Και βέβαια σε τίποτε
δε χρησιμεύει η ποίηση.
Εκτός αν κάποιος που διαβάζει τώρα
τρέξει μετανιωμένος και την ξαναφέρει σπίτι.
(«Οίκοι ευγηρίας»)
Ο Γ.Β. στη Μυτιλήνη
Δεν ξέρω αν εκείνος πήγε ποτέ στην Μυτιλήνη. Μεγάλη και ομολογημένη ήταν η αγάπη του για το Λουτράκι, για το οποίο έγραψε και μια ποιητική σύνθεση που είχε πρωτοδημοσιεύσει στη Νέα Πορεία –αργότερα περιλήφθηκε στην μεταθανάτια συλλογή του Βαθέος γήρατος– όπου και τον πρωτοδιάβασα ως έναν μεγάλο στυλίστα, με κατακτημένες αρετές του λόγου του την αφαίρεση, την πύκνωση, –μια πραγματική μορφολογική τελειότητα– αλλά και την εκφραστική λιτότητα, την απέριττη συγκίνηση... Ποιήματα, μελέτες, μεταφράσεις και οι κομψότερες θεατρικές κριτικές που είχα διαβάσει ποτέ, έτσι που εντύπωση μου είχε κάνει αργότερα το γεγονός ότι στο τμήμα Θεάτρου δεν διδάχθηκα ποτέ τον κριτικό Βαρβέρη.
Εγώ πάντως πήγα. Eίχα περάσει παλαιότερα δυο υπέροχα καλοκαίρια στον Μόλυβο, στο βόρειο τμήμα του νησιού, έχοντας αποκτήσει μιαν εμμονή με αυτόν τον τόπο. Ήμουν πρώτη στον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ το 2009 αλλά οι πέντε πολύτεκνοι που προηγήθηκαν στον πίνακα διοριστέων πήραν όλες τις θέσεις στα ηπειρωτικά. Kαι όπως ο κ. Φογκ, ήρωας και περσόνα του ποιητή, συνιστά:
[...] Θέματα τόσο σοβαρά
καλύτερα να τα ρυθμίζει
η θάλασσα
(«Ο κύριος Φογκ ενώπιον ναυαγού»)
Άφησα τα ποιήματα να αποφασίσουν... Αν το βαθύ ωκεάνιο αίσθημα υπάρχει, τότε είναι σίγουρα αυτό που δοκίμασα στον Μόλυβο, γράφοντας ποιήματα, καθισμένη σε μια πολεμίστρα στο κάστρο των Γατελούζων. Mysterium tremendum, mysterium fascinosum... Έτσι διάλεξα από όλο το νησί το άστυ, που θα επιβαλλόταν με τη διαφωτιστική ποιότητά του και θα τακτοποιούσε κάπως την ένδον αναρχία. Κάπως έτσι βρέθηκα χειμώνα στο νησί του Νάσου Θεοφίλου και του Πάνου Θασίτη, στην πόλη της Μυτιλήνης. Επιδόθηκα με ζήλο νεοφώτιστου στη μοναξιά, καθώς ποτέ πριν δεν είχα ζήσει μόνη, με μόνη συντροφιά το διαδίκτυο. Εκεί ανακάλυψα ξανά τον Γιάννη Βαρβέρη, έναν κατεξοχήν ποιητή του άστεως, τον ποιητή τού Ο άνθρωπος μόνος. Διάβαζα συνεντεύξεις του, στις οποίες εξομολογούνταν πόσο άνοστο έβρισκε να παραπονιούνται όλοι για τη μοναξιά τους καθώς και την αγάπη του για το γαλλικό chanson, την Barbara και τον Jacques Brel, ενώ καθισμένη στην προκυμαία έρχονταν στο μυαλό μου οι στίχοι:
[...] Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;
(«Εσπερινός της αγάπης»)
Έναν χρόνο μετά, το φθινόπωρο του 2010, είχα μετατεθεί στην Αθήνα, την πόλη του Γιάννη Βαρβέρη, από την οποία δεν έχω φύγει έκτοτε, και που τόσο παραστατικά η ποίησή του διαζωγράφιζε:
Ρομαντικό ταξί μέσα στη νύχτα
σαν άμαξα δαιμονισμένη.
Μαστίγωσε τους μαύρους σου αμαξά
ρίξε στην Πανεπιστημίου τ’ άλογα σου
με μια ελαφρά μου κλίση χαιρετώντας
τις φευγαλέες δενδροστοιχίες των περιπτέρων [,,,]
(«Με το ταξί καλπάζοντας»)
Τον Μάιο του 2011 πληροφορούμαι τον αιφνίδιο θάνατο του ποιητή. Τα ποιήματα είχαν αποφασίσει... Ο θάνατος, που τόσο ο ποιητής είχε μελετήσει, είχε τώρα χτυπήσει την πόρτα του ταξί. Από τους παρισταμένους στην κηδεία ελάχιστοι κάνουμε τον σταυρό μας ή ανάβουμε ένα κερί. Σκέφτομαι πώς μπορεί να ακούγονται τώρα αυτοί οι στίχοι:
[...] Μπορεί να μοιάζει μ’ όλα τ’ άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ θα λάμπω.
(«Το κερί»)
Το λεωφορειάκι μάς οδηγεί στο Δεύτερο Νεκροταφείο για την ταφή. Αναρωτιέμαι κατά πόσον νομιμοποιούμαι να παρευρίσκομαι καθόσον δεν γνώριζα τον άνθρωπο. Ρίχνω μαζί με τους άλλους ένα τριαντάφυλλο στον ανοικτό τάφο πριν κλείσει, Κύριος οίδε για πόσο, και κατόπιν πηγαίνουμε για τον καφέ της παρηγοριάς. Δεν τον γνώριζα, αλήθεια; Και ο ποιητής; Αυτός στην Μυτιλήνη ποιος ήταν; Δεν ήταν ο Γιάννης Βαρβέρης; Όμως, ο Γιάννης Βαρβέρης ποιος είναι; Αυτός που αποκαλύπτεται κρυπτόμενος μέσα στα ποιήματά του; Ή αυτός που κρύβεται αποκαλυπτόμενος μέσα από τα ποιήματά του; Σε ποιον ανήκει ο ποιητής με τα ποιήματα, το λαμπερό ποιητικό του σώμα; Πάντως όχι πια στον εαυτό του, όπως ο ίδιος διαβεβαιώνει:
[...] Δεν έχεις θέση τώρα
τι ζητάς
ανάμεσα σ’ εμένα και το σώμα σου.
(«Το σώμα σου κι εγώ»)
Δεν ξέρω ακόμη αν την έχω νικήσει ή αν με νίκησε: η μοναξιά θα με παρέδιδε πάλι στα χέρια των ανθρώπων. Τα ποιήματα είχαν και πάλι αποφασίσει... Έτσι, αν με ρωτήσετε αν η ποίηση μπορεί να σώσει ή ν' αλλάξει τον κόσμο, η απάντησή μου είναι ναι, απολύτως. Άλλωστε δεν μπορεί να κάνει και τίποτε άλλο! Αν μάλιστα ο ποιητής είναι μεγάλος, όπως αδιαμφισβήτητα ο Γιάννης Βαρβέρης είναι, τότε, ναι, μπορεί ν' αλλάξει ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό του:
Σε σκέπτομαι
και μου έρχεται για σένα
ιδέα ποιητική.
Όμως τη θυσιάζω
για να σε παίρνω στο τηλέφωνο
(«Τηλεφωνήματα»)
Zωή – τέχνη: σημειώσατε ένα.