Η επιρροή της ποίησης του Μίλτου Σαχτούρη στη γενιά του ’70 είναι ένα θέμα που μελετάται ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια αποδεικνύοντας (και παράλληλα υποδεικνύοντας) ότι αυτός ο οικείος και ταυτόχρονα ανοίκειος κόσμος που δημιουργεί, το άγχος και η αγωνία της ύπαρξης, το παράδοξο μιας «κόλαση[ς] / με τόσο φως / δεν το περίμενα» (Μ. Σαχτούρης, «Στιγμές», Στίγματα, 1962[1] δεν εκφράζει μόνο τα βιώματα και την οδύνη ενός μετεμφυλιακού κόσμου αλλά γίνεται εξαιρετικά επίκαιρος στη σύγχρονη εποχή και δεν αφήνει αδιάφορους τους ομοτέχνους του. Το πεδίο της ποίησης του Σαχτούρη επεκτείνεται πέρα από συγκεκριμένα, ειδικά χρονικά όρια λαμβάνοντας διαχρονική αξία, «καθώς αυτή η παραγωγή είναι σαφές σε απόλυτη έννοια ότι ανταποκρίνεται σταθερά στους όρους της σύγχρονης δημιουργικής πρόσληψης κατά την εξέλιξη του αντικειμενικού και κυρίως του πολιτισμικού χρόνου»[2] και εμπνέοντας όχι μόνο νεότερους ποιητές αλλά αποκτώντας σταθερά και ένα νέο, δυναμικό κοινό[3]
Αυτός, λοιπόν, ο κόσμος που «ενώ περιγράφεται με κανονικά συνταγμένο λόγο, μετατρέπεται σε ανοίκειο χώρο»,[4] η εμμονή με τον θάνατο και το στοιχείο του εφιάλτη είναι ορισμένα από τα στοιχεία που επηρέασαν και έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’70, τον Γιάννη Βαρβέρη. Ο ίδιος άλλωστε επισημαίνει σε αφιέρωμα του περιοδικού Αντί ότι «η γενιά του ’70 οφείλει σημαντικά τροφεία στον Μίλτο Σαχτούρη. […] Με τις εφιαλτικές του εικόνες και τα εωσφορικά τοπία του μας βοήθησε να εξοικειωθούμε και να διατυπώσουμε […] την μείζονα έννοια του θανάτου».[5]
Ειδικότερα, η επιρροή του Σαχτούρη στην ποίηση του Βαρβέρη εντοπίζεται κυρίως στη δημιουργία ενός εφιαλτικού τοπίου με αναφορές στον διαμελισμό του ανθρώπινου σώματος, στη συνύπαρξη ζωντανών-νεκρών, αλλά και στη χρήση ορισμένων συμβόλων, όπως το χιόνι. Ο Σαχτούρης έχει βιώσει τις οδυνηρές εμπειρίες του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου και των μετεμφυλιακών χρόνων και αυτή η εποχή και «ο ρεαλισμός της εισβάλλει και αναστατώνει τα άδυτα του φανταστικού του χώρου και το εγώ του με την ταραχή και τις παραισθήσεις του, δρώντας εξ επαφής, λειτουργεί σαν παραμορφωτικός καθρέφτης της πραγματικότητας».[6] Ακόμη και αν η εποχή και ο σκοπός των δύο ποιητών διαφέρει, το ποιητικό αποτέλεσμα του Βαρβέρη σε πολλές περιπτώσεις ανάγεται στα ποιήματα του Σαχτούρη, με τον οποίο «δημιουργεί σημεία διαλόγου».[7]
Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε ορισμένα ποιήματα ενδεικτικά των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους δύο ποιητές. Ο παραλληλισμός των κοινών στοιχείων ξεκινά με το ποίημα του Βαρβέρη «Σε σκληρό νόμισμα» όπου ο διαμελισμός του σώματος συνδέεται με την ποιητική τέχνη: «Διερωτώμαι αν μέσα σ’ αυτό το ποίημα/ βρίσκεται η καρδιά μου./ Θήραμα είναι και τρέχει τρέχει./ Την κυνηγούν κυνηγοί./ Εγώ είμαι με τους κυνηγούς./ Στήνω δόκανα, παριστάνει πως πιάστηκε, φεύγει. […] Το βράδυ μαζευόμαστε/ εγώ και οι κυνηγοί/ σε μια καλύβα διαβάζουμε δυνατά:/ «Απουσιάζει η καρδιά σου», μου λένε./ Και σκύβω το κεφάλι./ «Θα δοκιμάσω πάλι αύριο» υπόσχομαι/ ξέροντας πως η φυσική κατάσταση/ της καρδιάς μου/ είναι μέσα στο δάσος/ και έξω απ’ τα ποιήματα».[8] Εδώ η απουσία της καρδιάς του ποιητή παραπέμπει στο κομμένο κεφάλι από το ποίημα του Σαχτούρη «Το κεφάλι του ποιητή», το οποίο συνεχίζει να διαμαρτύρεται και να ενοχλεί με τα λόγια του: «Έκοψα το κεφάλι μου/ το ’βαλα σ’ ένα πιάτο/ και το πήγα στο γιατρό μου/ -Δεν έχει τίποτε, μου είπε,/ είναι απλώς πυρακτωμένο/ ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε/ το’ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους/ τότε είναι που χάλασε τον κόσμο/ άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια/ να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει/ το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου/ γύριζα έξαλλος τους δρόμους/ με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή».[9]
Έπειτα, στο ποίημα «Αυγά μάτια» του Βαρβέρη παρατηρούμε πώς αποδομείται μια οικεία σκηνή και επαναδομείται με εφιαλτικούς όρους: «Είπα κι εγώ ένα βράδυ να βυζάξω τα τοπία./ Ξερίζωσα λοιπόν τα δυο μου μάτια/ κι έκαψα βούτυρο σ’ ένα φαρδύ τηγάνι/ να πιω βουνά και λίμνες στέρεα τώρα./ Ο κόσμος είναι δυο μαστοί το δίχως άλλο/ με μια και δυο κουτάλα της κουζίνας/ πήρα να τους γευτώ μέσα στο πιάτο·/ ψαύοντας με τη γλώσσα τις θηλές τους/ τα δάκρυα σαν παιδάκια είχαν κλοτσήσει/ σαν τόπια τα τοπία είχαν κυλήσει/ στο νέο τους χάρτη μιας πεδιάδας ομελέτας./ Αυγά και μάτια ένα μπαστούνι παίρνω τώρα/ κι όπου σας βρίσκω θα τρυπάω και θα βαδίζω».[10] Αυτή η παραμόρφωση και η μετατροπή της καθημερινότητας σε σκηνικό εφιαλτικού τοπίου παρατηρείται στο ποίημα «Συμπέρασμα» του Σαχτούρη: «[…] κι ύστερα τι ν’ απόγινε αυτός ο άνθρωπος/ τα ρούχα του κυκλοφόρησαν σ’ εφημερίδες/ το ένα του μάτι το κρατούσε κι έπαιζε/ ένα μικρό κορίτσι/ μαύρα αυτοκίνητα μετέφεραν τα κομμένα/ μέλη του/ κι η καρδιά του αερόστατο γελούσε στο κενό»,[11] καθώς και στο ποίημα «Ιστορία», όπου προβάλλεται με το οξύμωρο «ωραίο τέρας» η δυσμορφία του κοριτσιού: «Όταν άνοιξε η σκουριασμένη πόρτα σαν αυλαία/ έτριξε/ όπως σάπιο καράβι σε κακό λιμάνι/ πρόβαλε γελασμένο το πρόσωπο του κοριτσιού/ μέσα στο άρωμα της φωτιάς και του καπνού/ η φωνή της/ σα σκοτεινή αίθουσα κινηματογράφου […] το κορίτσι/ ένα ζωντανό λουλούδι/ ένα λουλούδι αναμμένο/ ένα ωραίο τέρας/ ανάποδα γυρισμένο το στόμα/ τα μάτια/ τα φρύδια/ ένα ωραίο τέρας/ που χτυπούσε/ σα μαγικό ρολόγι/ το βράδυ αυτό το μαγικό/ τέλος προχώρησε/ η νύχτα/ το κορίτσι έσπασε μέσα στον καθρέφτη/ ύστερα/ φάνηκαν πάλι/ τεράστια/ το πρόσωπό μου/ το πρόσωπό της/ παραμορφωμένα/ άγρια ματωμένα/ σαν κινηματογράφος».[12]
Ταυτόχρονα, μπορούμε να πούμε ότι η συνύπαρξη ζωντανών και νεκρών, η απόδοση ανθρώπινων χαρακτηριστικών στον θάνατο και οι νεκροί που συμπεριφέρονται όπως οι ζωντανοί αποτελούν βασικά θέματα της ποίησης του Βαρβέρη. Την ίδια στιγμή αποτελεί συχνό θέμα και της ποίησης του Σαχτούρη[13] και θα αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα, για να διαπιστωθεί η αναλογία ανάμεσα στους δύο ποιητές. Αρχικά, στο ποίημα «Η ζωή» του Βαρβέρη παρουσιάζονται ειρωνικά ορισμένες φυσιολογικές διαδικασίες των ζωντανών σ’ έναν κόσμο νεκρών: «Κάτω απ’ το χώμα εδώ η ζωή/ μακραίνει/ κι όλο χτενίζουμε/ του διπλανού μας τα μαλλιά/ κι ο ένας του άλλου/ κόβουμε τα νύχια./ Και κάθε νύχτα οι πιο παλιοί/ νιώθουν του φρέσκου διπλανού ν’ ανασηκώνονται/ τα δάχτυλα βαριά/ να ψηλαφούνε για ένα χάδι τρυφερό/ τη σάρκα που έμεινε».[14] Στο ποίημα «Παίζουμε τους ζωντανούς;» οι αγαπημένοι νεκροί κάνουν την εμφάνισή τους και ταυτίζονται με τους ζωντανούς: «Ξαπλώνω απόψε πάλι στη μεριά σου./ Και με φωνάζω από το διπλανό δωμάτιο/ μ’ αγκαλιάζω με φιλάω/ είμαι περήφανος για τους βαθμούς σου/ το Σάββατο θα πάμε σινεμά/ την Κυριακή θα φάμε έξω/ και σε σφίγγω στη σκιά μου/ αυτήν που έχω στους πνεύμονες/ και δε θα σε προλάβουν/ μονάχα μην υποπτευθείς/ γι’ αυτό/ ανάβω και τσιγάρο:/ Μπαμπά, πάλι τσιγάρο;/ μ’ ακούω να λέω/ αλλά δεν ξέρω πια/ ποιος απ’ τους δυο/ καπνίζει/ και ποιος κλαίει».[15] Στο ποίημα «Πρόβα» διαγράφεται με οξύμωρους όρους μια αντίστροφη κυκλική διαδικασία θανάτου-γέννησης, καθώς οι νεκροί ετοιμάζονται να γεννηθούν: «Ζούμε καλά/ σ’ αυτό το απόμερο νεκροταφείο./ Στους ευάερους τάφους/ κάνουμε πρόβα ξαπλωμένοι/ ενώ φυσάει από παντού ζωή/ και μας γεμίζει νιάτα./ Όταν τελειώνει η πρόβα σηκωνόμαστε/ γεμάτοι αισιοδοξία και δύναμη. Αύριο πάλι./ Οι πρόβες συνεχίζονται επ’ αόριστον/ και μας μικραίνουν/ σιγά σιγά ξαναγυρίζουμε στη γέννησή μας/ και παραδινόμαστε/ ετοιμοθάνατα νεογέννητα/ γεμάτα σφρίγος./ Ζούμε καλά/ σ’ αυτό το απόμερο νεκροταφείο./ Ποτέ σας δε θα μάθετε/ πως μεγαλώνει ένας άνθρωπος/ σε βρέφος/ που δεν κλαίει».[16]
Όσον αφορά τον Σαχτούρη, θα αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιους στίχους από τη συνύπαρξη ζωντανών-νεκρών, όπως στο ποίημα «Σάββατο»: «Οι νεκροί δυο βήματα πλάι μας/ ησυχάζουν/ ή κάθονται ήσυχα/ στα σκαλοπάτια/ με μια σκούπα ματωμένη στο χέρι […]»,[17] στο ποίημα «Ο ήλιος»: «– ‘Ήμουν ο άρρωστος δίχως κρεβάτι’ έλεγε τώρα/ ο νεκρός στο νέο εξεταστή του. Το δωμάτιο ήταν/ κατασκότεινο και μόνο από μια μικρή τρύπα στο ταβάνι,/ κατέβαινε σιγά-σιγά μια υγρή κόκκινη κλωστή»,[18] ενώ η κατάργηση των φυσικών ορίων ζωής-θανάτου πραγματοποιείται και με την απόδοση στο θάνατο ανθρώπινων ιδιοτήτων, όπως: «[…] ώσπου τα φέρετρα να γίνουν αύριο άσπρες βάρκες/ και μέσα να τραγουδάνε ευτυχισμένοι οι νεκροί»,[19] «[…] κάθε βράδυ κερδίζω κερδίζω/ ο θάνατός μου/ απλώνει το χέρι/ κάθε βράδυ κερδίζω κερδίζω»,[20] «Ένας κόσμος νεκρός/ πίνει το παγωμένο γάλα του/ βάρκες πηγαίνουν έρχονται/ φέρνουν κι άλλους νεκρούς/ μητέρες χάνουν τα παιδιά τους/ παιδιά κλαίνε γιατί χάσαν τις μητέρες τους/ τέρατα χαρτοπαίζουν:/ – Ρίξε το πέντε! Ουρλιάζει ο νεκρός δολοφόνος/ ξάφνου πάλι μιλάει/ η κυρία σκατό και καρπούζι/ ώσπου να βγάλει η κόκκινη σελήνη/ το μαχαίρι της/ και ν’ αρχίσει να σφάζει.»[21] ή όταν οι ίδιοι οι νεκροί αποκτούν φωνή, αισθήσεις, σκέφτονται και αισθάνονται όπως οι ζωντανοί: «Μέσα στον τάφο μου/ περπατώ ταραγμένος/ τ’ απάνω κάτω/ τ’ απάνω κάτω/ ακούω τα πράγματα τριγύρω/ να ουρλιάζουν […]»,[22] «Πρωί πρωί καθώς έβγαινα από το σπίτι μου,/ είδα το αγγελτήριο του θανάτου μου./ «Τον αγαπημένο μας φίλο…» έγραφε./ Ώστε λοιπόν δεν είχα συγγενείς./ Πήρα γρήγορα ένα ταξί κι ανέβηκα στην Κηφισιά./ Σ’ όλο τον δρόμο υπήρχαν τεράστια πανώ που/ γράφαν:/ «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ»./ Στην Κηφισιά είχα ραντεβού με τον Διάβολο./ Καθόταν σ’ ένα καφενείο και με μια μαύρη βούρτσα/ βούρτσιζε τα ρούχα του./ – Εντάξει, μου είπε, είναι όλα τα κανονισμένα./ – Σας εξασφαλίσαμε ακόμα και νερό./ – Ησυχάστε/ – Ησυχάστε/ – Ησυχάστε».[23] Ο κόσμος των νεκρών του Σαχτούρη διαμορφώνεται μέσα σε ένα γκροτέσκο σκηνικό, αναπαράγεται σε «εφιαλτικά τοπία […] μαζί με τους αινιγματικούς συμβολισμούς τους και αναπτύσσονται πάντοτε σαν ύπουλα γοητευτικές μουσικές και χρώματα»,[24] όπως σημειώνει ο Βαρβέρης.
Τέλος, θα αναφερθούμε στο χιόνι ως παραπομπή στον θάνατο, ένα στοιχείο κοινό ανάμεσα στους δύο ποιητές. Ο Βαρβέρης συνδυάζει το χιόνι με την παρουσία του θανάτου είτε προσωποποιώντας τον είτε με τη μορφή των νεκρών που εκφράζουν ειρωνικά τη διαπίστωσή τους για το πέρασμα του χρόνου: «Μαύρες κουκκίδες/ Διάττοντες στο χιόνι/ Σήμα μικρό που χάνεται στη θέα/ Να κάνει σκι πάνω σε μια νιφάδα/ Το βρίσκει άλλη νιφάδα και το λιώνει/ Λιώνει κι αυτή/ Χιόνι στο χιόνι/ Βέρμιο Φτερόλακκα ψηλά βουνά/ Ο χρόνος – / Κι ο θάνατος το στρώνει»,[25] «Χρόνια πολλά/ λεν οι ζωντανοί./ Χιόνια πολλά/ απαντούν οι πεθαμένοι»,[26] «Χιόνια πολλά/ λεν οι ζωντανοί./ Χρόνια πολλά/ απαντούν οι πεθαμένοι».[27] Για τον Σαχτούρη συνδυάζεται με τις δυσκολίες, τις αντιξοότητες και κατ’ επέκταση τον θάνατο[28]: «Ένας μπαξές γεμάτος αίμα/ είν’ ο ουρανός/ και λίγο χιόνι/…/»,[29] «Χιόνι που πέφτει έξω!/ σαν παγοπώλης του θανάτου/ ο Θεός/…/»,[30] «Λέει η τσιγγάνα:/ – Διαβάζω χρήματα/ μέσα στον ύπνο σου/ έχεις μια ζωή πυκνή/ γεμάτη χιόνι/ όμως δεν ξέρω/ πότε θα γλιστρήσεις πέρα […] λέει ο θάνατος:/ – Δικά μου τα χρήματα/ δικό μου και το φεγγάρι/ δικά μου το χιόνι και τ’ αρνιά/ κι οι κόκκινες φλόγες/…/».[31]
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι ο θάνατος και ο εφιάλτης στήνουν ένα ποιητικό σκηνικό με κοινές ορίζουσες στους δύο ποιητές, διατηρώντας ωστόσο ο καθένας το δικό του γνώριμο ύφος. Κλείνοντας, αξίζει να επισημάνουμε ότι στη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Εν φαντασία και λόγω, που κυκλοφορεί το 1975, το πρώτο ποίημα τιτλοφορείται «Τα σκεύη». Η συλλογή του Σαχτούρη Το σκεύος έχει εκδοθεί το 1971. Βέβαια, μπορεί να πρόκειται για ένα συμπτωματικό γεγονός, όμως με την ανάγνωση του ποιήματος θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Βαρβέρης δηλώνει τον σεβασμό του στο έργο των προγόνων, ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Σαχτούρης. Το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται ότι το έργο αυτό αποτελεί μια κληρονομιά που του δίνει ώθηση μέσα από τη δημιουργική αφομοίωση: «Η αίθουσα των κειμηλίων/ άθικτη/ εντός μου./ Κλήρος μου/ η εγρήγορση των αντικειμένων/ η δυναστεία των τελευταίων βηματισμών/ Προβιβάζομαι σε σιωπή».[32]