Μια πρώτη γνωριμία με την σκέψη του Κώστα Αξελού

—————————————————————
( ΓΙΑ ΕΝΗ­ΛΙ­ΚΕΣ ΑΡ­ΧΑ­ΡΙΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙ­ΧΤΗ ΣΚΕ­ΨΗ ΤΗΣ ΠΛΑ­ΝΗ­ΤΙ­ΚΗΣ ΕΠΟ­ΧΗΣ )
—————————————————————

Κώστας Αξελός, «Το παιγνίδι του κόσμου», μτφρ. Κατερίνα Δασκαλάκη, Εστία 2018

Μια πρώτη γνωριμία με την σκέψη  του Κώστα Αξελού

Το Παι­γί­δι του κό­σμου, το οποίο δι­καί­ως, αν και αμή­χα­να, θε­ω­ρή­θη­κε το οpus magnum του Κώ­στα Αξε­λού,[1] όχι τό­σο για την έκτα­σή του όσο για την πυ­κνό­τη­τα των νοη­μά­των του, εί­ναι καρ­πός του παι­γνι­διού της σκέ­ψης, όπως συ­γκρα­τη­μέ­να  ο Αξε­λός απο­κα­λεί  τον άθλο της συγ­γρα­φής του, και κα­τέ­χει δε­σπό­ζου­σα θέ­ση στην ερ­γο­γρα­φία του φι­λο­σό­φου.
Μι­λώ για άθλο για­τί στο Παι­γνί­δι του κό­σμου, ο Αξε­λός πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στην δυ­σπρό­σι­τη ήπει­ρό του υπό συ­νε­χή και ασυ­νε­χή δια­μόρ­φω­ση όντος/εί­ναι, χαρ­το­γρα­φεί την σπει­ροει­δή διά­τα­ξη της ολό­τη­τας του κό­σμου και των εν­δο­κο­σμι­κών ολο­τή­των που φτιά­χνουν άν­θρω­ποι και πο­λι­τι­σμοί, με την κί­νη­σή τους σε συ­γκε­κρι­μέ­νους χρο­νο-τό­πους, εντός του. Απ΄αυ­τή την άπο­ψη, το έρ­γο του, όπως από τις πρώ­τες σε­λί­δες του αντι­λαμ­βά­νε­ται ο ανα­γνώ­στης, βρί­σκε­ται στους αντί­πο­δες του έρ­γου τού Μ. Heidegger ή του E. Cioran.
Από την χαρ­το­γρά­φη­ση του κό­σμου και των κό­σμων εντός του, και από τις επάλ­λη­λες ανι­χνεύ­σεις των τρό­πων εκτύ­λι­ξης του δια­μορ­φού­με­νου εί­ναι τους προ­κύ­πτει η δυ­να­μι­κή οντο­λο­γία που εκ­θέ­τει ο Αξε­λός, στο έρ­γο αυ­τό, πριν από πε­νή­ντα ολό­κλη­ρα χρό­νια.
Πρό­κει­ται για την πρώ­τη και­νο­τό­μο Με­τα­φυ­σι­κή πραγ­μα­τεία της πλα­νη­τι­κής επο­χής, όπως απο­κα­λεί ο συγ­γρα­φέ­ας την φά­ση που δια­δέ­χθη­κε την επο­χή της μο­ντερ­νι­κό­τη­τας. Και δεν θα άντε­χε την πο­λυ­μέ­τω­πη απο­δό­μη­ση του με­τα­δο­μι­σμού, αν η ανοι­χτή σκέ­ψη που την συ­νέ­λα­βε και την συ­γκρό­τη­σε δεν εί­χε την δύ­να­μη να απο­δώ­σει, με τα δι­κά της ση­μά­δια, σύμ­βο­λα, αρ­χές, έν­νοιες και με­τα­φο­ρές, τη δυ­να­μι­κή ενός κό­σμου, που ύστε­ρα από πέ­ντε αιώ­νες μο­ντερ­νι­κό­τη­τας, φαί­νε­ται να υπέ­κυ­ψε στην κυ­ριαρ­χία της Τε­χνι­κής, αυ­το­τι­θέ­με­νος σε ένα κα­θε­στώς κα­τάρ­ρευ­σης και συγ­χρό­νως ανα­δια­μόρ­φω­σης.
Το πα­ρά­δο­ξο αυ­τό κα­θε­στώς πτώ­σης και μα­ζί ανόρ­θω­σης που δια­νύ­ει ο κό­σμος της πλα­νη­τι­κής επο­χής των τε­λευ­ταί­ων πε­νή­ντα χρό­νων, ανί­σχυ­ρο να ανα­κό­ψει την προϊ­ού­σα ισο­πέ­δω­ση του Υπο­κει­μέ­νου της ποι­η­τι­κής σκέ­ψης, γί­νε­ται το έναυ­σμα για τις αντι­στά­σεις του στην αλό­γι­στη χρή­ση της Τε­χνι­κής.
Για­τί, πολ­λά χρό­νια τώ­ρα, η θε­τι­κι­στι­κή ερ­γα­λεια­κή λο­γι­κή του know-how συν­δέ­ει την ποί­η­ση με την καλ­λο­λο­γία και την σκέ­ψη με κα­τη­γο­ρί­ες, έν­νοιες, με­θό­δους ορ­γά­νω­σης και πα­ρα­γω­γής αγα­θών κό­στους δυ­σα­νά­λο­γου προς το υπερ­κέρ­δος που απο­φέ­ρουν, και με τον τρό­πο αυ­τό, πα­ρα­βλέ­πει ή απο­κλεί­ει ποιό­τη­τες που η αξία τους δεν εί­ναι της τά­ξης με­γέ­θους που κα­θιε­ρώ­νει το χρή­μα ως μέ­τρο πά­ντων .
Σε μια τέ­τοια συν­θή­κη, ση­μαί­νο­ντες στο­χα­στές εί­ναι μοι­ραίο να μην κα­τα­νο­ού­νται στην επο­χή τους, αλ­λά σε κα­το­πι­νές πε­ριό­δους, όταν το επερ­χό­με­νο που δια­βλέ­πουν στα γρα­πτά τους έχει γί­νει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ακραίο πα­ρά­δειγ­μα με­τα­ξύ άλ­λων, ήταν η πε­ρί­πτω­ση του Τζιορ­ντά­νο Μπρού­νο (1548-1600) που χρειά­στη­κε να κα­εί στην πυ­ρά ως αι­ρε­τι­κός για την ιδέα του απεί­ρου και των πολ­λα­πλών κό­σμων του σύ­μπα­ντος ή του Τζιαν Μπατ­τί­στα Βί­κο (1678-1744) που αγνο­ή­θη­κε επει­δή αντι­πα­ρέ­θε­σε την κυ­κλι­κό­τη­τα του χρό­νου στο ρεύ­μα του και­ρού του που συ­νέ­δε­σε την Ιστο­ρία με την γραμ­μι­κή εξέ­λι­ξη. Τέ­τοια εί­ναι και η πε­ρί­πτω­ση του Κώ­στα Αξε­λού που πα­ρα­κάμ­πτε­ται στο μέ­τρο που αντι­πα­ρα­θέ­τει την αρ­χέ­γο­νη ποι­η­τι­κή σκέ­ψη στην τε­χνο­γνω­σία στην οποία οδή­γη­σε η οντο­θε­ο­λο­γία, επι­στρα­τεύ­ο­ντας μά­θη­ση, γνώ­ση, συ­νεί­δη­ση και επι­στή­μη.
Η οντο­θε­ο­λο­γία οδή­γη­σε στην τε­χνο­γνω­σία, πε­ρι­θω­ριο­ποιώ­ντας τη δυ­να­τό­τη­τα της σκέ­ψης να δη­μιουρ­γεί ση­μά­δια και σύμ­βο­λα, ση­μα­σί­ες και νο­ή­μα­τα που προ­χω­ρούν πέ­ραν της τε­χνι­κής επε­ξερ­γα­σί­ας κα­τη­γο­ριών, με­θό­δων και εν­νοιών ερ­γα­λεια­κού και λο­γι­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα.
Υπ’ αυ­τή την έν­νοια, αν η τε­χνο­ε­πι­στή­μη προ­ω­θεί την πα­ρα­γω­γή εμπο­ρευ­μα­το­ποι­η­μέ­νων υλι­κών αγα­θών και την κα­τα­νά­λω­σή τους, με τη με­σο­λά­βη­ση του χρή­μα­τος, η ποι­η­τι­κή σκέ­ψη με τις απο­κα­λύ­ψεις της, δη­μιουρ­γεί όσα ανα­γκαία ενι­σχύ­ουν τη θέ­λη­ση για ζωή, κα­θι­στώ­ντας μας παί­κτες ικα­νούς να ρι­χτού­με στο παι­γνί­δι του κό­σμου ως κυ­βευ­τές που δια­κιν­δυ­νεύ­ουν την ευό­δω­ση των εγ­χει­ρη­μά­των δη­μιουρ­γί­ας και θέ­σμι­σης, εν γνώ­σει τους ότι υπάρ­χουν και οι ίδιοι ως παί­γνια.
Όλα όσα ενι­σχύ­ουν τη θέ­λη­ση για ποι­η­τι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα που ανα­με­τριώ­νται με την τύ­χη και την πι­θα­νό­τη­τα να μην ευο­δω­θούν, η τε­χνο­γνω­σία τα απα­ξιώ­νει ως δευ­τε­ρεύ­ο­ντα ή πε­ριτ­τά, επει­δή απει­λούν τον χρη­μα­τι­στη­ρια­σμό που a priori τα απο­κλεί­ει. Ετσι, σθέ­νος, φρό­νη­μα συ­ντο­νι­σμός των ψυ­χι­κών και εγκε­φα­λι­κών λει­τουρ­γιών που καλ­λιερ­γεί η παι­δεία θυ­σιά­ζο­νται στον βω­μό της κα­τάρ­ρι­ψης ποι­κί­λων ρε­κόρ αγο­ράς και πω­λή­σε­ων. Απο­τέ­λε­σμα εί­ναι η κα­λή έκ­βα­ση του παι­γνι­διού της ζω­ής και του κό­σμου που παίρ­νει τη μορ­φή αγώ­να, πα­ρα­γω­γής, θέ­σμι­σης και δη­μιουρ­γί­ας να ανα­τί­θε­ται στις ασή­μα­ντες με­τριό­τη­τες, απο­κλεί­ο­ντας τους υψη­λού κιν­δύ­νου ση­μαί­νο­ντες και άρι­στους κυ­βευ­τές.
Αλ­λά τι εί­ναι και τι συμ­βο­λί­ζει το παι­γνί­δι (την παι­διά, ludus) του κό­σμου και των αν­θρώ­πων; Για τον Αξε­λό, το παι­γνί­δι του κό­σμου και των αν­θρώ­πων εί­ναι και συμ­βο­λί­ζει την πε­ρι­πλά­νη­σή τους σε διερ­γα­σί­ες που κι­νη­το­ποιεί στο γί­γνε­σθαί του το Παρ­με­νί­δειο εόν.
Υπ΄αυ­τή την έν­νοια, η σκέ­ψη που ρί­χνε­ται στο παι­γνί­δι του κό­σμου, αντλεί τη δυ­να­μι­κή της από την κί­νη­σή της στην τρο­χιά της ιστο­ρι­κό­τη­τάς της με τη μορ­φή ενός συ­νε­χούς και ασυ­νε­χούς γί­γνε­σθαι.
Στο Παι­γνί­δι του κό­σμου, ο συγ­γρα­φέ­ας, πα­ρα­κο­λου­θεί, από τη σω­στή εγ­γύ­τη­τα / από­στα­ση, το κύ­βευ­μα του κό­σμου που συ­στή­νει μια δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νη και συγ­χρό­νως δια­φο­ρο­ποι­η­τι­κή ενό­τη­τα . Εντός της, τα κυ­βεύ­μα­τα των αν­θρώ­πων θέ­τουν σε δια­κιν­δύ­νευ­ση το ένα το άλ­λο, με ήτ­τες και νί­κες που τους επι­φυ­λάσ­σο­νται ταυ­το­χρό­νως ή εναλ­λάξ, κα­τά τον χρό­νο του γί­γνε­σθαι. Μέ­σα στον τρισ­διά­στα­το (πα­ρελ­θον-πα­ρόν-μελ­λον) του χω­ρο­χρό­νου του κό­σμου εν­θυ­λα­κώ­νο­νται το άπει­ρο, η αιω­νιό­τη­τα το τε­τρα­διά­στα­το συ­νε­χές της ζω­ής.

Για να πε­ρι­πλα­νη­θού­με με άνε­ση μέ­σα στο έρ­γο, χρειά­ζε­ται να στα­θού­με στην ιστο­ρι­κή συν­θή­κη εκ­κό­λα­ψης και συγ­γρα­φής του. Θα εν­νο­ή­σου­με, έτσι πό­σο επί­και­ρο εί­ναι, για εμάς, σή­με­ρα.
Από το 1950 και μέ­χρι τον θά­να­τό του, ο Αξε­λός σκέ­πτε­ται και γρά­φει ως να ζει ήδη σε ένα κό­σμο που δεν εί­ναι-πια, και την ίδια στιγ­μή, δεν εί­ναι-ακό­μη, κα­θώς αυ­τό που διέ­βλε­πε να επέρ­χε­ται, διέ­κο­πτε τη συ­νέ­χειά του με ό,τι εξα­κο­λου­θού­σε να υπάρ­χει, ενώ εί­χε πα­ρέλ­θει.
Πράγ­μα­τι, στο κλί­μα ψυ­χο­σω­μα­τι­κής και πνευ­μα­τι­κής απο­στέ­γνω­σης που προ­κα­λού­σε και προ­κα­λεί η ερ­γα­λεια­κή ορ­θο­λο­γι­κό­τη­τα, σε συν­δυα­σμό με τη μυ­θο­ποί­η­ση του κα­τα­να­λω­τι­σμού και την ηθι­κή του πλα­στού γο­ή­τρου που ανέ­δει­ξε, τί­πο­τα δεν έδει­χνε, μέ­σα την δε­κα­ε­τία του 1960, τον κίν­δυ­νο να φρα­γεί η άλ­λο­τε ανο­δι­κή και άλ­λο­τε κα­θο­δι­κή σπεί­ρα που δια­γρά­φει ο λό­γος στη μα­κραί­ω­νη ιστο­ρία του. Γέν­νη­μα, ωστό­σο, της πρώ­της φι­λο­σο­φί­ας που εξε­λί­χθη­κε σε με­τα­φυ­σι­κή γε­νι­κή (Metaphysica generalis) και ει­δι­κή (Metaphysica specialis) και σε οντο­θε­ο­λο­γία, με κύ­ρια βλέ­ψη την κυ­ριαρ­χία και τη συ­γκρό­τη­ση μιας λο­γι­κής της κυ­ριαρ­χί­ας, η Τε­χνι­κή χω­ρίς αυ­τε­πί­γνω­ση, χω­ρίς γνώ­ση, δη­λα­δή, της ου­σί­ας της, φαί­νε­ται να επι­διώ­κει ένα τε­λειω­τι­κό, ει δυ­να­τόν, πλήγ­μα στη μά­θη­ση , στην γνώ­ση και στην συ­νεί­δη­ση του τι, του για­τί και προς τι που συ­μπλη­ρώ­νουν την γνώ­ση του πώς από όπου η ίδια προ­έ­κυ­ψε.
Ο Αξε­λός δια­βλέ­πει τα ση­μά­δια της εντει­νό­με­νης τε­χνο­ποί­η­σης που με­τα­τρέ­πει τους αν­θρώ­πους σε ομοιώ­μα­τα του εαυ­τού τους, κε­νώ­νει το πε­ριε­χό­με­νό τους, μου­μιο­ποιεί τη μορ­φή τους, και τους ξε­ρι­ζώ­νει από τη μό­νη γη της επαγ­γε­λί­ας που δια­θέ­τουν: την πα­γκό­σμια χω­ρο-χρο­νι­κή Ιστο­ρία. Κα­θώς ο κίν­δυ­νος αυ­τός απει­λεί ολό­κλη­ρο τον πλα­νή­τη, ο στο­χα­στής φι­λό­σο­φος ζη­τά να διε­γεί­ρει αντι­στά­σεις στην υπερ­χρή­ση της Τε­χνι­κής που εξα­φα­νί­ζει την απο­ρη­τι­κή σκέ­ψη με απο­τέ­λε­σμα τον εκ­βαρ­βα­ρι­σμό, που εξοι­κειώ­νει τους κυ­βευ­τές –θε­α­τές και δρά­στες ανί­ε­ρων βε­βη­λώ­σε­ων– με την κτη­νω­δία.
Αυ­τή εί­ναι η βλέ­ψη του συγ­γρα­φέα, όταν, στο Παι­γνί­δι του κό­σμου, εξη­γεί το τι, για­τί, και προς τι του κυ­βεύ­μα­τος, ανα­νε­ώ­νο­ντας εκεί­νη τη φι­λο­σο­φι­κή πα­ρά­δο­ση που του εξα­σφά­λι­σε τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις για την ευό­δω­ση του εγ­χει­ρή­μα­τός του και τον τρό­πο που του επι­τρέ­πει να υλο­ποι­ή­σει την βλέ­ψη του. Και βέ­βαια, ο Αξε­λός δεν ήταν ο μό­νος. Στην ισο­πέ­δω­ση της τε­χνο­ποι­η­μέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας αντι­στέ­κο­νται σκε­πτό­με­νοι θε­ω­ρη­τι­κοί, επι­στή­μο­νες, ποι­η­τές και φι­λό­σο­φοι, δη­μιουρ­γοί ενός λό­γου ικα­νού να προ­σα­να­το­λί­σει τον μα­ζο­ποι­η­μέ­νο άν­θρω­πο της με­τα­πο­λε­μι­κής κοι­νω­νί­ας, προ­βάλ­λο­ντας ως δύ­να­μη κρού­σης την ενο­ποι­η­τι­κή και δια­φο­ρο­ποι­η­τι­κή τριά­δα του λέ­γειν –νοεῖν τε– και εί­ναι. Για τέ­τοιου εί­δους σπου­δαία πνεύ­μα­τα, ο Χέ­γκελ έλε­γε ότι κα­τα­δι­κά­ζουν τους επι­γό­νους τους να εξη­γή­σουν το έρ­γο τους.
Αυ­τή εί­ναι και η θέ­ση της γρά­φου­σας, θια­σώ­τη, της ανοι­χτής –ενα­δι­κής, τρια­δι­κής, κυ­κλι­κής– σκέ­ψης, η οποία ανα­λαμ­βά­νει, εδώ, με μια κα­τά το δυ­να­τόν ευ­σύ­νο­πτη δια­δι­κα­σία, να δεί­ξει σε ένα εν προ­ό­δω ολό­γραμ­μα, το εγ­χεί­ρη­μα του Αξε­λού να υπερ­βεί την πα­ρα­δε­δο­μέ­νη οντο­θε­ο­λο­γία , προ­βλη­μα­το­ποιώ­ντας τις λο­γι­κές, τις με­θό­δους και τις θε­μα­τι­κές του λό­γου και της φύ­σης, του θε­ού και του κό­σμου, του αν­θρώ­που και της πα­γκό­σμιας ιστο­ρί­ας του.

Σε αντίθεση με τον Χάιντεγκερ, ο Αξελός διανοίγει την παραδεδομένη απορητική, θέτοντας ερωτήματα που κάνουν την άγρυπνη σκέψη να αναζητήσει, μέσα από τις βιωματικές και πολιτικές εμπειρίες αγώνων και αστοχιών της, απαντήσεις που φωτίζουν το μη είναι ως μη –είναι –ακόμη, ως δυνατόν-είναι, δηλαδή.

Το πρώ­το που χρειά­ζε­ται να επι­ση­μά­νου­με εί­ναι ότι στο Παι­γνί­δι του κό­σμου, ο συγ­γρα­φέ­ας του ακο­λου­θεί τα ίχνη του Καντ και του Χέ­γκελ που διεί­δαν τον κίν­δυ­νο του μη­χα­νι­κι­σμού της επο­χής τους να εξα­φα­νί­σει την αν­θρω­πο­δι­κία την οποία αντέ­τα­ξαν στην θε­ο­δι­κία και στην πο­λι­τι­κή θε­ο­λο­γία. Ετσι, ο Αξε­λος αντί να αντι­προ­τά­ξει στο εί­ναι εν τω γί­γνε­σθαι το δέ­ον-εί­ναι, μας απο­κα­λύ­πτει το δυ­να­τόν-εί­ναι με τη μορ­φή ενός μη –εί­ναι– ακό­μη που δια­νοί­γει τον ορί­ζο­ντα της σκέ­ψης επι­τρέ­πο­ντάς της να διεί­δει πέ­ρα από τις σχη­μα­το­ποι­ή­σεις, τις αφαι­ρέ­σεις, τις ιδε­ο­λο­γι­κές μυ­στι­κο­ποι­ή­σεις που ισο­πε­δώ­νουν την δυ­να­μι­κή της .
Το Παι­γνί­δι του κό­σμου γρά­φε­ται στα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1960, στη φά­ση δη­λα­δή της κα­πι­τα­λι­στι­κής υπε­ρα­νά­πτ­τυ­ξης και των καρ­να­βα­λι­κών συ­νε­πειών της και εκ­δί­δε­ται ένα μό­λις χρό­νο με­τά τον Μάη του ’68 και τις ελ­πι­δο­φό­ρες θε­σμι­κές αλ­λα­γές που εκό­μι­σε.
Το 1969, τί­πο­τα δεν έδει­χνε ότι η πα­γκό­σμια ιστο­ρία, απο­τυ­πώ­νο­ντας άπει­ρες βιω­μα­τι­κές εμπει­ρί­ες, στο πέ­ρα­σμα χι­λιε­τη­ρί­δων, οδη­γού­νταν σε μια κρί­σι­μη στρο­φή, ολο­φά­νε­ρη, σή­με­ρα ώστε να την βλέ­πουν ακό­μη και οι πλέ­ον δογ­μα­τι­κοί και προ­κα­τει­λημ­μέ­νοι.
Με αυ­τή την στρο­φή την οποία ταύ­τι­σε με κα­τα­στρο­φή, ο Χάι­ντεγ­γερ (1889-1967) επι­βε­βαί­ω­νε, την κα­τά­λη­ξη της φι­λο­σο­φί­ας, ύστε­ρα από την μα­κραί­ω­νη ανά­πτυ­ξή της στο κλει­στό σύ­στη­μα της τε­χνι­κής. Τη βε­βαιό­τη­τά του ότι μό­νη δια­φυ­γή της φι­λο­σο­φί­ας από τον ισό­πε­δο κύ­κλο της ήταν η επι­στρο­φή της στον Παρ­με­νί­δη, ο Γερ­μα­νός φι­λό­σο­φος την στή­ρι­ξε στην άπο­ψη ότι ο μη­δε­νι­σμός ως ου­σία και ως συμ­βε­βη­κός της μοί­ρας των λα­ών της Δύ­σης, ήταν το στίγ­μα της απο­κτή­νω­σης που φέ­ρουν στο κύτ­τα­ρό τους ανώ­τε­ροι πο­λι­τι­σμοί, κα­θώς βαθ­μιαία απο­κό­βο­νται από τις εποι­κο­δο­μη­τι­κές δυ­νά­μεις του πνεύ­μα­τος.
Στην άπο­ψή του συ­νη­γό­ρη­σε εν πολ­λοίς το ότι ο Γερ­μα­νός φι­λό­σο­φος υπήρ­ξε άμε­σος κλη­ρο­νό­μος του αρι­στο­τε­λι­κού πλα­τω­νι­σμού, τον οποίο ο Θω­μάς Ακι­νά­της – γε­νάρ­χης της με­σαιω­νι­κής φι­λο­σο­φί­ας της Δύ­σης, επε­ξερ­γά­σθη­κε με τρό­πο ώστε να εξο­βε­λί­σει το γί­γνε­σθαι από την με­τα­φυ­σι­κή θε­ο­δι­κία, με­τα­τρέ­πο­ντας το παρ­με­νί­δειο εόν σε όν.[2]  Απο­τέ­λε­σμα ήταν, για πέ­ντε και πα­ρα­πά­νω αιώ­νες, τό­σο για τη με­σαιω­νι­κή όσο και τη νε­ό­τε­ρη φι­λο­σο­φία, ο κό­σμος ως δη­μιούρ­γη­μα του θε­ού να πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρός, στα­τι­κός και αναλ­λοί­ω­τος. Και χρειά­στη­κε η απο­ρία του Καντ (1724-1804) σχε­τι­κά με τις αντι­νο­μί­ες και τις αντι­φά­σεις που αντι­κρού­ουν το στα­θε­ρό και αναλ­λοί­ω­το της φύ­σης για να κα­τα­στεί το εί­ναι στο γί­γνε­σθαί του αντι­κεί­με­νο της χε­γκε­λια­νής φι­λο­σο­φί­ας και της επε­ξερ­γα­σί­ας μιας μη τυ­πι­κής λο­γι­κής , όρ­γα­νο μιας δυ­να­μι­κής οντο-γνω­σιο­θε­ω­ρί­ας.Για τον Χέ­γκελ (1770-1830) η δια­λε­κτι­κή (κρι­τι­κή) άρ­νη­ση εί­ναι θε­τι­κή εφ᾽ό­σον κα­θι­στά δυ­να­τές τις υπερ­βά­σεις και τους με­τα­σχη­μα­τι­σμούς που έχει σαν απο­τέ­λε­σμα. Με τη σει­ρά τους, ο Μαρξ (1818-1883) και ο Νί­τσε (1844-1900) ακο­λου­θούν την χε­γκε­λια­νή πα­ρά­δο­ση, και εστιά­ζουν το κύ­βευ­μά τους ο ένας στην επι­στη­μο­νι­κή εξή­γη­ση και ο άλ­λος στην ερ­μη­νευ­τι­κή κα­τα­νό­η­ση, αντι­με­τω­πί­ζο­ντας και οι δυο, ωστό­σο, τον κό­σμο και τον άν­θρω­πο υπό την οπτι­κή γω­νία που με­τα­τρέ­πει το βά­θος του χώ­ρου, που όρι­ζε η γραμ­μι­κή προ­ο­πτι­κή ή αλ­λιώς perspectiva artificialis, σε βά­θος χρό­νου. Ο Χάι­ντε­γκερ σε μια προ­σπά­θεια να υπερ­κε­ρά­σει την χε­γκε­λια­νή πα­ρά­δο­ση, αρ­νεί­ται την θε­τι­κό­τη­τα της δια­λε­κτι­κής άρ­νη­σης, με απο­τέ­λε­σμα να ανα­γά­γει την στρο­φή σε κα­τα­στρο­φή μέ­σω της λή­θης που επέρ­χε­ται κα­τά το χρε­ών.
Κι­νού­με­νος, με βά­ση την τυ­πι­κή αρ­χή του απο­κλει­σμού του τρί­του, στον στε­νό και συ­σκο­τι­στι­κό ορί­ζο­ντα που συ­νε­πά­γε­ται ο δια­χω­ρι­σμός του οντι­κού (της Φύ­σης) από το οντο­λο­γι­κό (την Ιστο­ρία ή την ύπαρ­ξη) ακι­νη­το­ποιώ­ντας τον χρό­νο, ο Χάι­ντεγ­γερ θε­ω­ρεί την κα­τα­στρο­φή και τον μη­δε­νι­σμό της ανα­πό­τρε­πτα ώστε μό­νον ένας θε­ός να μπο­ρεί να μας σώ­σει. Αυ­τά δη­λώ­νει στο Σπή­γκελ το 1966, λί­γο πριν από τον θά­να­τό του, ενώ στο κεί­με­νό του «Die Technik und die Kehrre», εί­χε ήδη κά­νει σα­φές ότι η μό­νη διέ­ξο­δος ήταν η συμ­φι­λί­ω­ση με το μοι­ραίο.

Ο Αξε­λός, «πα­ρα­γκω­νί­ζο­ντας φι­λι­κά» τον Χάι­ντε­γκερ, στο Παι­γνι­δι του κό­σμου που γρά­φει, στο ίδιο διά­στη­μα, αντι­τάσ­σε­ται στη στρο­φή/κα­τα­στρο­φή, αντι­πα­ρα­θέ­το­ντας στη χαϊ­ντε­γκε­ρια­νή λή­θη που παίρ­νει τη μορ­φή ανα­γκα­στι­κής από­κρυ­ψης, το «αμνη­μό­νευ­το» και «το προ αμνη­μο­νεύ­των», αυ­τό δη­λα­δή που δεν μνη­μο­νεύ­ε­ται και δη­μιουρ­γεί έτσι προ­σκόμ­μα­τα στην ανα­ζή­τη­ση της αλή­θειας.
Για τον Χάι­ντεγ­γερ, η στρο­φή/κα­τα­στρο­φή αντλεί την δή­θεν ανα­γκαιό­τη­τά της από την αδρά­νεια της βού­λη­σης. Ο Αξε­λός, ενώ γνω­ρί­ζει τον Χάι­ντε­γκερ όσο λί­γοι από τους Γάλ­λους με­τα­δο­μι­στές που έθε­σαν τη φι­λο­σο­φία του ως αφε­τη­ρία των δι­κών τους απο­δο­μή­σε­ων, βλέ­πει, χω­ρίς πο­λε­μι­κή διά­θε­ση, στο πρό­σω­πό του Γερ­μα­νού φι­λο­σό­φου, έναν εθνι­κι­στή, μη­δε­νι­στή, αθεϊ­στή, μη δη­μο­κρά­τη που μοι­ρο­λα­τρι­κά πα­ραι­τεί­ται από την ανα­ζή­τη­ση λύ­σε­ων του προ­βλή­μα­τος της κυ­ριάρ­χι­σης της τε­χνι­κής. Αν κά­τι δια­τη­ρεί ο Αξε­λός από την επι­δρα­στι­κή ανά­γνω­ση των έρ­γων του Χάι­ντεγ­γερ, εί­ναι η πα­ρά­δο­ση της ποι­η­τι­κής με­τα­φυ­σι­κής και του μυ­στι­κού και μεσ­σια­νι­κού λό­γου με τον οποίο αρ­θρώ­θη­κε, κα­τά την δε­κα­ε­τία 1918-1927, όταν μια σει­ρά έρ­γων των Γερ­μα­νών και Αυ­στρια­κών Ερ­νεστ Μπλοχ, Σπέν­γκλερ, Ρό­σεν­βεγκ , Λίο Στρά­ους, Καρλ Κρά­ους δη­μιουρ­γούν ένα ρεύ­μα γλώσ­σας και ύφους που δεν άφη­σε αδιά­φο­ρο τον συγ­γρα­φέα του Εί­ναι και χρό­νος και κα­το­πι­νών κει­μέ­νων.[3]
Σε αντί­θε­ση με τον Χάι­ντε­γκερ, ο Αξε­λός δια­νοί­γει την πα­ρα­δε­δο­μέ­νη απο­ρη­τι­κή, θέ­το­ντας ερω­τή­μα­τα που κά­νουν την άγρυ­πνη σκέ­ψη να ανα­ζη­τή­σει, μέ­σα από τις βιω­μα­τι­κές και πο­λι­τι­κές εμπει­ρί­ες αγώ­νων και αστο­χιών της, απα­ντή­σεις που φω­τί­ζουν το μη εί­ναι ως μη –εί­ναι –ακό­μη, ως δυ­να­τόν-εί­ναι, δη­λα­δή. Απα­ντή­σεις που προ­σα­να­το­λί­ζουν με ψυ­χραι­μία και θέρ­μη, ρε­α­λι­στι­κά και ρο­μα­ντι­κά, όπως προ­τεί­νει ο ίδιος, την δια­κυ­βέρ­νη­ση, την δια­βού­λευ­ση, την δια­χεί­ρι­ση, με τρό­πο γό­νι­μο και πα­ρα­γω­γι­κό. 

Έτσι, τον και­ρό που το ρεύ­μα των Γάλ­λων με­τα­δο­μι­στών, υπό την εν­θου­σιώ­δη επί­δρα­ση του Χάι­ντε­γκερ, παύ­ει να επεν­δύ­ει σε ολι­στι­κές προ­σεγ­γί­σεις, με το έω­λο επι­χεί­ρη­μα ότι εί­ναι ολο­κλη­ρω­τι­κής έμπνευ­σης, ο ίδιος ο Αξε­λός, δια­κιν­δυ­νεύ­ο­ντας την πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­σή του από το στε­ρέ­ω­μα της Γαλ­λι­κής με­τα­μο­ντέρ­νας δια­νό­η­σης, εμ­μέ­νει στην χε­γκε­λια­νή πα­ρά­δο­ση και την ηρα­κλή­τεια κα­τα­γω­γή της, στην οποία κι­νή­θη­κε από την εφη­βεία και την τό­σο ώρι­μη νε­ό­τη­τά του, πράγ­μα που απο­τυ­πώ­νε­ται στις Φι­λο­σο­φι­κές δο­κι­μές του που εκ­δί­δο­νται το 1952, στην Αθή­να. Την ίδια πα­ρά­δο­ση ανι­χνεύ­ει, στην πρώ­τη τρι­λο­γία των με­τα­φυ­σι­κών με­λε­τών του (1956-1962) με το Ο Μαρξ, στο­χα­στής της τε­χνι­κής, Ο Ηρά­κλει­τος και η Φι­λο­σο­φία και τα Arguments.
Η σύ­ντο­μη δια­σταύ­ρω­σή του με τον Χάι­ντε­γκερ γρή­γο­ρα γί­νε­ται μια πα­ρέν­θε­ση, μια και στις με­τα­φυ­σι­κές με­λέ­τες του αυ­τής της πρώ­της τρι­λο­γί­ας, ο Αξε­λός προ­βάλ­λει ως αντί­στι­ξη στον χαϊ­ντεγ­γε­ρια­νό φα­τα­λι­σμό, τον Ηρά­κλει­το, φι­λό­σο­φο του γί­γνε­σθαι του χρό­νου και της κύ­βευ­σης, στο ένα άκρο, και στο άλ­λο, τον Μαρξ που ανέ­δει­ξε την τε­χνι­κή ως δύ­να­μη όχι κα­τα­στρο­φής, αλ­λά απε­λευ­θέ­ρω­σης της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης από τον μό­χθο.
Από την ηρα­κλεί­τεια προ-φι­λο­σο­φία στην μαρ­ξι­κή με­τα-φι­λο­σο­φία, μέ­σω μιας μα­κράς πε­ρι­πλά­νη­σης στην ακο­λου­θία των με­θερ­μη­νειών που δέ­χθη­κε ο αρι­στο­τε­λι­κός πλα­τω­νι­σμός από τον Ακι­νά­τη ώς τον Ντε­καρτ, και από τον Λάι­ι­μπνιτς ώς τον Χέ­γεκλ, ο Αξε­λός αντι­πα­ρα­τί­θε­ται στον αδρα­νο­ποι­η­τι­κό μη­δε­νι­σμό της χαϊ­ντε­γκε­ρια­νής απο­δό­μη­σης, κο­μί­ζο­ντας νέ­ες δυ­να­τό­τη­τες να σκε­φθού­με δια­φο­ρε­τι­κά απ΄ό,τι σκε­φτό­μα­στε.[4] Ετσι, ενώ ο Χάι­ντε­γκερ απέ­κλει­σε την υπέρ­βα­ση της δογ­μα­τι­κής με­τα­φυ­σι­κής και της λο­γι­κής της που έφε­ρε σε πέ­ρας η χε­γκε­λια­νή πα­ρά­δο­ση και ενώ συμ­βι­βά­στη­κε με την τε­χνι­κή ως δύ­να­μη εξό­ντω­σης της φι­λο­σο­φί­ας για να χα­θεί σε δρό­μους που δεν οδη­γούν που­θε­νά, ο Αξε­λός, με ατα­λά­ντευ­τη τη μνή­μη της δι­κής του απαρ­χής που δεν χά­νε­ται στη λή­θη, αλ­λά στο προ­σω­κρα­τι­κό « αμνη­μό­νευ­το» , δια­νοί­γει και την αφη­ρη­μέ­νη σκέ­ψη και την τυ­πι­κή λο­γι­κή της και την συ­γκε­κρι­μέ­νη σκέ­ψη και την δια­λε­κτι­κή λο­γι­κή της.
Προ­σα­να­το­λι­ζό­με­νος στο άνοιγ­μα των δυ­να­το­τή­των της σκέ­ψης να πα­ρα­τεί­νει το τέ­λος της, θέ­τει σε επάλ­λη­λους κύ­κλους ερω­τή­μα­τα που ο δογ­μα­τι­σμός και ο φα­να­τι­σμός, ο αλό­γι­στος εν­θου­σια­σμός, η εφη­συ­χα­στι­κή ή σα­γη­νευ­τι­κή απελ­πι­σία δεν μας επέ­τρε­παν να θέ­σου­με.

Η ανοι­χτή σκέ­ψη δεί­χνει ότι εί­ναι σε θέ­ση να δί­νει απα­ντή­σεις που να μην ακυ­ρώ­νουν, με την ασφυ­κτι­κή βε­βαιό­τη­τά τους, τις ρι­ζι­κές απο­ρί­ες από τις οποί­ες προ­έρ­χο­νται. Με τον τρό­πο αυ­τό, συμ­βάλ­λει στη διά­νοι­ξη του με­τα­φι­λο­σο­φι­κού πε­δί­ου, μα­κριά από τις πα­νη­γυ­ρι­κές επι­τυ­χί­ες του με­τα­μο­ντέρ­νου ρεύ­μα­τος και την πει­σι­θά­να­τη αδια­φο­ρία που δια­χέ­ει η τε­χνο­ε­πι­στή­μη με τον θρί­αμ­βό της, εφό­σον στο δε­δο­μέ­νο πλαί­σιο της εντει­νό­με­νης τε­χνο­ποί­η­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ο μη­δε­νι­σμός αντι­μέ­τω­πος με τις ανη­συ­χί­ες που προ­κα­λεί, στη μα­νία του να δια­χυ­θεί στον πλα­νή­τη, ερω­το­τρο­πεί με έναν νε­κρα­να­στη­μέ­νο ψό­φιο ρο­μα­ντι­σμό που τον εμ­φα­νί­ζει με­λαγ­χο­λι­κό ή χα­ρού­με­νο, και αυ­τό-πα­ρου­σια­ζό­με­νος ως αντι­ρεύ­μα, γί­νε­ται μό­δα σε Δύ­ση και σε Ανα­το­λή.
Κι ενώ η με­τα­μο­ντέρ­να φι­λο­σο­φία υπο­δέ­χε­ται τον ακραίο σχε­τι­κι­σμό του «όλα ισχύ­ουν» που επι­τρέ­πει το τί­πο­τα, ο Αξε­λός, μο­να­χι­κός με δι­κή του επι­λο­γή που την κά­νει μοί­ρα του, μα­κριά από όσους συ­νω­στί­ζο­νται, φο­βού­με­νοι την απο­μό­νω­ση του πε­ρι­θω­ρί­ου, αντί να κι­νη­θεί στο πλαί­σιο μιας επι­στη­μο­λο­γί­ας που να δι­καιο­λο­γεί και να νο­μι­μο­ποιεί την βλέ­ψη κυ­ριαρ­χί­ας της μυ­θο­ποι­η­μέ­νης και μυ­θο­ποι­η­τι­κής Τε­χνι­κής και αντί να κα­τα­φύ­γει στον βιο­πο­ρι­στι­κό ακα­δη­μαϊ­σμό, εκ­δί­δει, το 1969, το Παι­γνί­δι του κό­σμου, στο πλαί­σιο της δεύ­τε­ρης Τρι­λο­γί­ας του ( 1969-1977) που συ­μπλη­ρώ­νει τα έρ­γα Για μια προ­βλη­μα­τι­κή ηθι­κή και Συμ­βο­λή στη Λο­γι­κή.[5]
Τα τρία αυ­τά έρ­γα της δεύ­τε­ρη τρι­λο­γί­ας εί­ναι μέ­ρη του πο­λύ­πλο­κου , πο­λυ­σκο­πι­κού εγ­χει­ρή­μα­τος του Αξε­λού και δεν δια­χω­ρί­ζο­νται ού­τε ενώ­νο­νται με­τα­ξύ τους. Θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς ότι το Παι­γνί­δι του κό­σμου, λο­γι­κά, προ­ϋ­πο­θέ­τει τη Συμ­βο­λή στη Λο­γι­κή που εκ­δί­δε­ται εφτά χρό­νια με­τά. Αλ­λά τί­πο­τα δεν συμ­βαί­νει λο­γι­κά μό­νο. Συμ­βαί­νει λο­γι­κά και πα­ρα­λο­γι­κά, με τρό­πο αι­νιγ­μα­τι­κό, εντέ­λει, που μας κά­νει να σκε­φτού­με ότι αυ­τό που, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, έπε­ται, λο­γι­κά , προη­γεί­ται. Κά­τι ανά­λο­γο ισχύ­ει και για τη με­λέ­τη Ο Ηρά­κλει­τος και η φι­λο­σο­φία που, ενώ λο­γι­κά προη­γεί­ται, εκ­δό­θη­κε με­τά από τη με­λέ­τη του για τον Μαρξ, φι­λό­σο­φο της τε­χνι­κής . Η Συμ­βο­λή στη λο­γι­κή (αμε­τά­φρα­στη ακό­μη στα ελ­λη­νι­κά), έρ­γο ύστε­ρο ως προς το Παι­γνί­δι του κό­σμου, εφό­σον γρά­φε­ται κα­τά το διά­στη­μα 1973-1976 και εκ­δί­δε­ται οκτώ χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι πρό­τε­ρον. Ο Αξε­λός το θέ­τει πριν από το Παι­γνί­δι του κό­σμου για­τί σ΄ αυ­τό εκ­θέ­τει τη λο­γι­κή με την οποία οι­κο­δό­μη­σε το Παι­γνί­δι του κό­σμου και απο­κά­λυ­ψε την απει­ρία σχέ­σε­ων που απερ­γά­ζε­ται ο ιστο­ρι­κός χρό­νος. Κά­τι ανά­λο­γο κά­νει και ο καλ­λι­τέ­χνης, όταν για τους κα­νό­νες που επι­νο­εί και εφαρ­μό­ζει για να φτιά­ξει το έρ­γο του, μι­λά μό­νον με­τά την δη­μιουρ­γία του. Κι αυ­τό για­τί λο­γι­κή, κα­νό­νες και δη­μιουρ­γία εί­ναι σε συ­νέρ­γεια. Κά­τι ανά­λο­γο συμ­βαί­νει με την επι­στή­μη της πο­λυ­πλο­κό­τη­τας που πα­ρα­κο­λου­θεί και κα­τα­σκευά­ζει δια­δί­κτυα μιας απει­ρί­ας σχε­δόν συ­νά­ψε­ων και δι­κτύ­ων.

Το Παι­γνί­δι του κό­σμου δεν πα­λι­νορ­θώ­νει ού­τε ανα­μορ­φώ­νει την πα­ρα­δε­δο­μέ­νη φι­λο­σο­φία, χαϊ­ντε­γκε­ρια­νή ή χε­γκε­λια­νή, με σκο­πό να ξα­να­μπεί η πα­λιά μη­χα­νή στις ρά­γιες μή­πως και γί­νει πει­στι­κό­τε­ρη ή πα­ρα­γω­γι­κό­τε­ρη.
Το ζή­τη­μα εί­ναι οι με­τα­μορ­φώ­σεις που επι­τυγ­χά­νει η ανοι­χτή σκέ­ψη κα­τά την εκτύ­λι­ξή της στον ιστο­ρι­κό χρό­νο και που την κά­νουν ένα με τη ροή του. Οι με­τα­μορ­φώ­σεις αυ­τές εί­ναι καρ­πός υπερ­βά­σε­ων και πα­ρε-γ-κλί­σε­ων που επι­χει­ρεί η ανοι­χτή σκέ­ψη για να αντι­κει­με­νο­ποι­ή­σει απα­γο­ρευ­μέ­νες ή κε­κρυμ­μέ­νες δυ­να­τό­τη­τές της.
Προ­λα­βαί­νω, εδώ, να πω πως το έρ­γο αυ­τό εί­ναι το μο­να­δι­κό αρ­χι­τε­κτό­νη­μα μιας ανοι­χτής με­τα­φυ­σι­κής σκέ­ψης στην καρ­διά της πλα­νη­τι­κής επο­χής, που κα­λεί τον ανα­γνώ­στη να το πε­ρι­η­γη­θεί και να εν­νο­ή­σει το γί­γνε­σθαι του κό­σμου και του αν­θρώ­που στην σπεί­ρα που σχη­μα­τί­ζουν σκά­λες ανό­δου και κα­θό­δου, και μας επι­τρέ­πει να δού­με από ψη­λά, αλ­λά και από τα βά­θη, τα επι­τεύγ­μα­τα (με­τα­μορ­φώ­σεις και με­τα­σχη­μα­τι­σμούς) που πραγ­μα­το­ποιεί ο λό­γος ως νοεῖν τε και λέ­γειν στη σχέ­ση του με τον κό­σμο, τη φύ­ση, τον θεό και τον άν­θρω­πο, 3+1, στην ημι­το­νοει­δή κι­νη­σή τους.

Κα­τά την έξο­δό τους από το με­γα­λειώ­δες κτί­σμα που συ­στή­νει αυ­τό το μνη­μειώ­δες έρ­γο, οι ανα­γνώ­στες- επι­σκέ­πτες του ίσως ανα­ρω­τη­θούν πώς μπό­ρε­σε αν και με­τέ­ω­ρο να ορ­θω­θεί, δια­τη­ρώ­ντας την πλα­στι­κό­τη­τα των όγκων του. Ισως ακό­μη ανα­ρω­τη­θούν αν η στα­τι­κό­τη­τά του αντέ­χει την ανέ­γερ­ση κι άλ­λων επι­πέ­δων της κλί­μα­κας που θα διευ­ρύ­νουν την ακτί­να θέ­α­σης, κά­νο­ντας θε­α­τές και δρά­στες του παι­γνι­διού του κό­σμου και του αν­θρώ­που, να αι­σθαν­θούν σαν πε­τού­με­να πά­νω από βου­νά και κά­μπους αυ­τού του μο­να­δι­κά ωραί­ου πλα­νή­τη.
Ο Αξε­λος που διο­ρα­τι­κά αφου­γκρά­σθη­κε αυ­τές τις απο­ρί­ες ως ερω­τη­μα­τι­κές επι­φυ­λά­ξεις, εκ­θέ­τει την λο­γι­κή του κυ­βεύ­μα­τος του κό­σμου και των κυ­βευ­μά­των των αν­θρώ­πων στην συ­νε­χώς αυ­ξα­νό­με­νη πο­λυ­πλο­κό­τη­τά τους,, στο έρ­γο του Contribution à la Logique, που όπως ει­πώ­θη­κε πα­ρα­πά­νω, γρά­φει με­τα­ξύ 1973- 1976, και εκ­δί­δει το 1977 στο πλαί­σιο της δεύ­τε­ρης τρι­λο­γί­ας του, για να αντα­πο­κρι­θεί στις βά­σι­μες, σε πρώ­τη μα­τιά, ανη­συ­χί­ες του ανα­γνώ­στη.
Αυ­τή τη ανοι­χτή σκέ­ψη και τη λο­γι­κή της, σή­μα των ποι­η­τι­κών κυ­βευ­μά­των της τέ­χνης, της επι­στή­μης, της φι­λο­σο­φί­ας, ο Αξε­λός την επε­ξερ­γά­στη­κε, υπό την ώθη­ση μιας λι­βι­δι­κής, όπως την απο­κα­λεί, ενόρ­μη­σης για σκέ­ψη. Οπως και η ενόρ­μη­ση για τον έρω­τα και τον θά­να­το, και η ενόρ­μη­ση για σκέ­ψη έχει την έρει­σή της στο Αυ­τό. Αλ­λά το Αυ­τό, ( id ) δεν εί­ναι μό­νον το φρο­ϋ­δι­κό ασυ­νεί­δη­το, εί­ναι ο ίδιος ο κό­σμος / που η σιω­πή του μας υπα­γο­ρεύ­ει λό­γο και έρ­γα κα­μω­μέ­να με παλ­μό και θέρ­μη ψυ­χής.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.
Το παι­χνί­δι του κό­σμου του Κώ­στα Αξε­λού

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: