Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, άνοιξε το οικοτροφείο. Ανάμεσα στα παιδιά της πρώτης τάξης ήταν ένας μικρόσωμος μαθητής με κοντοκουρεμένα μαύρα πυκνά μαλλιά, μάτια βαθιά, έξυπνα σαν της κουκουβάγιας, πλακουτσωτή μύτη και μάγουλα κατακόκκινα, σπυριασμένα τόπους τόπους. Για αυτό το τελευταίο ευθύνεται το διαβολεμένο κρύο, που, συνεπικουρούμενο από την αφόρητη υγρασία, μετατρέπει τα Γιάννενα σε καταψύκτη τους μήνες του χειμώνα, και όχι η κακή διατροφή του αγοριού. Κανείς δεν θυμόταν το όνομά του, αφού όλοι τον φώναζαν Ζιούνα.
Από την πρώτη μέρα, παρατηρώντας τον, ο διευθυντής είπε: «Κοιτάξτε τον! Τα μαλλιά του θυμίζουν ζιούνα» – ζιούνα στα ηπειρώτικα λέμε το κάστανο. «Ζιούνα, ζιούνα, ζιούνα!» άρχισαν να ουρλιάζουν τα παιδιά και του κόλλησαν το παρατσούκλι.
Εκείνος φόρεσε με αξιοπρέπεια το καινούργιο του όνομα, και σηκωνόταν με προθυμία όταν οι καθηγητές τον καλούσαν στην έδρα: «Να βγει ο Ζιούνας...»
Παρά το... πυγμαίο του ύψους του, καθόταν στο τελευταίο θρανίο, και την άνοιξη, όταν άνοιγε το παράθυρο, είχε τον νου του περισσότερο στον δρόμο παρά στα μαθήματα. «Ζιούνα, συγκεντρώσου», έλεγε ο μαθηματικός. «Ζιούνα, μην κοιτάς έξω». Μια, δυο, τρεις, την τέταρτη τον έστελνε στο μαγειρείο, για να καθαρίσει πατάτες. «Πάλι εσύ εδώ;» τον ρωτούσε η κυρα-Σταυριανή, η μαγείρισσα.
Ως είθισται, στο σημείο αυτό οφείλουμε να εστιάσουμε στη μεσόκοπη γυναίκα για να γεμίσουμε τουλάχιστον τρεις σελίδες με την περιγραφή της. Αν ακολουθήσουμε την ίδια τακτική με τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας μας και στη συνέχεια ασχοληθούμε διεξοδικά με τη δράση, θα έχουμε την ευτυχία να κατασκευάσουμε ένα βιβλίο-τούβλο, με μεγάλη πιθανότητα να εκδοθεί. Ο κόσμος δεν χαραμίζει δεκαπέντε ευρώ σε βιβλία-σαμιαμίδια, γι’ αυτό και οι περισσότεροι εκδότες λατρεύουν τα παχιά βιβλία.
Η κυρα-Σταυριανή, λοιπόν, φορούσε άσπρο σκουφί και ένα φόρεμα σκούρο καφέ, γεμάτο λαδιές. Είχε κάτι χέρια που θύμιζαν λουκάνικα και μάτια πιστά σαν του σκύλου. Στο στόμα της έχασκε ένα χαμόγελο αδειανό από δόντια.
«Κάτσε, Ζιούνα», έλεγε, και του έδινε ψωμί με μια γενναία κουταλιά τοματοπολτό. Εκείνος άπλωνε την πάστα στη χοντρή φέτα και την καταβρόχθιζε με απόλαυση.
Η μαγείρισσα ήταν ο μόνος άνθρωπος στο οικοτροφείο που τον νοιαζόταν. Οι καθηγητές τον έβλεπαν αδιάφορα, και οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν με την πρώτη ευκαιρία. «Πάρε την αρβύλα του Ζιούνα», έλεγαν, και πετούσε ο ένας στον άλλο την αυτοσχέδια από κουρέλια μπάλα που βασάνιζαν στα διαλείμματα. Όλα αυτά ο Ζιούνας τα αντιμετώπιζε στωικά και με κάποια αδιαφορία.
Ένα Σάββατο κοντά στο Πάσχα, ο Ζιούνας ακολούθησε τους συμμαθητές του, που μετά το φαγητό συνήθιζαν να πηγαίνουν στο μοναδικό ποδηλατάδικο της πόλης.
«Πόσο πάει;» έδειξε ένα κόκκινο ποδήλατο στον καταστηματάρχη, έναν ξερακιανό άντρα με κόκκινα μαλλιά.
«Μία πεντάρα η ώρα», είπε εκείνος.
Ο Ζιούνας έδωσε το κέρμα και καβάλησε το ποδήλατο.
«Για δέστε μούτρα για ποδήλατο!» άκουσε πίσω του μια φωνή χαιρέκακη.
Χωρίς να δώσει σημασία, κατηφόρισε νότια. Από τη λίμνη ανέβαινε ένα ελαφρύ αεράκι, που μύριζε γιασεμί. Ούτε που κατάλαβε ο Ζιούνας πώς έφτασε στο Κουτσελιό. Πήρε μια ανάσα μπροστά στον υδροηλεκτρικό σταθμό και έκανε αναστροφή, όταν έπεσε πάνω σε μια μοτοσικλέτα, που ανέβαινε με επιβάτες δύο φαντάρους και ιλιγγιώδη ταχύτητα και τον έστειλε μαζί με το ποδήλατο στην άκρη του δρόμου.
«Βρε αλητάκι, πήγες να μας σκοτώσεις!» τον απογείωσε, τραβώντας τον απ’ τον γιακά, ο οδηγός.
«Εγώ δεν... κύριε. Δηλαδή...»
Εδώ πρέπει να πούμε πως όταν τα έχανε ο Ζιούνας δεν μπορούσε να αρθρώσει πρόταση με νόημα. «Τι είπες;» αγρίεψε ο άλλος.
«Άσ’ τον κάτω, τον βλάκα», είπε ο δεύτερος φαντάρος.
Ο Ζιούνας προσγειώθηκε ανώμαλα στο χωράφι. Μόλις έσβησε ο θόρυβος της άξεστης μοτοσικλέτας, ίσιωσε το κορμάκι του και με μαύρο βλέμμα επιθεώρησε το ποδήλατο, που είχε διπλώσει στα δύο.
Ούτε λόγος να το καβαλικέψει. Σέρνοντάς το και κουβαλώντας το στην πλάτη, ανηφόρισε προς τα Γιάννενα. Έφτασε στο ποδηλατάδικο με το σούρουπο. «Εγώ... Ορίστε αυτό, κύριε...» ακούμπησε στα πόδια του έκπληκτου ποδηλατά το σπάραγμα ποδηλάτου. «Πώς το τσαλάκωσες έτσι;» αγρίεψε εκείνος.
«Δύο φαντάροι, ένα μοτοσακό... ποδήλατο πήρε παραμάζωμα, θέλει ισιώσει...»
«Πώς να ισιώσει αυτό το πράμα; Τι μου λες; Μου κατάστρεψες το βιος!»
«Πόση ζημιά;»
«Τριάντα δραχμές».
«Τριάντα δραχμές;...»
«Πρέπει να τις φέρεις ως το Σάββατο. Αλλιώς, θα πας στον διευθυντή», τον φαρμάκωσε ο ποδηλατάς. Ο Ζιούνας έφυγε τρέχοντας. Είχε σκοτεινιάσει.
Στο οικοτροφείο είχε σημάνει σιωπητήριο. Αν το έπιαναν αργοπορημένο, θα έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του.
Κατηφόρισε προς τον μόλο. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά όταν ξάπλωσε σε ένα πεζούλι δίπλα στο νερό.
Τα αστέρια έλαμπαν από πάνω του. Αναστέναξε και έκλεισε τα μάτια. Η καρδούλα του άρχισε να χτυπάει δυνατά σαν το ρολόι της αρχιεπισκοπής, και ένας πόνος γλυκερός απλώθηκε στο στήθος του.
Την άλλη μέρα τον βρήκαν στα θολά νερά παγωμένο. Κανένας δεν στενοχωρήθηκε, σε κανέναν δεν έλειψε. Μόνο η κυρα-Σταυριανή έκλαψε, καθώς καθάριζε κρεμμύδια. Ακούς εκεί να πεθάνει για τριάντα παράδες!