Η ανέχεια του... ντεκολτέ και η ανερώτευτη ανθρωπικότης (!)

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

———————————————

ΣΧΟ­ΛΙΑ ΣΤΑ ΣΧΟ­ΛΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕ­ΦΑ­ΝΟΥ ΚΟΥ­ΜΑ­ΝΟΥ­ΔΗ (12)

———————————————

ανε­πω­μί­δω­τος, 2. Γαλ. decolleté (= décolleté). Ν. Κ. Σ. εν «Εφη­με­ρί­δι» 18 Φεβρ. 1881. – Επει­δή εν τη λέ­ξει ετέ­θη η προ­κα­τει­λημ­μέ­νη υπό των στρα­τιω­τών επω­μίς, ίσως προ­σφυ­έ­στε­ρον απο­βαί­νει το γυ­μνο­τρά­χη­λον, όπερ ιδέ εν τη οι­κεία θέ­σει κα­τω­τέ­ρω.
γυ­μνο­τρά­χη­λος, 2. «το των γυ­ναι­κών γυ­μνο­τρά­χη­λον». Γαλ. decolleté (= décolleté). Κ. Κα­ρα­θε­ο­δω­ρή.


Τε­λι­κά, οι δύο προ­τα­θεί­σες λέ­ξεις δεν μπό­ρε­σαν να υπο­κα­τα­στή­σουν το γαλ­λι­κό ντε­κολ­τέ, το οποίο δεν απέ­φυ­γαν ού­τε οι Γερ­μα­νοί[1] ού­τε οι Άγ­γλοι.[2] Η επω­μί­δα πα­γιώ­θη­κε ως στρα­τιω­τι­κός όρος με τη ση­μα­σία «υφα­σμά­τι­νη λω­ρί­δα που προ­σαρ­μό­ζε­ται εξω­τε­ρι­κά στους ώμους στρα­τιω­τι­κής στο­λής και φέ­ρει δια­κρι­τι­κό βαθ­μού». Με­τα­φρά­στη­κε έτσι το γαλ­λι­κό épaulette, ενώ το αρ­χαίο ἐπω­μίς σή­μαι­νε, εκτός των άλ­λων, «άρ­θρω­ση του ώμου», «ση­μείο στε­ρέ­ω­σης του φο­ρέ­μα­τος στον ώμο». Η με­τά­φρα­ση «γυ­μνο­τρά­χη­λος», την οποία επι­κρο­τεί και ο Κου­μα­νού­δης, βρί­σκε­ται στο Dictionnaire français et grec vulgaire του P. J. Daviers, Πα­ρί­σι 1830, και σε πα­λαιό πε­ριο­δι­κό άπαξ ο συν­δυα­σμός «γυ­μνο­τρά­χη­λες γυ­ναί­κες». Στο Λε­ξι­κόν Γαλ­λο­ελ­λη­νι­κόν[3] το nudicolles με­τα­φρά­ζε­ται «γυ­μνο­τρά­χη­λοι, γέ­νος πτη­νών ως οι γύ­πες». Στο ίδιο λε­ξι­κό, λήμ­μα décolleter, η λε­ξι­κή σύ­να­ψη femme -eé με­τα­φρά­ζε­ται «γυ­νή ξε­στη­θια­σμέ­νη, ήτις αφί­νει γυ­μνά τα πε­ρί τον τρά­χη­λον και το στή­θος». Τη λέ­ξη χρη­σι­μο­ποιεί ο Εμ­μα­νου­ήλ Ροΐδης στα Προ­λε­γό­με­να της πρώ­της έκ­δο­σης (1866) της Πά­πισ­σας Ιω­άν­νας:[4]

«Ο ανα­γνούς την Αυ­ρη­λια­νήν Παρ­θέ­νον, τον Δον Ζουάν ή τους Ιτα­λούς ποι­η­τάς της ΙΣΤ΄ εκα­το­ντα­ε­τη­ρί­δος δεν θέ­λει βε­βαί­ως κα­τη­γο­ρή­σει ως υπέρ το δέ­ον γυ­μνο­τρά­χη­λον την Ιω­άν­ναν». Ο Αν­δρέ­ας Κα­ρα­κα­βί­τσας, Λό­για της Πλώ­ρης, «Οι σφουγ­γα­ρά­δες», χρη­σι­μο­ποιεί τη λέ­ξη με εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή ση­μα­σία: «Οι λα­μνο­κό­ποι στα κου­πιά γυ­μνο­τρά­χη­λοι».

Το ου­σια­στι­κό décolleté απέ­κτη­σε το 1898 τη ση­μα­σία «άνοιγ­μα σε γυ­ναι­κείο ρού­χο που αφή­νει ακά­λυ­πτο τον λαι­μό και την αρ­χή του στή­θους», ενώ η ση­μα­σία για την αντί­στοι­χη πε­ριο­χή του σώ­μα­τος (Partie de la gorge et des épaules laissée nue par le décolleté) εμ­φα­νί­ζε­ται για πρώ­τη φο­ρά το 1922.
Το ντε­κολ­τέ μπο­ρεί να εί­ναι αβυσ­σα­λέο, ανοι­χτό, απο­κα­λυ­πτι­κό, ασύμ­με­τρο, βα­θύ, εντυ­πω­σια­κό, καυ­τό, με­γά­λο, πλη­θω­ρι­κό, προ­κλη­τι­κό, πλού­σιο, σέ­ξι, στρογ­γυ­λό, τε­τρά­γω­νο, τολ­μη­ρό, τρι­γω­νι­κό, σε σχή­μα βε (V, σπά­νια λέ­γε­ται μυ­τε­ρό), χα­μη­λό. Ως συ­νώ­νυ­μα πρέ­πει να προ­στε­θούν οι λέ­ξεις άνοιγ­μα,[5] μπού­στο[6] και κα­ρέ «η πε­ριο­χή πά­νω από το στή­θος· κα­τ’ επέκτ. ντε­κολ­τέ».

Η Μα­ρία Αντουα­νέ­τα με ντε­κολ­τέ φό­ρε­μα σε ηλι­κία 20 ετών (1775). Mου­σείο Antoine Lécuyer

ανε­πω­φε­λώς. Αιών 1883. – Εχρειά­ζε­το η λέ­ξις υπαρ­χού­σης της ανω­φε­λώς πρό­πα­λαι; Τού­το επί πολ­λών των εν τη πα­ρού­ση Συ­να­γω­γή λέ­ξε­ων δύ­να­ταί τις ευ­λό­γως να ερω­τή­ση. Πα­ρά­βα­λε εν τού­τοις τα ανω­τέ­ρω επί­θε­τα ανε­πι­βλα­βής και ανε­πι­κερ­δής, α ίσως θε­ω­ρού­σι τι­νες ως ευ­λό­γως συ­ντε­θει­μέ­να και ου­χί όλως ταυ­τό­ση­μα τοις αβλα­βής και ακερ­δής.

...Στο ερώ­τη­μα αν ήταν απα­ραί­τη­τη η δη­μιουρ­γία του επιρ­ρή­μα­τος ανε­πω­φε­λώς, αφού υπάρ­χει το ανω­φε­λώς, την απά­ντη­ση δί­νει εύ­στο­χα ο ίδιος ο Κου­μα­νού­δης με τα επί­θε­τα που ανα­φέ­ρει στη συ­νέ­χεια και κα­τα­γρά­φει στη Συ­να­γω­γή του. Το ανε­πι­βλα­βής χρη­σι­μο­ποιεί ο Α. Ρ. Ρα­γκα­βής στη με­τά­φρα­ση από τα Γερ­μα­νι­κά του έρ­γου του Ιω­α­κείμ Ερ­ρί­κου Κά­μπε, Πα­τρι­κή συμ­βου­λή προς την θυ­γα­τέ­ρα μου, Αθή­να 1838, σ. 194: «Ο προ­τι­θέ­με­νος σκο­πός εί­ναι δί­καιος και αγα­θός, και ανε­πι­βλα­βής προς έκα­στον άν­θρω­πον». Σή­με­ρα χρη­σι­μο­ποιεί­ται το ση­μα­σιο­λο­γι­κά ισο­δύ­να­μο μη επι­βλα­βής. Ο Α. Ηπί­της στο Γαλ­λο-ελ­λη­νι­κό λε­ξι­κό του (Αθή­να, Α΄ έκ­δο­ση 1911) με­τα­φρά­ζει το inoffensivement με τα συ­νώ­νυ­μα αβλα­βώς, ανε­πι­βλα­βώς.

*

ανε­ρώ­τευ­τη καρ­διά, η. Σπ. Τρι­κού­πης. – Ο Περ. Γ. Ρα­φτό­που­λος τω 1883 έγρα­ψεν ανέ­ρω­τη, αλ­λ’ αυ­τό δύ­να­ται να ση­μαί­νη ό,τι και το ανέ­ρω­το κρα­σί και το ανέ­ρω­το γά­λα.

Ο Σπυ­ρί­δων Τρι­κού­πης δη­μιούρ­γη­σε την πα­ρα­πά­νω ποι­η­τι­κή λέ­ξη με­τα­φρά­ζο­ντας το ποί­η­μα ‘On this Day’ του λόρ­δου Βύ­ρω­να.[7] Ο νε­ο­λο­γι­σμός αυ­τός βρή­κε άξιους μι­μη­τές.[8] Το επί­θε­το ανε­ρώ­τευ­τος αντι­στοι­χεί στο «μη ερω­τευ­μέ­νος», ενώ το ανέ­ρα­στος έχει εμ­φα­νέ­στε­ρη αρ­νη­τι­κή συ­νυ­πο­δή­λω­ση. Ανε­ρώ­τευ­το άτο­μο μπο­ρεί να εί­ναι τό­σο αυ­τό που δεν εί­ναι ερω­τευ­μέ­νο όσο και το μη ερω­τεύ­σι­μο. Συ­χνά ανα­πα­ρά­γε­ται το στε­ρε­ό­τυ­πο της «ανέ­ρα­στης γε­ρο­ντο­κό­ρης», ενώ σπά­νια γί­νε­ται λό­γος για «ανέ­ρα­στο γε­ρο­ντο­πα­λί­κα­ρο». Ανέ­ρα­στη κοι­νω­νία εί­ναι η συ­ναι­σθη­μα­τι­κά ευ­νου­χι­σμέ­νη.
Στο στί­χο Νύ­χτες του κα­λο­και­ριού/Ανέ­ρω­τες[9] δεν μπο­ρεί να εί­ναι οι νύ­χτες «νε­ρου­λια­σμέ­νες». Αντί­θε­τα, ο στί­χος Μνή­μη βα­ριά κι ανέ­ρω­τη/σα θλι­βε­ρός στρα­τώ­νας επι­δέ­χε­ται δι­πλή ερ­μη­νεία. Το παι­χνί­δι με τις λέ­ξεις, με πολ­λα­πλούς συμ­βο­λι­σμούς, βρί­σκε­ται στην απο­θέ­ω­σή του στο ποί­η­μα «Νε­ρο­συρ­μή» [νε­ρο­συ­νειρ­μοί ενά­ντια στη λει­ψυ­δρία των λέ­ξε­ων] του Γιώρ­γου Κα­ρα­ντώ­νη.[10] Ένα μι­κρό πα­ρά­θε­μα: Εξάλ­λου, αυ­τό το ποί­η­μα απευ­θύ­νε­ται σε αυ­τούς που τους αρέ­σουν οι ανέ­ρω­τοι έρω­τες και τα ξε­νέ­ρω­τα πο­τά και όχι σε νε­ρω­μέ­νους ερω­μέ­νους που πί­νουν νε­ρω­μέ­να κρα­σιά που εί­ναι για το νε­ρο­χύ­τη.

*

ανέ­χεια, η (χρη­μά­των). Αλέ­ξαν­δρος Μαυ­ρο­κορ­δά­τος 1824. – Ν. Κο­τζιάς 1858. Ιω­άν­νης Σκαλ­τσού­νης 1895. – Δ. Βι­κέ­λας. – Τη αλη­θεία προ­τι­μώ εγώ ταύ­την την σα­φή και εκ­φρα­στι­κήν λέ­ξιν της πα­λαιάς αχη­νί­ας, ης τα φε­ρό­με­να πα­ρ’ Ησυ­χίω δύο έτυ­μα «από του μη έχειν, ή ότι τα κε­νά ηχεί, απι­θα­νώ­τα­τα όντα απο­βάλ­λει η νε­ω­τέ­ρα Ετυ­μο­λο­γία και συ­σχε­τί­ζει την λέ­ξιν προς τα Λα­τι­νι­κά egeo και egenus.

Πηγή: www.enikos.gr/economy/513124/
Πηγή: www.enikos.gr/economy/513124/

Η ανέ­χεια απο­τε­λεί με­τά­φρα­ση του γαλ­λι­κού gêne, λέ­ξη η οποία απέ­κτη­σε στη γαλ­λι­κή πριν από το 1813 την ει­δι­κό­τε­ρη, απαρ­χαιω­μέ­νη σή­με­ρα, ση­μα­σία «στε­νό­χω­ρη κα­τά­στα­ση λό­γω έλ­λει­ψης χρη­μά­των», «φτώ­χεια, στέ­ρη­ση». Τα όσα ανα­φέ­ρει ο Κου­μα­νού­δης για την αχη­νία απο­τε­λούν έμ­με­σα τεκ­μή­ρια της αρ­χαιο­μά­θειας και λα­τι­νο­μά­θειάς του. Ἀχήν, -ῆνος στον Θε­ό­κρι­το ση­μαί­νει «φτω­χός, άπο­ρος» και ἀχη­νία στον Αι­σχύ­λο «έλ­λει­ψη».
Η ανέ­χεια, χω­ρίς αντί­στοι­χο επί­θε­το, ανή­κει στο απαι­τη­τι­κό λε­ξι­λό­γιο, κα­θώς και η έν­δεια, σε ακό­μα με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό, ενώ η φτώ­χεια[11] συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στο πυ­ρή­να της κοι­νής νε­ο­ελ­λη­νι­κής. Η πρό­τα­ση ζει μέ­σα στη φτώ­χεια εκ­φρά­ζει με ου­δέ­τε­ρο τρό­πο μια συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τά­στα­ση. Με­ρι­κές φο­ρές συ­μπα­ρα­τί­θε­νται τα συ­νώ­νυ­μα φτώ­χεια και ανέ­χεια κυ­ρί­ως για εμ­φα­τι­κούς λό­γους, όπως στις προ­τά­σεις: Η φτώ­χεια και η ανέ­χεια γεν­νούν τη βία. Η ανέ­χεια και η φτώ­χεια των λαϊ­κών οι­κο­γε­νειών.
Το ση­μα­σιο­λο­γι­κό πε­δίο της φτώ­χειας εί­ναι ευ­ρύ­τα­το και βρί­σκε­ται στο επί­κε­ντρο πολ­λών συ­ζη­τή­σε­ων, ιδί­ως στην επο­χή της κρί­σης και της λι­τό­τη­τας. Η απο­ρία, η έν­δεια και η πε­νία χρη­σι­μο­ποιού­νται σε ποι­κί­λα συ­γκεί­με­να. Λέ­ξεις, όπως αδυ­να­μία, αθλιό­τη­τα, ανη­μπο­ριά, δυ­σκο­λία, δυ­στυ­χία, δυ­σπρα­γία, εξα­θλί­ω­ση, κα­κου­χία, μι­ζέ­ρια, πό­νος, στέ­ρη­ση πε­ρι­γρά­φουν πτυ­χές της φτώ­χειας. Όσοι ζουν σε συν­θή­κες ανέ­χειας φυ­το­ζω­ούν. Η πεί­να απει­λεί εκα­τομ­μύ­ρια αν­θρώ­πων ανά τον κό­σμο. Η σχε­τι­κή και η ακραία φτώ­χεια οδη­γούν στον κοι­νω­νι­κό απο­κλει­σμό και σε πλή­θος πα­ρα­βα­τι­κών συ­μπε­ρι­φο­ρών.[12] Από το άλ­λο μέ­ρος, η άνε­ση, η ευ­μά­ρεια, ο πλού­τος, η τρυ­φή και η χλι­δή απο­τε­λούν με­γά­λη πρό­κλη­ση στις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες.

*

αν­θρω­πι­κό­της, η. Ν. Ι. Σαρ. εν Φι­λο­λο­γι­κώ Συ­νεκ­δή­μω 1849. – Ο Κο­ρα­ής τω 1812 εκ­δι­δούς τα Ιε­ρο­κλέ­ους αστεία έγρα­ψε· «του αν­θρω­πι­κού δεν εμπο­ρεί να εί­ναι πα­ρά­γω­γον η αν­θρω­πι­κό­της». Ίδε πλη­ρέ­στε­ρον το χω­ρί­ον εν  λέ­ξει σχο­λα­στι­κό­της.

σχο­λα­στι­κό­της, η. Σκαρ­λά­τος λεξ. 1856. – Ηλί­ας Σ. Στα­θό­που­λος 1857. – Ιω­άν­νης Πα­ντα­ζί­δης 1872. Ν. Κο­ντό­που­λος λ. 1889. – Άγ­γε­λος Βλά­χος λ. 1897. – Ο Κο­ρα­ής τω 1812 εκ­δί­δων τα Ιε­ρο­κλέ­ους αστεία έγρα­ψε εν σελ. λβ΄ τά­δε· «Ως του αν­θρώ­που πα­ρά­γω­γον εί­ναι η αν­θρω­πό­της, δεν εμπο­ρεί να εί­ναι και του σχο­λα­στι­κού η σχο­λα­στι­κό­της, κα­θώς μη­δέ του αν­θρω­πι­κού η αν­θρω­πι­κό­της». – Γραμ­μα­τι­κώ­τε­ροι εμού ας απο­φαν­θώ­σι πε­ρί τού­του.

Το ακρι­βές πα­ρά­θε­μα από τον Κο­ραή εί­ναι το ακό­λου­θο:

Ο Κο­ρα­ής δεν έχει δί­κιο (αυ­τό βέ­βαια το δια­πι­στώ­νου­με εκ των υστέ­ρων) σχε­τι­κά με τη δη­μιουρ­γία του όρου αν­θρω­πι­κό­της ο οποί­ος δη­λώ­νει την «ιδιό­τη­τα του αν­θρώ­που». Η αν­θρω­πι­κό­τη­τα εί­ναι λέ­ξη του απαι­τη­τι­κού λε­ξι­λο­γί­ου και χρη­σι­μο­ποιεί­ται σε εξει­δι­κευ­μέ­νες με­λέ­τες και σε ει­δι­κές πε­ρι­πτώ­σεις για να δη­λω­θεί το «σκε­πτό­με­νο υπο­κεί­με­νο».[13] Στον Εσω­τε­ρι­κό κα­νο­νι­σμό λει­τουρ­γί­ας του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ιω­αν­νί­νων (ΦΕΚ 310/10.3.2005), άρ­θρο 1, §11 γί­νε­ται ρη­τή ανα­φο­ρά στον όρο, ο οποί­ος επε­ξη­γη­μα­τι­κά ενι­σχύ­ε­ται από τη συ­μπα­ρά­θε­ση του επι­θέ­του αν­θρώ­πι­νος: «Στο Πα­νε­πι­στή­μιο δεν επι­τρέ­πε­ται η διε­ξα­γω­γή απόρ­ρη­της έρευ­νας, η οποία φαλ­κι­δεύ­ει την αν­θρω­πι­κό­τη­τα του αν­θρω­πί­νου υπο­κει­μέ­νου».
Η αν­θρω­πι­κό­τη­τα έχει πε­ριο­ρι­σμέ­νη χρή­ση, το επί­θε­το όμως αν­θρω­πι­κός επα­νήλ­θε στη Νε­ο­ελ­λη­νι­κή στο σύ­μπλο­κο αν­θρω­πι­κή αρ­χή (και σπα­νιό­τε­ρα αν­θρω­πι­κό αξί­ω­μα). Κα­τα­γρά­φε­ται για πρώ­τη φο­ρά στο Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών. Πρό­κει­ται για με­τα­φρα­στι­κό δά­νειο του αγ­γλι­κού όρου anthropic principle που δη­μιούρ­γη­σε ο αυ­στρα­λός θε­ω­ρη­τι­κός αστρο­φυ­σι­κός Brandon Carter (γεν­νή­θη­κε το 1942) σε μια πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη ει­σή­γη­σή του στο Συ­μπό­σιο της Κρα­κο­βί­ας που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε το 1973 με την ευ­και­ρία της συ­μπλή­ρω­σης πε­ντα­κο­σί­ων χρό­νων από τη γέν­νη­ση του Κο­πέρ­νι­κου. Ο Carter έδω­σε με τη θε­ω­ρία του ιδιαί­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα στον πα­ρά­γο­ντα «άν­θρω­πος» σε σχέ­ση με την πα­ρου­σία του στο Σύ­μπαν, την προ­νο­μια­κή θέ­ση του οποί­ου εί­χε αμ­φι­σβη­τή­σει ο Κο­πέρ­νι­κος.
Σύμ­φω­να με την αδύ­να­μη αν­θρω­πι­κή αρ­χή (weak anthropic principle) οι συν­θή­κες για την ανά­πτυ­ξη της ζω­ής μαρ­τυ­ρού­νται μό­νο από ορι­σμέ­νες πε­ριο­χές του Σύ­μπα­ντος, ενώ κα­τά την ισχυ­ρή αν­θρω­πι­κή αρ­χή (strong anthropic principle) οι συν­θή­κες για την ανά­πτυ­ξη της ζω­ής βί­σκο­νται μό­νο σε λί­γα Σύ­μπα­ντα από το υπάρ­χον «Πο­λυ­σύ­μπαν».[14]


Stephen Hawking: Ανέ­πτυ­ξε μια προ­κλη­τι­κή θε­ω­ρία σύμ­φω­να με την οποία το Πο­λυ­σύ­μπαν προ­ήλ­θε από πολ­λα­πλές με­γά­λες εκρή­ξεις.

Σχε­τι­κά με το ου­σια­στι­κό σχο­λα­στι­κό­τη­τα πρό­κει­ται για την αι­τια­τι­κή του λό­γιου τρι­τό­κλι­του σχο­λα­στι­κό­της η οποία στη δη­μο­τι­κή έγι­νε ονο­μα­στι­κή του πρω­τό­κλι­του πλέ­ον ου­σια­στι­κού. Η λέ­ξη θα μπο­ρού­σε να έχει δη­μιουρ­γη­θεί από το ήδη αρ­χαίο επί­θε­το σχο­λα­στι­κός ή να με­τα­φρά­στη­κε έτσι το γαλ­λι­κό pédanterie. Η λέ­ξη pédantisme, συ­νώ­νυ­μη της pédanterie, θε­ω­ρεί­ται σή­με­ρα απαρ­χαιω­μέ­νη. Στη Νε­ο­ελ­λη­νι­κή απο­δό­θη­κε ως σχο­λα­στι­κι­σμός[15] και το pédanterie ως σχο­λα­στι­κό­τη­τα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: