——————————————————————
ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ/ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
——————————————————————
Τρία εγκαίνια την ίδια μέρα: Αισθητικός πλουραλισμός; Ανάκαμψη και ανάπτυξη;
Τα εγκαίνια μιας εικαστικής έκθεσης είναι πολύ σημαντικό μέρος της ίδιας της τέχνης που πρωτοπαρουσιάζουν σ’ έναν χώρο. Η εποχή του έτους, η ημέρα και η ώρα που επιλέχθηκαν να γίνουν, π.χ., και η σύμπτωση ή όχι με εγκαίνια άλλων εκθέσεων. Το ποιοί και πόσοι παρευρίσκονται, για πόση ώρα, αν γνωρίζονται μεταξύ τους, αν είναι άνθρωποι του εικαστικού χώρου ή του καλλιτεχνικού, γενικότερα, είτε προσωπικότητες κοσμικές και πασίγνωστες.
Από σημειολογική άποψη, τα εγκαίνια μιας καλλιτεχνικής έκθεσης είναι ένας πολύ κρίσιμος συντελεστής της συνάντησης τού έργου με την κοινωνία και την εποχή, με το «σύστημα υποδοχής» δηλαδή και, ως εκ τούτου, είναι ένα «εκτός κειμένου» (non textual) στοιχείου τού έργου τέχνης που, όμως, ενεργεί πολύ σοβαρά στη διαμόρφωση του κεντρικού περιεχομένου, του περιεχομένου νοήματος δηλ. του έργου.
Οι άλλοι παράγοντες είναι το προϋπάρχον ή διαμορφούμενο κύρος τού εκθέτη-καλλιτέχνη, της αίθουσας τέχνης, κοκ, ενώ το κεντρικό «κείμενο» είναι βέβαια τα ίδια τα έργα, με τους συντελεστές δημιουργίας τους· π.χ. αν είναι ζωγραφική είτε κατασκευές, βίντεο κλπ, αν είναι φτιαγμένα με τρέχουσες αισθητικές επιλογές και τεχνικές, είτε με παλιότερες, είτε συνδυαστικά, αν στοχεύουν στην επαφή με τη διακοσμητική των σπιτικών χώρων, είτε με τις προδιαγραφές κάποιων μουσείων και συλλογών, αν συντονίζονται με ευρύτερες μόδες του ίδιου του εικαστικού κυκλώματος, είτε με ιδέες από άλλες περιοχές σκέψης και τέχνης κοκ.
Για όποιον θέλει να ξέρει τι συμβαίνει και τι αξίζει και προς τα πού βαδίζει ένας ζωγράφος και μια τέχνη, τα εγκαίνια είναι μια υποχρεωτική εμπειρία. «Πέρασε ο Μόραλης;», «Ήρθε ο Πιερίδης, ο Βορρές, ο Ιωάννου, ο Πορταλάκης; Οι τεχνοκριτικοί;», ήταν οι πρώτες ερωτήσεις μεταξύ φιλοτέχνων στις πρόσφατες δεκαετίες όταν γιγαντώθηκε η ενσωμάτωση των εικαστικών τεχνών στην νεοελληνική κοινωνία. Άραγε, είναι το ίδιο και στις μέρες μας, τώρα δηλ. στο τέλος (;) τής κρίσης και την αρχή τής ανάκαμψης (;).
Με τέτοιον ορίζοντα πρόσληψης συνεπώς ξεκινά κανείς να δει τις εκθέσεις και αποφασίζει για το περιεχόμενο των εκθεμάτων και, περαιτέρω, για το πώς διαμορφώνεται η αξία τού έργου, τού ζωγράφου, της γκαλερί, των αγοραστών – όταν και εφόσον υπάρχουν και αυτοί, γι' αυτό άλλωστε ψάχνουμε τα σημαδάκια δίπλα στα εκθέματα που δηλώνουν διαθεσιμότητα η πώληση.
Τις προάλλες, μέσα Νοέμβρη – δηλ. κεντρική εποχή ως προς τον ετήσιο κύκλο εκθέσεων – είχαμε τρία ταυτόχρονα εγκαίνια σε επιφανείς χώρους, και αυτό από μόνο του ήταν μια ένδειξη. Και δεν ήταν από γκαλερί που είναι κοντά-κοντά ώστε να βοηθούν τον «περίπατο» από τη μια στην άλλη και το «ξεσήκωμα» των κατοίκων των προαστείων για να κατεβούν είτε να ανεβούν στο κέντρο «μια και καλή». Ήταν τρεις εκθέσεις ομαδικές, με θέμα, όχι με έναν και μόνο εκθέτη όπως τα παλιότερα χρόνια, που σημαίνει ότι είναι πολυσυλλεκτικές, ότι δεν βασίζονται σε ατομική λάμψη ενός καλλιτέχνη και μόνο, ότι επίσης εκθέτουν ένα συνεκτικό θεωρητικό θέμα και όχι μόνο πίνακες, ότι είναι πιο σοβαρές και στοχαστικές εκθέσεις, σαν των πινακοθηκών και των μουσείων λ.χ.
Αναφέρομαι στις εκθέσεις «Από τη Σελάνα στο Moon Hoax» (Φωκ. Νέγρη 16 – Συλλογή Φέλιου, Κυψέλη), «Ίχνη» (Γκαλερί «Έρση», Κολωνάκι) και «Gone today, here tomorrow» (Υπηρεσιακή αυλή, Μέγαρο Μουσικής).
Ανομοιογενείς οι τρεις αυτοί χώροι που συνδέθηκαν με την σύμπτωση ημέρας εγκαινίων και με το ότι είναι και «ομαδικές», με θέμα-πλατφόρμα.
Ο καλοδιαμορφωμένος χώρος της Φωκίωνος Νέγρη με το στίγμα του δηλώνει ως επιλογή μια επιστροφή στην κλασική προπολεμική Αθήνα, διότι εκεί ήταν το αριστοκρατικό κέντρο, όχι στο Κολωνάκι ή στην Κηφισιά κλπ. Διευθύνεται από τον ίδιο τον μεγαλοσυλλέκτη Σ. Φέλιο, που ήδη έχει εκθέσει την σημαντικότατη συλλογή του σε μεγάλα μουσεία εδώ και στο εξωτερικό και κατέχει ίσως τα εμβληματικότερα έργα τής «δημιουργικής ζωγραφικής με συμβατικά εκφραστικά εργαλεία» (Δ. Δασκαλάκης, Χρ. Μποκόρος, Γ. Ρόρρης, κ.ά.) και, ως εκθεσιακή δραστηριότητα κινείται με επιλεγμένες, σημαντικές εκθέσεις, σε ανάλογο κλίμα με το Μουσείο Φρυσίρα στην Πλάκα και η Πινακοθήκη Κουβουτσάκη στην Κηφισιά παλιότερα. Ζωγραφική, πάση θυσία.
Υπό αυτόν τον «ορίζοντα υποδοχής», λοιπόν, είδαμε την έκθεση, η οποία μάλιστα είχε καινοτομίες οργανωτικές, δηλ. είχε επιμελήτρια την έμπειρη γκαλερίστα Ελισάβετ Σακαρέλη, και προλογικά κείμενα καταλόγου από τον καθηγητή Δ. Νανόπουλο και τον εξέχοντα δημοσιογράφο εικαστικών / αρχιτεκτονικών θεμάτων Ν. Βατόπουλο.
«Η Σελήνη βρίσκεται στο θεματικό επίκεντρο με όλες τις συνδηλώσεις, μεταφορές, αλληγορικές εκδοχές, σύγχρονες μεταγραφές, υποκειμενικές μεγεθύνσεις και εικονογραφικές ελευθερίες…», διαβάζουμε στις προθέσεις. Τα ίδια τα εκθέματα τώρα, ήταν πράγματι στον ορίζοντα που προδιαθέτει ο τίτλος αλλά και μέσα στην εσωτερική καλλιτεχνική γλώσσα του καθενός, ιδίως όσων έχουν προβληματισμό για το φως. Του Κ. Παπανικολάου ήταν γοητευτικά, για το δικό μου βλέμμα, το θέμα τον εκφράζει πολύ. Της Η. Αγγελή καλοφτιαγμένα νυχτερινά τοπία –τίποτε συγκλονιστικό–, της Π. Ασαργιωτάκη εσωτερικά-προσωπογραφίες, δεν μιλούσαν με το θέμα. Της Μαριλίτσας Βλαχάκη εξαιρετικά νυχτερινά θέματα, με ιδιαίτερη μαστοριά και με αίσθηση ότι κάτι νέο κομίζουν. Όμορφη έκθεση, αξίζει τον κόπο και όχι μόνο για τους γείτονες της περιοχής, εννοείται. Και τα κείμενα του Βατόπουλου ερευνητικά, μεταδοτικά, με γνώση των εικαστικών προδιαγραφών. Κόσμος; Πολύς, σαν από άλλες εποχές. Και σχετικός.
Με τη μοτοσικλέτα έφυγα και πήγα να προλάβω τα εγκαίνια στην «Έρση». Παλιά γκαλερί, ήδη στα χέρια της δεύτερης γενιάς (όπως και ο γειτονικός «Αστρολάβος», η «Ζουμπουλάκη» κ.ά.), με γενικότερο κύρος και καλές θεματικές εκθέσεις στο βιογραφικό της. Εν προκειμένω το θέμα «Ίχνη» –«…αίσθηση που αναδύεται από τις εικόνες και η υλικότητα της γραφής είναι ο βασικός ιστός συνομιλίας των έργων...»– ταίριαζε πολύ αλλά όχι για όλους τους μετέχοντες (Γιώργος Λαζόγκας, Γιώργος Λάππας, Κωνσταντίνος Ξενάκης, Δημήτρης Χιωτόπουλος). Κατεξοχήν για τον Γιώργο Λαζόγκα, που είναι ένας κορυφαίος ζωγράφος του σχεδίου, ταλέντο με σημασία για τη νεοελληνική ζωγραφική συνολικά, είχε τα πιο ελκυστικά στο βλέμμα έργα. Και του Κωνσταντίνου Ξενάκη έδειχναν πράγματι τη σχέση ίχνους και γραφής.
Νόμιζα ότι δε θα προλάβαινα, αλλά τα κατάφερα να πάω και στο Μέγαρο· εδώ, το ιδιότυπο αυτό κέντρο τέχνης διευθύνει η Άννα Καφέτση –η αυτοπροσδιοριζόμενη ως «ιδρυτική διευθύντρια»(!) του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης μέχρι πριν λίγα χρόνια– και ήδη πιστώνεται προσεγμένες και προωθημένες αισθητικά εκθέσεις στον χώρο αυτόν.
Το κλίμα βέβαια τελείως διαφορετικό από τους δύο προηγούμενους χώρους. Με πάρκιν, με είσοδο αυτόνομη και με περιπλάνηση σε τεράστιους υπόγειους χώρους υπό την καθοδήγηση, ευτυχώς, από πλήθος φυλάκων/ξεναγών, συναντήσαμε τα ευρηματικά –κατά την παράδοση του είδους– εκθέματα μέσα σε φαραωνικούς, υπερμεγέθεις χώρους, κάτι σαν επεμβάσεις γλυπτικής ή αρχιτεκτονικής. Από τα προκαταρκτικά μαθαίνουμε ότι «…Η έκθεση επανεξετάζει το ζήτημα της πρόσληψης μιας έκθεσης ως εφήμερου εικαστικού θεσμού και επανακαθορίζει τον ορίζοντα των προσδοκιών των θεατών. Με βίντεο και εγκαταστάσεις, εκ των οποίων τρεις νέες παραγωγές, η επιλογή των πέντε καλλιτεχνών θέτει στον πυρήνα της έκθεσης το ζήτημα της θέασης με νέους όρους και μέσα από εργαλεία όπως η σωματικότητα του καλλιτέχνη, η ύπνωση, η φαντασιακή διάσταση του αρχείου… συνεχίζει τον διάλογο με τον τωρινό θεατή της έκθεσης αφήνοντας ανοιχτά ερωτήματα… με αναφορές σε μεγαλύτερα σύμβολα και έννοιες, τα έργα λειτουργούν ως ερωτήματα που μένουν ανοιχτά για να συμπληρώσει ο θεατής τη δική του εκδοχή της ιστορίας…»
Μια επιγραφή από βιντεοπροβολή πάνω σε τεράστια επιφάνεια, κάτι παραβάν, κάτι υλικά οικοδομής σε αποθήκες που δεν μάθαμε αν ήταν εκθέματα… Δεν είναι να αναρωτηθεί κανείς πολλά-πολλά· αυτές οι πολυέξοδες εκθέσεις εκφράζουν κρατικοδίαιτους καλλιτεχνικούς φορείς που θέλουν να δείξουν μοντερνισμό, προκαταβολική και κατευθυνόμενη αποδοχή τού υποτιθέμενου καινούριου. Τις διακρίνει διακοσμητική επινοητικότητα, σαν τρυκ μιας μεγάλης βιτρίνας πολυεθνικής εταιρείας, κάπως σαν ντιζάιν μεγάλης κλίμακας, που στο μεταξύ είναι αυτό ακριβώς που ήθελαν να πολεμήσουν οι ντανταϊστές των αρχών τού 20ού αιώνα, την κληρονομιά των οποίων αξιοποιούν τώρα αισθητικά τέτοιες εκθέσεις, με νοητικό –κατά πρόθεσιν– περιεχόμενο την κοινωνική εναντίωση/διαμαρτυρία και τα υπό προστασίαν εναλλακτικά κοινωνικά κινήματα.
Είναι προφανές ότι οι τρεις αυτές εκθέσεις εγκαινιάστηκαν μεν την ίδια μέρα, όμως απευθύνονται σε διαφορετικό κοινό. Πιο κατανοητά και δημοφιλή τα έργα της πρώτης, έργα ζωγράφων καθιερωμένων από χρόνια, παρά την ιδιαίτερη εικαστική γραφή τους στη δεύτερη και σχεδόν άγνωστοι – είτε πολύ ιδιαίτερης δημόσιας πορείας – οι καλλιτέχνες που εκθέτουν στο Μέγαρο. Από μια άποψη, οι τρεις αυτές αισθητικές κατευθύνσεις εκπροσωπούν και συναποτελούν και το πανόραμα της εικαστικής σκηνής σήμερα.