Η τέχνη του λόγου και η ψυχανάλυση αποτελούν εργαλεία με τα οποία προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τον κόσμο των αισθήσεων, σκέψεων, συναισθημάτων. Υπάρχει κάτι το «άπιαστο», κάτι το «ανερμήνευτο» στην Ποίηση, στη δημιουργική δραστηριότητα, όπως στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, στο όνειρο, στην ψύχωση. Ο ποιητής έρχεται σ’ επαφή με τον ψυχοσυναισθηματικό κόσμο του, γίνεται «Ανοιχτός νους (Open minded)» και μέσω της διαίσθησης, της αίσθησης, του συναισθήματος ψάχνει λέξεις να εκφραστεί. Οι λέξεις και οι μεταφορές ονοματίζοντας την ιδέα, το συναίσθημα, του δίνουν εξωτερικευμένη μορφή και οντότητα, το λειαίνουν, το κοινωνούν. Αυτό αφορά στη μαγεία, στις θεραπευτικές ιδιότητες της ποιητικής δημιουργίας.
Στο Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, της Χλόης Κουτσουμπέλη, το Ντεσπερέ σηματοδοτεί απόγνωση. Στο εξώφυλλο ο πίνακας του Εντγκάρ Ντεγκά παραπέμπει σε ομιχλώδες ονειρικό τοπίο. Ο τίτλος «Μαρίνα», απάγκιο γαλήνης, τόπος ταξιδιών και αναχωρητών αλίμονο. Κατά τον Φρόυντ, το όχημα στο όνειρο συμβολίζει θάνατο. Στο οπισθόφυλλο το ατμόπλοιο αφήνει πίσω καπνό αναχώρησης. Η συλλογή είναι αφιερωμένη στον αναχωρητή Βασίλη. Η Χ.Κ. εμπιστεύεται την ποίηση στη διαχείριση της οδυνηρής ενδοψυχικής συνθήκης. Πετυχαίνει να μας προσφέρει μια πραγματεία του τραύματος απώλειας αγαπημένων, όπως και ερωτικού και ενδοοικογενειακού, αξιοποιώντας δημιουργικά και εντάσσοντας οργανικά στο σώμα των ποιημάτων αρχετυπικές μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Με γενναιότητα και τόλμη εκθέσει γυμνή την γυναικεία ψυχή, ψαχουλεύει ανάμεσα σε ασύνειδες απωθήσεις και ψυχικούς μηχανισμούς άμυνας και ανασύρει τραυματικό ψυχικό υλικό, το φανερώνει αναπλάθοντάς το με όχημα τον ποιητικό λόγο και μας το κοινωνεί, αναμοχλεύοντας δικά μας τραύματα.
«Με λένε Τζέιν, Τζέιν Μποντ», διαβάζουμε στον «Πρόλογο», «Κρατώ ομπρέλα». Γιατί άραγε; Μήπως για τη μαγική της ιδιότητα, για να κατορθώσει ως άλλη Μαίρη Πόπινς, να υπερίπταται της οδύνης, να μπορέσει να μιλήσει για τα ανείπωτα, έστω μέσω της ποιητικής γραφής και ευφάνταστων μεταφορών να πετύχει εξωτερίκευση και ή δυνατόν λύτρωση;
«Φορώ το φόρεμα με τις πιτσιλιές,/ επάνω του τα ίχνη των χεριών/ που υπήρξες» (σ. 11). Το ποιητικό υποκείμενο συνομιλεί με το εκλιπόν προσφιλές πρόσωπο στην προσπάθεια να διαχειριστεί το πένθος, εκφράζει αισθήματα κενού, αυτοσαρκάζεται μπρος στο αίσθημα αυτολύπησης «και το καλύτερο κατοικίδιο είναι/ η αυτολύπηση» (σ. 12), εκφράζει πόνο αναπολώντας αγάπη, από την οδύνη αισθάνεται κορμί χωρίς σώμα, «απεγνωσμένα του ζητά/ συμβόλαιο αναστήλωσης/ για ένα κορμί/ που έχασε το σώμα του» (σ. 19).
Το πένθος αναμοχλεύει και αναβιώνει παιδικά τραύματα και το ποιητικό υποκείμενο καταθέτει εμβληματικά ποιήματα ενδοοικογενειακού προβληματισμού με ζοφερό συναισθηματικό κλίμα, με μητέρες ανεπαρκείς στον γονεϊκό ρόλο, όπου ο «αρκετά καλός γονέας» κατά τον Ντόναλτ Γουίνικτ εκλείπει κι εσωτερικεύεται μια αρνητική εικόνα του γονιού και κατ' επέκταση του εαυτού. Άλλοτε πάλι ο γονέας δεν υπάρχει ούτε ως φυσική παρουσία.
«Μπαμπά, μη φεύγεις!/ φώναξε η μικρή Γουέντυ,/ αυτός όμως μετεωριζόταν/ ψάρι με πτερύγια στο ποτάμι» (σ. 33). Ποιήματα, όπου κόρες επιστρατεύουν το φαντασιακό, το φεγγάρι για να νιώσουν πριγκίπισσες των πατεράδων. Ποιήματα αναφορές στο Σύνδρομο της Ηλέκτρας, που αγγίζουν απωθημένα ερωτικά συναισθήματα του κοριτσιού προς τον πατέρα κι ασύνειδες ενορμήσεις παράκαμψης του ταμπού της αιμομιξίας, που σκιαγραφούν οικογενειακές δυναμικές που κουρελιάζουν την παιδική ψυχή δια βίου, που ο υπαινικτικός σπαρακτικός λυγμός τους μας διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Διαβάζουμε στο «Φεγγάρι»// «Ο μπαμπάς μου μύριζε στρατιωτική στολή. Βουλιάζαμε/ συνέχεια και το σεληνιακό έδαφος μας απορροφούσε. / Τα δυο σώματά μας αγκαλιά σχημάτιζαν ένα ολοστρόγγυλο/ φεγγάρι. Είπαμε να παραποιήσεις τις αναμνήσεις,/ είπε ο ψυχολόγος, όχι όμως και τόσο πολύ./ Εσύ προσποιείσαι αγάπη» (σ. 27).
Στο ποίημα «Η ντροπή»
μας καθηλώνει το ερώτημα ολόγυμνο: «Όταν η αφρισμένη θάλασσα ορμάει μέσα,/ φέρνει συχνά τα δώρα της./ Ένα μαξιλάρι παιδικό με κεντημένο το όνομα Βασίλης./ Υπήρξε, άραγε, ποτέ αδελφός;/ Υπήρξε μητέρα, πατέρας, οικογένεια/ ή πάντα ο Μαύρος Πόντος καταπόντιζε;» (σσ. 47-48).
Όμως «Η Αλίκη ανακάμπτει», ίσως γιατί αμβλύνθηκε κάπως το πένθος, ίσως γιατί το απώθησε καθώς δεν το άντεχε, ίσως γιατί αμύνεται με την καταφυγή στο φαντασιακό και στο ονειρικό και αρχίζει να διερωτάται και να στοχάζεται, για τη ζωή, για τον έρωτα. Ωθεί την ποιητική σύλληψη σε ερωτικές ματαιώσεις και τραύματα γυναικών, σε ερωτήματα για το νόημα της ζωής. Ρωτά το μαύρο καπέλο: «πόσες καρδιές έχει μια Ντάμα όταν κλαίει./ Τι είναι αυτό που σε κρατάει ζωντανή;» (σ. 17). Γράφει στο «Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ»: «Αγαπημένε,/ ήσουν απελπιστικά αθώος,/ ανυπεράσπιστα ένοχος,/ τις νύχτες ζωγράφιζες ελάφια,/ έκλαιγες μετά καθώς τα σκότωνες,/ γέμιζαν σκάγια τα σεντόνια» (σ. 28)· και συνεχίζει πιο κάτω: «Ξένε, όταν διαβάσεις το σημείωμα αυτό,/ θα γίνεις λαθραναγνώστης./ Κανίβαλος θα τραφείς από τη σάρκα μιας αγάπης./ Θα σου θυμίσει μια δική σου./ Καμία σχέση» (σ. 29).
Το ύφος της ποιητικής γραφής τής Χ.Κ. συναισθηματικά αποστασιοποιημένο σε πρώτο επίπεδο, λιτό, με κάποια υποδόρια ειρωνεία και αυτοσαρκασμό ενίοτε. Κι όμως σε ένα δεύτερο επίπεδο βοά και μας κατακλύζει, βαθύτατα σπαρακτικό. Ίσως γι' αυτό διαβάζοντας «Το σημείωμα» οι συνειρμοί πάνε στους στίχους «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,/ πού κάπως ξέρεις από φάρμακα» (Κ.Π. Καβάφης). Η Κουτσουμπέλη έχει εδραιώσει το δικό της ύφος και τρόπο γραφής με άρτια τεχνική και αυτό καθ' αυτό είναι ένα επίτευγμα στην προαγωγή της τέχνης του λόγου. Ωστόσο αυτό που κυρίως εντυπωσιάζει στην ποίησή της και κάνει τις λέξεις της να αγγίζουν σαν κοφτερό λεπίδι, είναι η ποιητική του ψυχικού τραύματος και ο τρόπος που το θεάται και το πραγματεύεται. Σαφώς έχει μεγάλη σημασία το πως το λες, πώς εκφέρεις τον λόγο και μάλιστα τον ποιητικό – «λογοτεχνία κάνουμε», για να επικαλεστώ στίχο της. Ωστόσο θεωρώ ότι το κυρίως ζητούμενο είναι το τί λέμε, γιατί ποίηση χωρίς νοήματα όσο άρτια και αν είναι από τεχνικής πλευράς δεν θα μπορούσε να μας αγγίξει. Άλλωστε, νοήματα ενέχει και ο σουρεαλιστικός λόγος και η ονειρική συνθήκη και το ψυχωσικό παραλήρημα. Και βεβαίως υπάρχει και ο διαισθητικός λόγος με ασύνειδα νοήματα, όπως υπάρχει η διαισθητική σκέψη, κατανόηση, γραφή που εκφέρονται συνήθως με τον συνειρμικό λόγο.
Συμβαίνει να μας αρέσει κάτι χωρίς να κατανοούμε ακριβώς γιατί. Και όμως υπάρχει κάτι που συλλάβαμε, εκείνο το διαισθητικό κάτι που μας άγγιξε σαν αεράκι ή σαν λεπίδι.
Ο Μπόρχες γράφει: «Ξέρω σίγουρα ότι νιώθουμε την ομορφιά ενός ποιήματος πριν καν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το νόημά του» (Η τέχνη του στίχου). Αυτό μπορεί να αφορά σε νοήματα που έχουμε προσλάβει διαισθητικά, όπως στη μουσική, όπως σε ακατάληπτο ονειρικό υλικό π.χ.
Οι λέξεις της Κουτσουμπέλη όχι μόνο θρύβουν νοημάτων, ορισμένα από τα οποία δεν έχει συνείδηση ούτε η ίδια, όπως συμβαίνει στον καθένα μας, αλλά ματώνει με την αλήθεια της, καταβυθίζεται για να τα ανασύρει από περιοχές απωθημένες και να μας τα φανερώσει ανοίγοντας διόδους στο τραύμα και στην πηγή του.
«Η Αντιγόνη γερνάει», ένα ποίημα σε 10 υποενότητες και σε συνέχεια του προηγούμενου ποιητικού βιβλίου, κατέχει κομβική θέση. Το ποιητικό υποκείμενο στοχάζεται και αναστοχάζεται μέσα από την αρχετυπική μορφή της Αντιγόνης, που συμβολίζει το ηθικό μας έρμα, την ευθύνη για τους ανθρώπους μας ζώντες και τεθνεώτες. Εδώ το αίσθημα ενοχής της Αντιγόνης μετατοπίζεται στη ζωή που δεν έζησε κυρίως, «τα έμβρυα που δεν κυοφόρησε ποτέ./ Τα αποκαλεί γραφή» (σ. 44). Η Αντιγόνη εκφράζει την ανησυχία της για τη ζωή και τους ζώντες, για το μέλλον του κόσμου, «Η μεγάλη Πολική νύχτα απλώνεται στον κόσμο./ Το χιόνι λευκή αρκούδα θα καταπιεί την γη» (σ. 45). Διατυπώνει υπαρξιακό προβληματισμό και θέτει ερωτήματα για το επέκεινα· «και ό, τι χάνεται στην επιφάνεια/ κερδίζεται κάτω από το χώμα που ασταμάτητα γεννοβολά;» διερωτάται η Αντιγόνη και μας κλείνει το μάτι με τον στίχο «Δεν γερνά ποτέ». Με πιο ώριμη και αναστοχαστική πλέον φωνή, εστιάζει στην αξία της ζωής. Προτάσσει την αγάπη.
Γιατί η ποιήτρια κλείνει τη συλλογή με τον στίχο «είσαι απλώς μια συλλογή που τελειώνει»; Υποδηλώνει πως η τέχνη δεν επαρκεί, πως η οδύνη και ο ψυχικός πόνος για να μοιραστούν, να γίνει η λύπη μισή χρειάζονται παρουσία σημαντικών άλλων; Τελειώνει η ποιητική συλλογή με την ολοκλήρωση της γραφής ή μήπως αρχίζει στο νου και στην ψυχή του κάθε αναγνώστη; Μήπως υπαινίσσεται τη δική της και τη δική μας περατότητα ως υπάρξεις; Μήπως υπαινίσσεται την παραμυθητική παρουσία της ποίησης; Ποιός είναι άραγε ο σκηνοθέτης με τα μαύρα γυαλιά που μιλά για το τέλος; Ο εκλιπών; Ο Μέγας Σκηνοθέτης; Ο Μέγας Σκηνοθέτης θάνατος; Μήπως η βίωση της οδύνης, μας κάνει καρτερικούς, σοφότερους και μας ωθεί στη συμφιλίωση με την ύπαρξη, τον εαυτό και τον άλλο; Κάποια από τα ερωτήματα που εγείρονται στο «Σημείωμα».
Εν κατακλείδι η Κουτσουμπέλη στο Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ συνομιλεί με αρχετυπικές γυναικείες κυρίως μορφές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τη γραφή, την ποιητική, τον αναγνώστη, τον θάνατο, για να μας μιλήσει με τον δικό της μοναδικό τρόπο για την οδύνη του πένθους και της απώλειας, το ψυχικό τραύμα και την παθογένεια που ελοχεύει η γονεϊκή έγνοια, όπως και η αγία οικογένεια, που στιγματίζουν την παιδική ψυχή όχι μόνο εγχαράσσοντας σημάδια δια βίου αλλά επιδρώντας και σε επερχόμενες γενιές. Μας μιλά για την ερωτική και συναισθηματική ματαίωση και μοναξιά της γυναίκας, την θλίψη, την ενοχή, την συντριβή, την απόσυρση, το υπαρξιακό άγχος. Αποδομεί βεβαιότητες, μιλά για την πραγματική προδοσία της ίδιας της ζωής, που «... το μόνο που ανοίγει/ είναι δοχείο από σανδαλόξυλο/ στα μέτρα του κορμιού μας» (σ. 14).
Ωστόσο, στο κομβικό ποίημα «Η Αντιγόνη γερνάει», επέρχεται καθαρτήρια παρηγορία με την σοφία που προσφέρει η βίωση της ψυχικής οδύνης, όπου αναδύεται η πρόταξη της αγάπης ως ερώτημα προς εαυτόν πρωτίστως, ως μόνη αλήθεια και σταθερά για να αιτιολογήσουμε την ύπαρξή μας, να νοηματοδοτήσουμε την εφήμερη ζωή μας.
Ήρθε στον κόσμο για να πάρει μέρος στην αγάπη,
αγάπησε όμως, άραγε, ποτέ της αρκετά;
––––––
Το μίσος είναι κόσμος άκοσμος.
Μισός.
Η αγάπη όμως.
Δεν γερνά ποτέ.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ της Χλόης Κουτσουμπέλη