Le loup n’ a plus de dents, il mange des idées;
Léo Ferré
Με αυτούς τους στίχους του Léo Ferré προλογίζει ο Γιάννης Βαρβέρης τη συλλογή του Ζώα στα Σύννεφα, που βρέθηκε στα χαρτιά του έτοιμη για έκδοση και κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Κέδρος, μετά τον θάνατό του. Κι έτσι, μ’ αυτόν τον λύκο, χωρίς τα δόντια του πια, που μασά και καταπίνει ιδέες –και που πλέον δικό του κτήμα ποιητικό γίνεται– μας αφηγείται τις ιστορίες των άλλων ζώων.
Τα ζώα που κυκλοφορούν στα ποιήματα της συλλογής, όπως τα σχεδίασε ποιητικά, είναι ζώα που δεν γελούν, κανένα ζώο δε γέλασε ποτέ, νιώθουν όμως πως για ένα αστείο/χάσαν/ή χαθήκανε. Δεν είναι αποδημητικά πουλιά, αφήστε τους ρομαντισμούς/δε θα ξαναγυρίσουμε ποτέ. Είναι θλιμμένα, κανένας τη βαθιάν αιτία δεν ξέρει. Έχουν σαν τις καμήλες το βλέμμα ήρεμο/σχεδόν ειρωνικό/σαν να ‘ξεραν το μυστικό/από αιώνων ή/σαν να μην ξέραν τίποτε. Σκέπτονται καμιά φορά σαν τη χελώνα τι να τα κάνω εγώ/διακόσια χρόνια ζωής. Άλλα σέρνονται σαν τα σκουλήκια, τα πατάς στο δρόμο σου/χωρίζονται τα σώματα/ενώνονται και πάλι τα κομμάτια τους. Κι όσο για τους δεινοσαύρους, αυτοί στα παλαιοντολογικά μουσεία τραντάζονται απ’ τα γέλια στην ιδέα πως κυρίες και όμιλοι/παλεύουνε με πάθος/να σώσουν το υπό εξαφάνιση/άλφα ή βήτα ζώο. Τα ζώα σαρκάζουν την παντοδυναμία των ανθρώπων, δόλωμα για να φας με κάρφωσες/σκουλήκι ζωντανό στην πετονιά σου/όμως κι εσύ θα γίνεις δίχως πετονιά/αλλού για τ’ αδέλφια μου εκδίκησης, κρύο πιάτο.
Ψάχνει ο ποιητής στη σοφία των ζώων τα μυστικά να μάθει για την κοινή μοίρα όλων των πλασμάτων, κι όπως το ξέρει πως αυτά δεν θα του απαντήσουν (εκείνα δεν του φανερώσαν/τα πιο βαθιά τους μυστικά) παρά μόνο θα τον οδηγήσουν διαισθητικά να καταλάβει, αφήνεται στον ποιητικό του λόγο, ικανό να διεισδύσει στον κόσμο τους και δυνητικά να ταυτιστεί μαζί τους. Γιατί θαρρώ πως αυτό θα ήθελε, εκεί κοντά στο δικό του τέλος, στο άφευκτο δικό του πέρασμα σε μιαν άλλη ίσως διάσταση, να βρει τι κοινό έχει με τα άλλα όντα που αλλιώς εννοούν τη ζωή και τον θάνατο αλλά και αλλιώς αντιδρούν απέναντι στο αναπόδραστο. Με περισσή σοφία ίσως, που λείπει από το κυρίαρχο, νοήμον ον; Με επίγνωση των αφανών ορίων;
Αναρωτιέται ο ποιητής στο ακροτελεύτιο ποίημά του (πιθανόν και να αποτελεί ακριβώς την τελευταία γραφή του):