«Η ζωή είναι ο χώρος των αναμνήσεων και τα ερείπια της συνήθειας». Με την εμβληματική αυτή φράση ο Ζαν Κοκτώ κάνει μια χαρακιά/πέρασμα από τον εδώ στον άλλο κόσμο, από τη ζωή στο θάνατο, στην ταινία του 1950 που προβλήθηκε αυτό το καλοκαίρι σε νέα κόπια.
Με την ποιητική προσέγγισή του και την εναλλαγή των πλάνων όπου με μοναδικό τρόπο ο κινηματογράφος και το όνειρο παραστασιοποιούν το άφατο. Ο πρώτος στο πανί της οθόνης, το δεύτερο στην παλλόμενη οθόνη του ασυνειδήτου που δονεί ψυχή και σώμα.
Περατάρης σε αυτή τη διάσχιση μια πανέμορφη γυναίκα. Ο Θάνατος είναι εξάλλου γένους θηλυκού (La mort) έλεγε ο Ζακ Λακάν.
Ο ποιητής-πρωταγωνιστής στους ασπρόμαυρους δρόμους του Παρισιού διέρχεται κρίση νοήματος και απουσία έμπνευσης. Παρών σε ένα «ατύχημα» στο οποίο σκοτώνεται ένας νεαρός επίσης ποιητής, «επιλέγεται» από την όμορφη γυναίκα-άγγελο θανάτου να τους βοηθήσει. Αυτό που ακολουθεί είναι ένας στρόβιλος. O «Θάνατος» πηγαινοέρχεται μέσα από τους καθρέφτες. Σ’αυτό το σκοτεινό μέρος με απομεινάρια από τείχη και αψίδες, σαν αρχαία πόλη. Εκεί ο Θάνατος (La mort) θα δώσει ζωή στο νεαρό ποιητή του ατυχήματος ενώ ο πρωταγωνιστής παρακολουθεί άλαλος. Σαφής η διαρκής μετωνυμική αναφορά στο θάνατο και στην αναγέννηση τόσο στην τέχνη όσο και γενικότερα στη ζωή.
Στα χωριά όταν πέθαινε κάποιος σκέπαζαν τους καθρέφτες. Να μην πάρει άλλον. Όσο για τους Ινδιάνους, απαγορεύουν να κοιμάται κάποιος σε δωμάτιο που έχει καθρέφτη. Στη σύγχρονη ψυχαναλυτική εκδοχή η πραγματικότητα είναι ένα κάτοπτρο που κρύβει την επαφή με το μύχιο, το άρρητο που καθοδηγεί τη ζωή εν αγνοία μας… Όταν σπάσει ο καθρέφτης μπορεί κάποιος να αντικρύσει την αλήθεια. Το επέκεινα είναι ο χώρος της αλήθειας, και η ζωή αποτελεί το χώρο των αναμνήσεων, της αναπόλησης και όχι το χώρο της βεβαιότητας όπως νομίζουμε μέσα από την αντανάκλαση της ίδιας μας της εικόνας. Όταν εγκαταστήσουμε μία σχέση ανάμεσα στο «πέραν» και την καθημερινή ζωή μία νέα ισορροπία επέρχεται.
Ο χώρος της αλήθειας είναι ο τόπος του ασυνειδήτου. Ο νεαρός ποιητής που επανέρχεται στη ζωή εκφωνεί από αυτό το «πέραν» στίχους τους οποίους ακούει από το ραδιόφωνο ο πρωταγωνιστής και καταγράφει με μανία τις φράσεις.Η ποίηση έρχεται από τον τόπο του Ασυνειδήτου όπως υποστήριξαν οι σουρεαλιστές. Εξάλλου ο Ζαν Κοκτώ υπήρξε προμετωπίδα της αβάν γκαρντ στο Παρίσι με τον Πικάσο, τον Ελυάρ, τον Απολιναίρ, τον Λακάν, στις συναντήσεις των οποίων διασταυρωνόταν η τέχνη, η φιλοσοφία, η ψυχανάλυση, ο σουρεαλισμός.
Ο Θάνατος αντιπαραβάλλεται και συμπλέκεται με τον Έρωτα. Η γοητευτική γυναίκα μπαίνει τα βράδια στην κρεβατοκάμαρα όπου κοιμάται ο πρωταγωνιστής με την έγκυο νέα γυναίκα του, ενώ φλερτάρει με την αντίπερα όχθη… Ο έρωτας, σαγηνευτικός μέχρι θανάτου, μπλέκει στα πλοκάμια του τον καθημερινό ανίδεο άνθρωπο, έρμαιο του ασυνειδήτου του, καθώς δεν «είμαστε κύριο στον οίκο μας» κατά τον Φρόυντ. Παίζει μέσα από τον χαρακτήρα του «εραστή» σαδιστικά με την σαγήνη φτάνοντας τον «ερωμένο» στα όριά του. Πλην της περίπτωσης όπου ο ερωμένος αναλύσει την θεμελιακή ασυμμετρία μέσα από την μεταβίβαση και αντιστρέψει τους όρους της ισορροπίας οδηγούμενος στην αυτονόμηση –ετερότητα. Είναι ο τρόπος που ο Ζακ Λακάν αναλύει την μεταβίβαση αναλυόμενου-αναλυτή ως σχέση ερωτική και μέσο παραγωγής άρρητης γνώσης, ορμώμενος στο VII σεμινάριό του από την σχέση Αλκιβιάδη Σωκράτη στο Συμπόσιο του Πλάτωνα.
Ο ποιητής μας μπλέκεται στα δίχτυα του Θανάτου, ηδυπαθής και ερωτύλος και καλείται να απαντήσει στο κομβικό ερώτημα που τίθεται: Προτιμά Εκείνη ή τη γυναίκα του; Η κρίσιμη στιγμή της έκβασης της πλοκής. Και τις δύο απαντά εκείνος. Η γυναίκα του πεθαίνει. Δεν μπορεί κάποιος να τα έχει όλα. Έτσι ο πρωταγωνιστής μας βρίσκεται στα μονοπάτια του «Άλλου κόσμου» εξ ου και η αναφορά στο μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Εκεί θα συναντήσει το Ανώτατο Δικαστήριο. Στο χώρο της «τελικής κρίσης» -jugement. Το δικαστήριο τού δίνει χάρη να επιστρέψει με την γυναίκα του. Με μόνη προϋπόθεση να μην την κοιτάζει στα μάτια. Σαφής αναφορά κι εδώ στην αποστροφή που χρειάζεται να κάνει κάποιος από την διαρκή θέαση και εναγκαλισμό με το επέκεινα αφού εκείνη επιστρέφει από εκεί. Μια μέρα κάνει το λάθος να την κοιτάξει στο πρωινό, πάνω από την εφημερίδα. Εκείνη εξοβελίζεται πάλι στα σκοτεινά μονοπάτια και κείνος διανύει εκ νέου την πορεία. Η Γυναίκα που εκπροσωπεί τον Έρωτα -Θάνατο δείχνει να τον συμμερίζεται βαθιά. Επίκληση από τον Κοκτώ σε έναν «αληθινό έρωτα». Του δίνεται η δυνατότητα να βρει τον Δρόμο να γυρίσει για πάντα και μόνο στη Ζωή. Η επιθυμία να είναι και με τις δύο γυναίκες: θανατηφόρα. Χρειάζεται να απομακρυνθεί από τον θάνατο που τον αντίκρυσε πολλές φορές για να πάρει και πάλι τα πάνω της η Ζωή.Η τελική απάρνηση του Θανάτου από τον ποιητή, ως απόφαση αποκοπής από την άβυσσο, με την διέλευσή της, αφού άφησε πρώτα να σαγηνευτεί, τον φέρνει πίσω στην απλή και επιθυμητή με νέο τρόπο καθημερινότητα της συνήθειας. της έλλειψης, της αγάπης, σε αντίθεση με τις μεγαλειώδεις ακινητοποιημένες ερωτικές φαντασιώσεις θανάτου.