Είναι, πιστεύω, ολοφάνερο πως το ποιητικό έργο του Γιάννη Βαρβέρη (1955-2011), που κάνει την εκκίνησή του το 1975, με τη συλλογή Εν φαντασία και λόγω, και ολοκληρώνεται μεταξύ 2011 και 2013, με τις μεταθανάτιες εκδόσεις Βαθέος γήρατος(2011) και Ζώα στα σύννεφα (2013), αλλάζει αξιοσημείωτα από τη μέση περίπου και μετά της διαδρομής του, όταν δημοσιεύεται, εν έτει 2001, το βιβλίο του Στα ξένα. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυτής περιόδου, ο Βαρβέρης θα παραιτηθεί βαθμιαία από τον διαρκή και απηνή σαρκασμό, τις πολύμορφες φασματικές φιγούρες και τα άπειρα λεκτικά και ηχητικά παιχνίδια υπέρ της καυτής οδύνης ενός εξοντωτικά πολύπαθου ήρωα, ο οποίος μπορεί εν συνεχεία να μειώσει κάπως τα παθήματά του, αλλά σπεύδει εκ παραλλήλου να αυξήσει την εσωτερική του ένταση, παράγοντας έναν λόγο με άκρως δραματικό και, ταυτοχρόνως, βαθιά ειρωνικό χαρακτήρα.
Η ατομικότητα ως πολυμελής θίασος
Η πρώτη ποιητική φάση του Βαρβέρη καλύπτει τη δουλειά μιας εικοσαετίας, εντάσσοντας στους κόλπους της έξι συλλογές: Εν φαντασία και λόγω (1975), Το ράμφος (1978), Αναπήρων πολέμου (1982), Ο θάνατος το στρώνει (1986), Πιάνο βυθού (1991), Ο κύριος Φογκ (1983) και Άκυρο Θαύμα (1996). Ο Βαρβέρης ανήκει στους νεότερους κλώνους της γενιάς του 1970 και εμφανίζεται εξαρχής απαλλαγμένος από τα ιδεολογικά δεσμά που βάρυναν στα δοκιμαστικά τους βήματα ορισμένους από τους παλαιότερους. Ο χώρος του είναι από ιδρύσεώς του ο χώρος μιας απερίφραστα ατομικής περιοχής, όπου η ζωή αποκτά το καθολικό της νόημα μόνο μέσα από όσα ταλανίζουν αδιάκοπα τη μοναδιαία ύπαρξη. Το δέος του θανάτου, η διαδικασία του πένθους (ένα από τα πιο επίμονα μοτίβα στους στίχους του Βαρβέρη), το άγχος και το άχθος του έρωτα (κάθε έρωτας είναι μια σκιαμαχία – μια προαποφασισμένη ματαιοπονία), η νυχτερινή περιπλάνηση στην πόλη (με την ψυχή και τη σάρκα να καίγονται πάντα σε σιγανή φωτιά), η προσήλωση στην τέχνη της ποίησης και η λατρεία της γλώσσας (η μουσική ενός σπασμένου και από τη ρίζα του απρόθυμου να εκδηλωθεί αλλιώς λυρισμού) – ιδού η φυσιογνωμία ενός αυστηρά προσωπικού ποιητή, που εκκοσμικεύεται χάρη στον τρόπο με τον οποίο μετατρέπει την υπαρξιακή θεματογραφία του σε αστική μυθολογία - μια μυθολογία που παίρνει σχήμα και μορφή είτε με το διαρκές ταξίδι μέσα στην πόλη είτε με την παρατεταμένη παραμονή στους κλειστούς και μισοφωτισμένους ή ονειρικά παραμορφωμένους χώρους της: