Ακούγεται από βαθιά μία φωνή διάτρητη από έναν σαρκασμό, ένα πάθος οδύνης που την ένταση της δραματικότητάς του έχει τη δύναμη να την αυξομειώνει σε ένα παιχνίδι οριακό όπου κάποτε φτάνει ο ίδιος να ειρωνεύεται κι αυτό ακόμη το παιχνίδι. Γιατί ο Γιάννης Βαρβέρης δεν είναι παρά ένας παίκτης δεινός.
Παίζει με τον θάνατο και παίζει με τις λέξεις, με τις σκιές των νυχτερινών μαγαζιών αλλά και με τον έρωτα. Παίζει χαρτιά και παίζει και με τον ίδιο του τον εαυτό, όταν αυτοβιογραφείται, καθώς αποκαλύπτεται μέσα απ’ το πλήθος των αντιφατικών προσώπων που υποδύεται: Γκιούλιβερ, Μπεν Χουρ, Σαλώμη, αφού το ξέρει καλά ότι το πένθος προηγείται, γι’ αυτό άλλωστε και του παραστέκεται, συνοδοιπόρος σθεναρός στα πάθη του σώματος και της ψυχής. Μάλιστα, το πένθος αυτό γίνεται η μοναδική αιτία προσήλωσής του στην ατομική περιοχή ως σημείο εκκίνησης που βαθμιαία ωστόσο τον οδηγεί σε ανοίγματα αποκαλυπτικά, καθώς κατορθώνει να συμπεριλάβει όλες τις περιπτώσεις των ανθρώπων, σε μια μεγάλη κλίμακα ηλικιών, φύλων και βέβαια διαθέσεων.
Εναλλαγές κυνισμού και συντριβής, αναίδειας και τρυφερότητας, σάρκινου και αιθέριου, την ώρα που ένας ευσυγκίνητος ευγενής αγωνίζεται να κρύψει τον λυγμό πίσω από τη χλεύη και την ωμότητα. Είναι η στιγμή που το μελό ηττάται ολοσχερώς από τον δεξιοτέχνη του ελιγμού και των προσωπείων, ώστε να επικρατήσει η περήφανη ψυχή του αριστοκράτη. Κι ας φλέγεται ο ίδιος στον τρελό χορό των «εξ αρχής χαμένων στοιχημάτων». Του φτάνει που η νύχτα και η απόσταξη των λέξεών του τον κρατούν μακριά από την αποκάλυψη της παλλόμενης ευαισθησίας και του γνήσιου ρομαντισμού.
Ένα σχήμα πρωθύστερο όλη η ποίησή του προοικονομεί το τέλος και το περιέχει, το αναλύει και το υπολήπτεται, όπως ένας παίκτης καλός τον άξιο αντίπαλό του. Μοντερνιστής και εστέτ κυκλοφορούσε στα λαϊκά μαγαζιά και στα σαλόνια.
Παιδί των λουτροπόλεων και του θεάτρου, ακούει τραγούδια γαλλικά και μας δωρίζει μεταφράσεις εξαιρετικές: Πρεβέρ, Μαριβώ, Μπρασένς, Φερρέ, Κάριγκτον, Μρόζεκ, Σαντράρ, Μολιέρο, Ουίτμαν αλλά και Μένανδρο και Αριστοφάνη.
Το ατομικό βίωμα ως διαδικασία καθόδου στη μνήμη δεν είναι για τον Βαρβέρη παρά απόπειρα διαπλάτυνσης του χρόνου, ώστε με το πρόσχημα της αγαστής συνύπαρξης ζώντων και τεθνεώτων και με τη μέθοδο ενός αλλεπάλληλου flashback να συγχυστούν τα πραγματικά όρια και το αντικειμενικό να εμπλακεί στον χωροχρόνο του υποκειμένου. Η διαρκής απεύθυνση της αφηγηματικής γραφής του στα πλαίσια της αναζήτησης του δεύτερου ενικού, η θαυμαστή παράθεση ευρημάτων αναπάντεχων και βέβαια η πολυσημία ενός λόγου που μέσα από τον διάλογο χτίζει τα σκαλοπάτια κατάδυσης στα βάθη της συνείδησης εμπεριέχει μιαν άλλη δική του μέθοδο πρόληψης και προστασίας. Η αποδοχή του τέλους δεν ισούται για τον Βαρβέρη με ήττα ούτε με συμφιλίωση αλλά με μετατόπιση σε περιοχή γνώριμη και με άλλον τρόπο βιωμένη. Το εφήμερο και το θνητό, τα γηρατειά και οι επιστροφές της μνήμης, η πικρή αίσθηση, το αστικό τοπίο και η υπονομευτική διάθεσή του απέναντι στα σοβαροφανή, δεν είναι παρά η πλέον ευφυής τακτική του, προκειμένου να μη φανεί η λύπη του.
Πεισιθάνατος και με την αίσθηση του αποσυνάγωγου εξομολογείται και αυθαδιάζει στη μοίρα, ενώ αποδέχεται τη φτώχεια αλλά και τη ματαίωση που η φθορά προκλητικά επιβάλλει:
«Περιουσία μας είναι ό,τι έχουμε χάσει».
Η ποίησή του ένας αέναος αποχαιρετισμός και μια ανάγκη μέσω της σύγχυσης μέλλοντος και παρόντος να διασωθούν οι λεπτομέρειες που μας διαφεύγουν.
Καθώς κοιτάζω τώρα / φωτογραφίες μου μες στην κολυμπήθρα / παρατηρώ το βλέμμα μου έντρομο / θα ’ξερα φαίνεται το τι με περιμένει. / Κι όμως αμαχητί ηττήθηκε το φίλτρο σου / μόνον εσύ μπορούσες / να πάρεις το παιδί από τα χέρια τους / να βγεις στους δρόμους. («Αναδρομικό νήπιο», Βαθέως γήρατος, 2011)
Και φυσικά έχει απόλυτη επίγνωση της αναγκαιότητας του εγχειρήματος και επανέρχεται σ’ αυτό εμμονικά μιλώντας για τη νοσηρή και επικίνδυνη επιστροφή του σε έναν χρόνο που έχει από καιρό διαγραφεί και αποχωρήσει.
Μόνο που αυτός είναι ο μοναδικός δικός του τρόπος να σώζεται και να επιζεί αργοπεθαίνοντας. Μιλά και αυτοσαρκάζεται για τη συγκεκριμένη του εμμονή και είναι αυτή η δική του ευφυής μέθοδος να καθησυχάσει τους φόβους του μέσα απ’ την εξοικείωση με το ανοίκειο.
– Πόσα δεν ξέρεις / απ’ όσα εγώ θυμάμαι. / Στο κεφαλάκι σου σφηνώνω μνήμες / της δικής μου μνήμης / πρόσωπα, πράγματα που αγάπησα / και δε σου δόθηκε ούτε καν / να τα ξεχάσεις. / Κι όλο σου ξαναλέω τα τόσα που έχεις χάσει, ενώ // τίποτε, τίποτε δεν έχασες. / Μην ακούς έναν / ανάξιο να ξεχάσει / μην τον ακούς / μην τον ακούτε / αυτός είναι τρελός για μνήμη / τα χέρια και τα λόγια του είναι μνήμη / αφήστε τον στη μνήμη του / πάρτε του το παιδί από τα χέρια. («Αν είχα ένα παιδάκι», Άκυρο θαύμα, 1996)
Αναζητώντας τρόπους να αντέξει το καθημερινό πλησίασμα στο αμετάκλητο επινοεί την παρατήρηση και τη μετουσίωση του οδυνηρού σε αντικείμενο που υπόκειται στον περιπαιχτικό σχολιασμό του. Έτσι αντέχει, μετατρέποντας τη γραφή του σε μια καταγγελία διαρκείας για την απουσία του θαύματος μα πιο πολύ για τη δραματική προσαρμογή του όντος σ’ αυτήν την ανηλεή συνθήκη.
[…] «Είμαστε προ της κρίσεως υπερήφανοι / γιατί το θαύμα ήταν πως ζήσαμε / χωρίς το θαύμα». («Καθώς πλησιάζει η ώρα», Ο άνθρωπος μόνος, 2009)
Δεν είναι βλάσφημος, μόνο παραπονιέται για την αίσθηση της μοναξιάς και την εγκατάλειψη του σώματος που ολοένα τον προδίδει. Ούτε πιστός συνεπώς αλλά ούτε και άπιστος στέκεται ενώπιος ενωπίω με τον Θεό διατρανώνοντας την απελπισμένη αγωνία του να υπάρχει, την ώρα που όλα τον επιβεβαιώνουν πως αποχωρεί.
Γιατί ο άνθρωπος εν τη απουσία του Θεού είναι μόνος, κι ας λέει ο Léo Ferré στο μότο της συλλογής Άνθρωπος μόνος:
“Et si vraiment dieu existait / – Comme disait Bakounine / Ce camarade vitamine – / Il faudrait s´en débarrasser”.
Ο Βαρβέρης εξανίσταται:
«Άδικα ψάχνεις, Κύριε, το απολωλός / κι άδικα θα χαρείς την εύρεσή του. / Αντίθετα, να σαι περήφανος που με παρρησία θα σ’ αρνηθεί / για την «τιμή και την πεποίθησή του». / Το απολωλός θα ζήσει κατά την κρίση του / και σύμφωνα μ’ αυτήν ίσως στο τέλος θα κριθεί. / Η ανησυχία και η θλίψη Σου / θα ’πρεπε μάλλον / να στραφούν στα υπόλοιπα ενενήντα εννέα: σε μας. / Με τη μορφή προβάτων, αδιάκοπα κοντά σου / μας έχεις αιώνες τώρα / και για πάντα / χάσει». («Το απολωλός», Ο άνθρωπος μόνος, 2009)
Ένα παράπονο παρόμοιο με εκείνο της Κικής Δημουλά:
Το απολωλός θα ζήσει κατά την κρίση του
[…] «Όχι όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες / συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε / σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μάς υπέβαλαν. // Μεγάλωσα όχι θέλω ξεκάθαρους πια / ορατούς λογαριασμούς // ή σε αγγίζω Ιησού / ή Ανασταίνεσαι διά παντός από κοντά μου». (Κική Δημουλά, «Μεγάλη Πέμπτη», Ήχος Απομακρύνσεων, 2001)
Είχες έρθει στη Θεσσαλονίκη καλεσμένος στα λογοτεχνικά πρωινά που διοργάνωνε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Σε συναντήσαμε στο λόμπι του ξενοδοχείου σου. Θα βγαίναμε για φαγητό αλλά δεν ένιωθες καλά και μείναμε εκεί. Έβγαζες κάθε τόσο το θερμόμετρο και μετρούσες με αγωνία τον πυρετό.
«Είμαι καλύτερα», μας είχες πει με τον γνωστό ανάλαφρο τρόπο σου, «μόνο που ζω μια δροσερή κόλαση».
Τώρα που γράφω εδώ για σένα, το «Avec le temps» του αγαπημένου σου Ferré με συνοδεύει στην αναδρομή. Δεν ξέρω ποιος το λέει σε ποιον. Μου το λες εσύ, σου το λέω εγώ, εκείνοι που έφυγαν, όσοι θα φύγουν… Όπως και να ’χει, μένω με την αίσθηση πως το ακούς.
Με τον καιρό...
Με τον καιρό, περνούν, όλα φεύγουν
Ξεχνάμε το πρόσωπο και ξεχνάμε τη φωνή
Η καρδιά, όταν δε χτυπά πια (γρήγορα), δεν έχει νόημα
να ψάχνεις παραπέρα, πρέπει να αφήσεις τα πράγματα ως έχουν κι όλα καλά.
Με τον καιρό...
Με τον καιρό περνούν, όλα φεύγουν
Εκείνος που λατρεύαμε, που αναζητούσαμε κάτω απ’ τη βροχή
Εκείνος που καταλαβαίναμε μόνο με μια ματιά,
ανάμεσα στις λέξεις, ανάμεσα στις γραμμές και κάτω από την όψη
μίας μεταμφιεσμένης υπόσχεσης που πηγαίνει να κοιμηθεί
Με τον καιρό όλα εξαφανίζονται
Με τον καιρό...
Με τον καιρό, περνούν, όλα φεύγουν
Ακόμα και οι πιο αγαπημένες αναμνήσεις παίρνουν παράξενες μορφές
Στην γκαλερί περιπλανιέμαι, στις ράγες του θανάτου
Σάββατο βράδυ, όταν η τρυφερότητα βαδίζει ολομόναχη
Με τον καιρό...
Με τον καιρό, περνούν, όλα φεύγουν
Εκείνος τον οποίο εμπιστευόμασταν για την αρρώστια, για τη φτώχεια
Εκείνος στον οποίο δίναμε πνοή και κοσμήματα
Για τον οποίο θα πουλούσαμε την ψυχή μας για μερικές δεκάρες
Μπροστά στον οποίο σερνόμασταν σαν τα σκυλιά
Με τον καιρό, περνούν, όλα πηγαίνουν καλά
Με τον καιρό...
Με τον καιρό, περνούν, όλα φεύγουν
Ξεχνάμε τα πάθη και ξεχνάμε τις φωνές
που μας ψιθύριζαν τα λόγια ταπεινών ανθρώπων:
«Μη γυρίσεις πολύ αργά, και κυρίως μην αρπάξεις κανένα κρύωμα».
Με τον καιρό...
Με τον καιρό, περνούν, όλα φεύγουν
Κι ασπρίζουμε όπως ένα εξαντλημένο άλογο
Και νιώθουμε παγωμένοι πάνω σ’ ένα τυχαίο κρεβάτι
Και νιώθουμε ολομόναχοι ίσως αλλά γαλήνιοι
Και νιώθουμε εξαπατημένοι από τα χαμένα χρόνια
Λοιπόν, πράγματι... με τον καιρό... δεν αγαπάμε πια.
Αυτά από εμένα, Γιάννη.
Τη λύπη μόνο μάθε μου από εκεί, με τον καιρό, να τη μεταμφιέζω.