την αρε­τή να ευ­τυ­χούν όταν ευ­τυ­χείς, να ξε­μυα­λί­ζο­νται κι αυ­τοί όταν ξε­μυα­λί­ζε­σαι κι εσύ (βε­βαί­ως όχι με την ίδια Πη­γή και Θρυαλ­λί­δα, μην έχου­με φλό­γες ζη­λο­τυ­πί­ας αντί για στρα­φτα­λί­σμα­τα ευ­δαι­μο­νί­ας), σε μια τέ­τοια πό­λη πώς θα μπο­ρέ­σω, με ποια τε­χνι­κή, με ποια συ­μπε­ρι­φο­ρά, να δια­τη­ρή­σω κρυ­φό το εν λό­γω ξε­μυά­λι­σμα για ένα ικα­νό χρο­νι­κό διά­στη­μα ώστε, όπως λέ­ει ο ποι­η­τής Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος «να μην τα­ρα­χθεί κα­νείς»; Και, ας προ­σθέ­σω, να μην πλη­γω­θεί, να μην εκ­μα­νεί, να μην εκρα­γεί, να μην δια­συρ­θεί, να μην συν­θλι­βεί κα­νείς.

Θα πρέπει να μην ανα­ζη­τώ τα «για­τί» και να εμ­μέ­νω και πάλι στα «πώς» — πώς θα εμπλέ­ξω στο βι­βλίο το τα­ξί­δι μου στο Πα­ρί­σι, το έτος 2004, όταν εί­χα νιώ­σει τα πρώ­τα σκιρ­τή­μα­τα αυ­τού που έμελ­λε να απο­τε­λέ­σει το Με­γά­λο Ξε­μυά­λι­σμα του βιω­μέ­νου βί­ου μου, και εί­χα, με την ευ­φρό­συ­νη αφρο­σύ­νη, το σή­μα κα­τα­τε­θέν της ζω­ής μου, σπεύ­σει να βρε­θώ στην Pointe du Vert Galant, στο μέ­ρος που επι­μέ­νω να λέω ότι εί­ναι το πιο όμορ­φο μέ­ρος του κό­σμου, στο μέ­ρος απ᾽ όπου έρι­ξαν στον Ση­κουά­να τις στά­χτες του Γκι Ντε­μπόρ η Αλίς και ελά­χι­στοι πι­στοί φί­λοι δέ­κα χρό­νια πριν, το έτος 1994, στο μέ­ρος όπου τί­μη­σα, ολο­μό­να­χος, τη μνή­μη του, σι­γο­πί­νο­ντας το λί­τρο του πε­πα­λαιω­μέ­νου τσί­που­ρου που εί­χα φέ­ρει μα­ζί μου ακρι­βώς για να το πιω κά­τω από τις πλα­τύ­φυλ­λες κα­στα­νιές και πά­νω από τα νε­ρά του Ση­κουά­να, μα­γε­μέ­νος και πά­λι από την ομορ­φιά αυ­τού του μέ­ρους που δεν θα πά­ψει να με θέλ­γει και που δεν θα πά­ψω να το επι­σκέ­πτο­μαι βα­θιά συ­γκι­νη­μέ­νος.

Θα πρέπει να μην ανα­ζη­τώ τα «για­τί» και να εμ­μέ­νω και πάλι στα «πώς» — πώς, και με ποια ερω­τι­κή σύ­νε­ση, μια σύ­νε­ση που δεν θα αφαι­ρέ­σει ού­τε στά­λα από τη λά­βα του ξε­μυα­λί­σμα­τος, ού­τε μια νό­τα από το βου­η­τό του κα­ταρ­ρά­κτη του χρό­νου, μια σύ­νε­ση που θα δια­σφα­λί­σει τη δια­λε­κτι­κή πυ­ρός και ρο­ής, φω­τιάς και νε­ρού, δια­λε­κτι­κή που διέ­πει την άξαφ­νη ανα­ζω­πύ­ρω­ση εκεί­νου του πα­λαιού ξε­μυα­λί­σμα­τός μου, το οποίο (όχι και τό­σο πα­ρα­δό­ξως) μ᾽ό­λο που έχουν κυ­λή­σει τα χρό­νια και βλέ­πω τα μαλ­λιά μου ν᾽ ασπρί­ζουν (δί­χως να με κά­νουν φρο­νι­μό­τε­ρο) εί­ναι ακό­μα πιο ανο­ξεί­δω­το και στιλ­πνό και πυ­ρω­μέ­νο απ᾽ ό,τι προ δε­κα­ε­πε­ντα­ε­τί­ας, ναι, πώς και με ποια σύ­νε­ση θα φρο­ντί­σω να ορ­γα­νω­θεί έτσι το εν λό­γω ξε­μυά­λι­σμα ώστε να διαρ­κέ­σει και να διαρ­κεί εμπλου­τι­ζό­με­νο και πα­ρά­γο­ντας νέ­ου τύ­που επι­θυ­μί­ες, νέ­ας μορ­φής έρ­γα τέ­χνης, τό­σο δι­κά μου όσο και εκεί­νης που μου προ­κά­λε­σε αυ­τό το ξε­μυά­λι­σμα — διό­τι, όπως ξέ­ρω πο­λύ κα­λά, όπως η ηδο­νή και η οδύ­νη μού έχουν δι­δά­ξει, ο έρω­τας δεν συ­ντη­ρεί­ται μο­νά­χα με σμι­ξί­μα­τα, με φι­λιά και με στα­φύ­λια, με κρα­σί και με τρια­ντά­φυλ­λα, αλ­λά και με το φού­ντω­μα της δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας των ερα­στών, και ακό­μα διό­τι, όπως λέ­ει ο Θεί­ος Νώ­ντας Γο­να­τάς, κρε­μά­με «μι­κρούς κα­θρέ­φτες πά­νω στα δέ­ντρα για να βλέ­πο­νται τα που­λιά».

[ Συ­νε­χί­ζε­ται εις το επό­με­νον ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: