Το πρώτο και κύριο μάθημα κατά Γιάννη Βαρβέρη: ένα παραδειγματικό ιστορικό ποίημα

Με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, 2001
Με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, 2001



ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟ

Celsus primus dixit

Για όλους εσάς
ύστερα από τα Μεδιόλανα
το ζήτημα είναι πανηγυρικά κλεισμένο:
Αγάπη και Συγγνώμη.

Όμως εμείς οι εθνικοί
άνθρωποι καθημερινοί
εσταυρωμένοι μες στους δρόμους
που δεν καταδεχθήκαμε θεό
για να πεθάνουμε
εμείς οι άστεγοι ιερείς
κλειστών μαντείων
που πλάνητες
κάτω απ’ τα ρούχα μας
κρύψαμε, κρύβουμε
τ’ αρχαία ιερά βιβλία
εμείς που δε δεχτήκαμε από πουθενά
φιλανθρωπία και παρηγόρηση
και που ποτέ δεν αγαπήσαμε
αν δεν έπρεπε
κι άγνωστους δεν ελεήσαμε
μονάχα δώσαμε και δίνουμε
τα σώματά μας στην πύρα
ατρόμητης λαγνείας

για όλους εμάς
πταίσματα είναι
Κόμμοδος, Τραϊανός, Δομιτιανός
κι ο Δέκιος κι ο Διοκλητιανός ο Μέγας
μπροστά στους απηνείς διωγμούς σας
αιώνων τώρα
απάνθρωπης πραότητας
και βίαιης καλοσύνης
και πίστης της αγέλαστης
μπροστά στους απηνείς διωγμούς
της ευθυμίας
της παρρησίας
του φθόνου μας
της ειρωνείας
του κάλλους
διωγμούς
σαν χάδι ή ζύμη
ή μάλλον
σαν κάτι ακόμα πιο σκληρό
που δεν το ξέρω.

Μέσα από το σύνολο του ποιητικού έργου του Γιάννη Βαρβέρη, αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία σε ένα ποίημα που, κατά τη γνώμη μου, είναι αριστουργηματικό και θα άξιζε να μπει στο «πάνθεον» των ιστορικών ποιημάτων της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για το ποίημα «Μάθημα πρώτο και κύριο», που περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή Ο άνθρωπος μόνος (Κέδρος, 2009). Το ποίημα αυτό εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σύνολο –με θεματολογία συνυφασμένη πρωτίστως με τον χριστικό μύθο και την εποχή της μετάβασης από τον αρχαίο κόσμο προς την επικράτηση του χριστιανισμού– και αποτελεί το καταληκτικό ποίημα της συλλογής, συνοψίζοντας τον βαθύτερο προβληματισμό του ποιητή. Ένα ποίημα καβαφικό ως προς τη σύλληψη και τη λεπτότητα χερισμού των αντιπαραθέσεων ιδεών και πίστεων, που συγχρόνως βρίσκει έναν εντελώς δικό του, πρωτότυπο τρόπο να μεταδώσει τη συγκίνηση για τον παγανιστικό κόσμο που χάνεται και για την υπαρξιακή αγωνία των επιφανέστερων πνευμάτων του κόσμου αυτού.
Στο υπό εξέταση ποίημα υπάρχει ως μότο η λατινική φράση Celsus primus dixit, δηλαδή ο Κέλσος πρώτος είπε. Ο Κέλσος υπήρξε ένας χαρισματικός εθνικός φιλοσόφος, ο οποίος είναι γνωστός στους μελετητές της περιόδου των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων από το έργο του Αληθής λόγος, με το οποίο στρέφεται κατά της χριστιανικής θρησκείας, παρουσιάζοντάς την ως κατώτερη φιλοσοφικά και θεολογικά σε σχέση με τις ιδέες και την κοσμοθεωρία των εθνικών. Το έργο του Κέλσου είναι σημαντικό για την κατανόηση αυτής της τόσο σύνθετης ιστορικής περιόδου, αφού δίνει πληροφορίες για το πέρασμα από τον παγανιστικό στον χριστιανικό κόσμο και μας βοηθά να κατανοήσουμε αυτή την τόσο δυσερμήνευτη καμπή, που έφερε μια θεμελιώδη αλλαγή στις ανθρώπινες κοινωνίες. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Κέλσου διασώθηκε από τα αποσπάσματα που παραθέτει ο Ωριγένης στο απολογητικό του χριστιανισμού έργο του Κατά Κέλσου, όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις έργων που στρέφονται κατά των χριστιανών ή που έχουν Γνωστικές καταβολές: τα έργα αυτά διασώθηκαν μόνο μέσα από τις αναφορές των αντιπάλων τους, καθώς οι χριστιανοί δεν παρέλειπαν να καταστρέφουν τις πρωτογενείς πηγές ως επικίνδυνες.
Στο ποίημα του Βαρβέρη, το λαμπρό πνεύμα του Κέλσου, που ξεχωρίζει για την ευρύτητα και το βάθος των φιλοσοφικών του γνώσεων, όπως φαίνεται και από τα διασωθέντα αποσπάματα του Αληθούς Λόγου, επιστρέφει μετά την υπογραφή του Διατάγματος των Μεδιολάνων του 313 μ.Χ. (ύστερα απ’ τα Μεδιόλανα), για να μιλήσει ξανά, όπως και τότε που είχε επισημάνει τους κινδύνους της επικράτησης του χριστιανισμού, πριν ολοκληρωθεί αυτή η ιστορική καμπή. Μια άλλη υπόθεση είναι ότι το πρόσωπο που μιλά είναι κάποιος άλλος εθνικός, που ακολουθεί τις θέσεις του Κέλσου, ο οποίος primus dixit. Σε κάθε περίπτωση, βρισκόμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία το παιχνίδι μοιάζει να έχει κριθεί και το ζήτημα είναι πανηγυρικά κλεισμένο.
Σε ολόκληρο το ποίημα, με μια αξιοσημείωτη πύκνωση ιδεών, καταγράφονται όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του παγανιστικού κόσμου, τα οποία συγκρότησαν μια αξιοθαύμαστη μέσα στους αιώνες πνευματική πραγματικότητα. Ας κάνουμε μια αναφορά σε συγκεκριμένους στίχους και ας επιχειρήσουμε μια ερμηνεία των ιδεών που ξεδιπλώνονται σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης:

1) Όμως εμείς οι εθνικοί/ … / που δεν καταδετήκαμε θεό για να πεθάνουμε.

Ο παγανιστής είναι ανοιχτός στην ποικιλία και τη μίξη των πίστεων, αποδέχεται τις παραλλαγές και τις αποκλίσεις των μύθων, αναζητά τη σύνθεση των ιδεών, χωρίς να διεκδικεί τη μία αλήθεια και να βαυκαλίζεται ότι πεθαίνει για αυτήν. Το θείο είναι αφορμή στοχασμών και ανακάλυψης και όχι βασάνων και θανάτου.

2) εμείς που δε δεχτήκαμε από πουθενά/ φιλανθρωπία και παρηγόρηση/ και που ποτέ δεν αγαπήσαμε/ αν δεν έπρεπε/ κι αγνώστους δεν ελεήσαμε

Στην αρχαία σκέψη η φιλία ή η εχθρότητα προκύπτουν ως αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης σχέσης με τον άλλον άνθρωπο. Η αγάπη άνευ όρων δεν είναι δεδομένη. Με αυτόν τον τρόπο, ο αρχαίος κόσμος έβρισκε μια πραγματική εσωτερική ισορροπία, αφού αποδοχόταν όλες τις πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού. Ας σκεφτούμε ότι η κατάπνιξη συγκεκριμένων συναισθημάτων και ενστίκτων, που εκδιώχθηκαν από τον χριστιανισμό (στην ηθική διδασκαλια βεβαίως, και όχι στην ιστορική πορεία του, που βρίθει πολέμων και μίσους), οδήγησε σε μεγαλύτερα δεινά και εξάρσεις του κακού: διότι ο παγανιστής δεχόταν τον θυμό του και το μίσος που αναδυόταν στην ψυχή του, όταν κάποιος τον αδικούσε, και με την αποδοχή ξεπερνούσε εντέλει την αρνητική αυτή κατάσταση. Αντιθέτως, ο χριστιανός ονόμαζε αυτές τις εκδοχές του ψυχικού κόσμου αμαρτωλές και αποδιοπομπαίες, με αποτέλεσμα τα ίδια αυτά συναισθήματα, καταπιεσμένα, να γιγαντώνονται, να γίνονται τελικά ένα άρρωστο μίσος προς τους αλλόπιστους, να πυροδοτούν αγριότητες, που άρχισαν από τον διαμελισμό της Υπατίας και έφτασαν έως τις πυρές των αιρετικών.

3) μονάχα δώσαμε και δίνουμε/ τα σώματά μας στην πυρά/ ατρόμητης λαγνείας

Η ηδονή είναι για τον παγανιστή ένα σημαντικό μέρος του βίου του: από τον σαρκικό έρωτα μέχρι την απόλαυση της ομορφιάς της φύσης και της τέχνης, αλλά και μέχρι τις πνευματικές απολαύσεις της επιστήμης και της φιλοσοφίας ο παγανιστής βρίσκει το μέτρον, αλλά και τον ενθουσιασμό να ανακαλύπτει και να αισθάνεται. Πάντες νθρωποι το εδέναι ρέγονται φύσει, γράφει ο Αριστοτέλης στα Μετά τα Φυσικά, δείχνοντας μέσα από αυτή τη φράση τη σύγκλιση φύσης, επιθυμίας, ηδονής και γνώσης.

4) για όλους εμάς/ πταίσματα είναι/ Κόμμοδος, Τραϊανός, Δομιτιανός/ κι ο Δέκκιος κι ο Διοκλητιανός ο Μέγας/ μπροστά στους απηνείς διωγμούς σας/ αιώνων τώρα/ απάνθρωπης πραότητας/ και βίαιης καλοσύνης/ και πίστης της αγέλαστης/ μπροστά στους απηνείς διωγμούς/ της ευθυμίας/ της παρρησίας/ του φθόνους μας/ της ειρωνείας/ του κάλλους

Η ρωμαϊκή πολιτική είδε στη χριστιανική πίστη έναν κίνδυνο: ο κίνδυνος αυτός προερχόταν από μια πρωτόγνωρη κοσμοαντίληψη των χριστιανών ότι η πίστη τους είναι η μόνη ορθή, η μόνη αληθινή και ως τέτοια έπρεπε να επικρατήσει και να επεκταθεί σε όλα τα έθνη, αποκλείοντας κάθε άλλη πίστη και θρησκεία. Οι ιουδαϊκές ρίζες του χριστιανισμού βεβαίως ωθούσαν στην αντίληψη περί της μίας αληθινής πίστης, με τη σημαντική διαφορά όμως ότι πεδίο δράσης ήταν πια όλα τα έθνη και στόχος η επέκταση και ο προσηλυτισμός. Για τους Ρωμάιους αυτοκράτορες ήταν αδιανόητο ότι υπήρχε μια τέτοια θρησκεία που ζητούσε να αποπέμψει μεγάλους θεούς, όπως ο Μίθρας, η Κυβέλη ή ο Διόνυσος. Θα πρέπει να φάνταζαν παράδοξοι οι πιστοί του Χριστού που έφτυναν και συνέτριβαν τα παγανιστικά αγάλματα και με μια νεκροφιλική διάθεση κάποτε έμοιαζαν να επιζητούν το μαρτύριο. Στο ποίημα ο πραγματικός διωγμός δεν συντελέστηκε από τους Ρωμαίους, αλλά από τους χριστιανούς, οι οποίοι κατόρθωσαν να παραλλάξουν τον κόσμο για αιώνες ολόκληρους, εκδιώκοντας από αυτόν τα ουσιώδη εκείνα στοιχεία που οδήγησαν τον παγανιστικό κόσμο στην ακμή του: τη βαθύτατη ισορροπία που προέκυπτε από τη χαρά, την ελευθερία του λόγου και τη διασταύρωση των απόψεων, την άμιλλα (που οι χριστιανοί περιόρισαν ονομάζοντάς την φθόνο), την ειρωνεία, το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό, που έθεταν τον άνθρωπο στην πραγματική του θέση μέσα στη φύση, και το κάλλος, που τόσο λάτρεψαν οι ποιητές μέσα από την Αφροδίτη, τις νύμφες και τις Χάριτες. Για τον εθνικό που παίρνει τον λόγο μέσα στο ποίημα, το μεγάλο στοίχημα είναι να δούμε πίσω από τα φαινόμενα, να αντικρίσουμε πόσο βίαιη γίνεται κάποτε η επιφανειακή πραότητα, πόσο μίσος κρύβουν τα αγέλαστα πρόσωπα των πατέρων της εκκλησίας, όταν παρότρυναν τους πιστούς να καταστρέφουν θέατρα, στάδια, ναούς και αγάλματα.
Η πραγματική σκληρότητα, μας λέει το ποίημα, είναι σαν χάδι ή ζύμη ή μάλλον/ σαν κάτι ακόμη πιο σκληρό/ που δεν το ξέρω. Ο ποιητής συνέλαβε το μεγάλο μυστήριο μιας εποχής κατά την οποία συνετελέστη ο μεγάλος διωγμός της ομορφιάς και του μέτρου. Απέδωσε μέσα σε λίγους στίχους όσα θα χρειάζονταν τόμοι ιστορικών βιβλίων. Γιατί ο ποιητής είναι πάντα στο παρελθόν, στο μέλλον, στο τώρα, σε όλους τους χρόνους, έτοιμος να δει και να ακούσει τις φωνές της μνήμης και της προφητείας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: