Με πήρε ένας Γιάννης εκείνο το πρωί κάπως αναστατωμένος.
Ξεκίνησε με απορία να με ρωτάει: ―Τον ξέρεις τον Τάδε σκηνοθέτη του κινηματογράφου, Σωτήρη; ―Ε, ναι. Μια καλημέρα έχουμε, τίποτα όμως παραπάνω, στο Ντόλτσε, στο δρόμο καμιά φορά, κάνα-δυο φορές έχουμε κάτσει για λίγο και μαζί, στο ίδιο τραπέζι με άλλους. Γιατί; ―Τι να σου πω τώρα… Βρέθηκα κι εγώ μαζί του χτες το βράδυ σε μια παρέα σ’ ένα σπίτι. ―Ε, και; ―Άκου να δεις τι έγινε: είπαμε να πούμε ό καθένας ποιους έχει καλύτερούς του φίλους. Κι εγώ είπα τον Γιωργάκη μας τον Μαρκόπουλο κι εσένα. ―Ε, και; ―Αυτός ο άνθρωπος μου ’κανε μια τρομερή επίθεση για σένα, πώς εγώ καταδέχομαι να σ’ έχω καλύτερό μου φίλο! «Τον Κακίση;!», μου ’λεγε και μου ξανάλεγε, κι αγριεμένος. Σίγουρα δεν έχετε ποτέ τσακωθεί, βρε παιδί μου; ―Μα και να ’χαμε, μωρέ Γιάννη, θα σου ’λεγε ένας κανονικός άνθρωπος τέτοια, θα σου μιλούσε έτσι, θα σε πρόσβαλε εσένα πρώτα μ’ αυτόν τον τρόπο, όταν του είπες ό,τι του είπες; Και δεν θα υπολόγιζε, αν δεν τον τύφλωνε το κόμπλεξ και το μίσος, πως εσύ θα μου το ’λεγες αυτό οπωσδήποτε την επομένη; ―Δίκιο έχεις. Λίγο μυαλό παραπάνω να ’χε …
Συμφωνήσαμε τότε με τον Βαρβέρη πως το Κακό, τελικά, είναι ένας ηλίθιος. Και πιάσαμε πια να μιλάμε για πράγματα ευχάριστα, για το σινεμά.
(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές)